Τα βοτσαλωτά είναι μία τέχνη κυρίως αιγαιοπελαγίτικη. Στόλισε πολλά παράλια της Μεσογείου, αλλά στα νερά του Αιγαίου, εκεί στα διάσπαρτα ελληνικά νησιά, αφουγκράστηκε τον χτύπο της καρδιάς της. Εξ’ άλλου, ο αρχαίος συγγραφέας Πλίνιος ο πρεσβύτερος μας το θυμίζει: «Pavimenta originem apud Grecos habent». Που σημαίνει: «Η επίστρωση των δαπέδων είναι (συνήθεια) των Ελλήνων».
Τα συναντάμε στις αυλές εκκλησιών και σπιτιών, σε πλατείες και σε κάμπους, στα περισσότερα νησιά. Με το φως του Αιγαίου, «τα βότσαλα ανάβουν», λέει η Μαρία Ξύδα, φίλη του Γιάννη Λουκιανού – κι αυτό είναι που τα κάνει μοναδικά.
Σταθερά ασπρόμαυρα, με γεωμετρικά αλλά και αφαιρετικά σχέδια που αντλούν από τη λαογραφία τη συμβολική και λειτουργική τους σημασία, τα βοτσαλωτά του Αιγαίου είναι συνυφασμένα με την παράδοση του τόπου.
Ο Γιάννης Λουκιανός, εραστής, ερευνητής και αυτοδίδακτος μάστορας αυτής της τέχνης, οδηγεί τους αναγνώστες της Epoch Times σε ένα ταξίδι σε μερικά από τα ξεχασμένα μυστικά της, τα οποία αποκαλύπτει βότσαλο-βότσαλο, ώστε την επόμενη φορά που θα σταθούμε πάνω σε ένα από αυτά – σε λίγες μέρες, σε έναν μήνα; Ποιος ξέρει; – να είμαστε ικανοί να τα δούμε με τα μάτια της γνώσης και να μπορέσουμε να έχουμε μία πιο βαθιά συνομιλία μαζί τους.

Άξιον εστί το χέρι της Γοργόνας
που κρατά το τρικάταρτο σα να το σώζει
σα να το κάνει τάμα στους ανέμους
και πάλι όχι…
Οδυσσέας Ελύτης
Νησιά-πυλώνες
Εντοπίζει τις απαρχές της σύγχρονης παράδοσης του βοτσαλωτού στα τέλη του 18ου αιώνα, λίγο πριν τη λήξη της οθωμανικής κατοχής, τότε που τα πράγματα ήταν ακόμα «κάπως στενεμένα», παρόλο που οι ρίζες της ανάγονται στη Μεσοποταμία και στα ψηφιδωτά με βότσαλα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Αν και το βοτσαλωτό είναι διαδεδομένο σε όλο το Αιγαίο, τρία είναι τα κέντρα του: η Χίος, οι Σπέτσες και η Ρόδος. Στον χώρο υπάρχουν πολλοί τεχνίτες που γνωρίζουν τις τεχνικές και εφαρμόζουν την παραδοσιακή σημειολογία, όπως αναφέρει.
«Η παράδοση», εξηγεί ο Γ. Λουκιανός, «έχει έντονα λαογραφικά στοιχεία. Τι σημαίνει ένα φίδι στον βοτσαλωτό διάκοσμο; Τι σημαίνει ένα πεύκο; Τι σημαίνει ένα θηρίο;»

«Αν πας στην Παναγία της Τήνου, στο πρώτο κεφαλόσκαλο, υπάρχουν δύο όντα ωσάν θηρία. Είναι φύλακες για να αποτρέψουν τις κακές δυνάμεις. Στο επάνω κεφαλόσκαλο, αυτά τα θηρία είναι πάνω σε σταυρό: Κάτι που σημαίνει δεν περνάει τίποτα από εδώ! Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες εκκλησίες όπως αυτή του Αρχάγγελου στην Λίνδο της Ρόδου ή και στην Παναγία Ερυθιανή της Χίου.
»Δεν κάνω οποιοδήποτε τυχαίο σχεδιασμό για τη διακόσμηση του χώρου. Πρέπει να έχω διαρκώς στον νου μου τους κανόνες που διέπουν την κίνηση μέσα στο χώρο, μέσα στην αυλή. Τι εννοώ: αν για παράδειγμα η επίστρωση αφορά αυλή εκκλησίας, τότε προ της εισόδου στο Ναό, θα πρέπει το θέμα να είναι κυκλικό. Η στάση μέσα στον κύκλο βοηθά τον εισερχόμενο να διώξει οποιαδήποτε ανησυχία για το ποιους και τι θα συναντήσει στο συγκεντρωμένο μέσα στο ναό εκκλησίασμα.

«Σκεφθείτε τους στίχους ‘Ψηλό κυπαρισσάκι μου, στον ίσκιο σου κοιμάμαι, με τον αγέρα σου περνώ, κανέναν δε φοβάμαι’ – και, πράγματι, βλέπουμε το κυπαρίσσι σε όλα τα νησιά-κέντρα του βοτσαλωτού: Χίο, Ρόδο, Σπέτσες. Όλα αυτά ακολουθούν μία δική τους μία προοπτική και εξήγηση. Κάτι που υπάγεται στο ζήτημα της λειτουργικής των σχεδίων.
Οι κληματίδες ή ελισσόμενοι βλαστοί, από την άλλη, οδηγούν τα βήματά σου. Με άλλα λόγια, σε προτρέπουν να κινηθείς.

«Στην αρχιτεκτονική του Κάμπου της Χίου, της εύφορης περιοχής του νησιού όπου βρίσκονται οι ιδιοκτησίες εύπορων κατοίκων, η κίνηση μέσα στον κήπο, στους εξωτερικούς χώρους, είναι μελετημένη. Διέπεται από κανόνες λειτουργικότητας των σχεδίων. Καθώς περνάμε την κεντρική είσοδο, συναντάμε βοτσαλωτές διαδρομές-φίλτρα.
»Από τη μια πλευρά μπορεί να είναι μία κληματίδα που βοηθά την κίνηση, μετά μπορεί να είναι ένα στρογγυλό θέμα προκειμένου να σταθείς λίγο να σκεφτείς ή μπορεί να είναι ένα ακτινωτό θέμα που σε προτρέπει να πας σε διάφορα σημεία όπως το πηγάδι, το κυρίως σπίτι, το αμπέλι, την έξοδο… Ειδικά το ακτινωτό θέμα συναντάται συχνά. Η κάθε ακτίνα ‘δείχνει’ προς έναν διαφορετικό προορισμό.»

Ο Γιάννης Λουκιανός συγκρίνει την αρχιτεκτονική του χιώτικου κάμπου με αυτήν των ιαπωνικών κήπων: «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουν μία συγγένεια όσον αφορά την κυκλοφορία στον κήπο – οι ιαπωνικοί κήποι και ο Κάμπος της Χίου. Μία συγγένεια στην οπτική και στην αρχιτεκτονική».
Η παράδοση της Χίου συνδέεται και με τα χωριά της Λυγουρίας, της περιοχής δηλαδή όπου είναι η Γένοβα, των οποίων οι αυλές των εκκλησιών κυρίως είναι κοσμημένες με βοτσαλωτά. Η Χίος ήταν Γενουάτικη.
Αυτά προ του 1800. Τότε ο κόσμος πηγαινοερχόταν. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ήταν οι Γενουάτες που επανέφεραν την τέχνη του βοτσαλωτού στη Χίο», παρατηρεί, επισημαίνοντας ένα αδιευκρίνιστο σημείο στην ιστορία του βοτσαλωτού.

Χαρακτηριστικό της ροδίτικης παράδοσης είναι το ότι «έφτιαχναν τα βοτσαλωτά μέσα στο σπίτι».
Στην Καλλιθέα της Ρόδου βρίσκεται ένα συγκρότημα ιδιαίτερης αισθητικής, που είχε ανατεθεί στο σύνολο του στον αρχιτέκτονα Πιέτρο Λομπάρντι [Pietro Lombardi] κατά την περίοδο της ιταλοκρατίας. Μετά την εγκατάλειψη του χώρου και με την έγνοια και φροντίδα ενός οραματιστή δημάρχου της Καλλιθέας, του Ιωάννη Ιατρίδη, τα βοτσαλωτά των λουτρών αποκαταστάθηκαν εξαιρετικά με την εργασία και γνώση τοπικών σπουδαίων μαστόρων.



Αλλά, «καθώς οι καιροί αλλάζουν κάποιες νοικοκυρές, προτιμώντας το ‘καθαρό’ έναντι του ‘όμορφου’ θέλησαν να τα επιστρώσουν – να τα καλύψουν – με κεραμικά πλακάκια για να σκουπίζονται εύκολα. Και το έκαναν. Μοντέρνοι, άψυχοι καιροί…», σχολιάζει ο Γιάννης Λουκιανός.
Για τον βοτσαλωτό διάκοσμο στις Σπέτσες παρατηρεί ότι έχει «τεράστιο λαογραφικό ενδιαφέρον, καθώς βάζει μέσα τη μορφολογική ψυχολογία. Βλέπουμε έναν καβαλάρη, για παράδειγμα, που είναι φίρδην-μίγδην με το άλογο. Γιατί αυτό; Καθώς τα σχέδια περνούν από γενιά σε γενιά, από πατέρα σε γιο, περνούν και από πολλές σχεδιαστικές προσεγγίσεις, φτάνοντας στο σημείο να βλέπουμε τον καβαλάρη και το άλογο σαν μία μπάλα. Η μορφολογική ψυχολογία λέει ότι κάθε μορφή που επαναλαμβάνεται τείνει να γίνει κυκλική.
»Η αφαιρετική προσέγγιση χωρίς φόβο στο σχεδιαστικό θέμα είναι κορυφαία στις Σπέτσες.
»Εκεί είναι και η αυλή του Μπούκουρα, στο Καστέλλι, όπου κάποια σχέδια είναι κάπως ‘κουρασμένα’ – φθαρμένα, δηλαδή, και χρειάζονται κάποιες γνώσεις για να μπορέσει κάποιος να αναγνώσει – και καταλαβαίνεις ότι χρονολογούνται από πολύ πριν το 1800. Ο Μπούκουρας ήταν ο πατέρας της Ελένης Μπούκουρα, της ζωγράφου που μεταμφιέστηκε σε αγόρι για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ιταλία.»
Για το συγκεκριμένο σημείο, περιγράφει πώς σχεδόν το ανακάλυψε, πριν από πολλά χρόνια:
«Δουλεύοντας το βιβλίο Οι βοτσαλωτές αυλές του Αιγαίου (1999) έψαχνα να ανακαλύψω βοτσαλωτές αυλές. Φτάνοντας στο λιμάνι των Σπετσών, από διαίσθηση ίσως, ένιωσα πως στην περιοχή Αλταμούρα, που βρισκόταν κάτω δεξιά του λιμανιού, θα πρέπει να υπήρχε κάποιο αρκετά ενδιαφέρον βοτσαλωτό. Όμως ένα περίεργο θα έλεγα αίσθημα, άρνησης και φόβου μαζί, με εμπόδιζε – και το κατάφερε τελικά – να πάω εκεί. Αργότερα, στο βιβλίο της Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας, είδα ότι στο σπίτι που βρισκόταν εκεί, όπου ζούσε η Ελένη μετά που τη χώρισε ο άντρας της, όντως υπήρχε μια αυλή με βοτσαλωτό διάκοσμο. Ερμητικά έγκλειστη, η Ελένη επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο μέσω της υπηρέτριας της, ενώ με το χαμένο γιο της μέσα από υδρομαντείες…»
Από τη θεωρία στην πράξη
Η έρευνα για το βιβλίο του αποτέλεσε και το πρώτο βήμα για την προσωπική του ενασχόληση με το βοτσαλωτό, αν και ο ίδιος λέει ότι «πρώτο και κύριο [είναι] το πάθος για το βοτσαλωτό: πρέπει να σε συγκινήσει».
«Οι πρώτες γνώσεις ήταν θεωρητικές. Ήμουν ψηφιδογράφος πριν ασχοληθώ με το βοτσαλωτό. Όχι, όμως, ζωγράφος.
»Αρχικά, παρατηρούσα. Ύστερα, διάβασα το βιβλίο Οι βοτσαλωτές αυλές της Χίου και μετά τις Τηνιακές βοτσαλωτές αυλές. Όταν άρχισα να προετοιμάζω το δικό μου βιβλίο για τα βοτσαλωτά των Κυκλάδων, πήγα στη Σύρο, στη Μητρόπολη, για να τα μελετήσω. Σε ένα νησί με εσωτερικούς μετανάστες, στα δύσκολα χρόνια του τόπου, όπου οι πιο πολλοί προέρχονταν από την πολύπαθη Χίο.
»Και ύστερα, ένας παπάς της Μητρόπολης Σύρου με κάλεσε για την αποκατάσταση αρχικά ενός τμήματος του μεγάλου βοτσαλωτού που είχε καταστραφεί από τις ρίζες των γύρω δέντρων. Όταν τελικά ανέλαβα όλο σχεδόν το έργο κατάλαβα ότι ήταν μια αδόκιμη απόφαση. Δύσκολο! Στα μισά ήθελα να φύγω από τη δυσκολία που έκρυβε το έργο αλλά και από την κούραση, μιας και όλη μέρα δούλευα σκυμμένος! Γνώρισα και τους λογίους της Σύρου, που στην αρχή έρχονταν και με διόρθωναν, και όταν ολοκληρώθηκε το έργο, μήνυσαν στον παπά να τους συγχωρέσω, ζητώντας συγγνώμη.»
Έκτοτε, ο Γιάννης Λουκιανός έχει δημιουργήσει πλήθος βοτσαλωτών, κυρίως στα κυκλαδονήσια, όπως στο λιμάνι της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ίου, αλλά έχει αναλάβει και την αποκατάσταση βοτσαλωτού διάκοσμου, όπως σε ένα μοναστήρι στη Σκόπελο του 17ου αιώνα, φθάνοντας μέχρι τη Βέρνη της Ελβετίας.

Οι εντολοδόχοι του είναι αποκλειστικά ιδιώτες, ακόμα κι όταν το βοτσαλωτό κοσμεί δημόσιο χώρο.
Ο εντολοδότης αποτελεί σημαντικό μέρος της εξίσωσης για τον σχεδιασμό ενός βοτσαλωτού, αφού «εκεί γίνεται μία ψυχογραφική ανίχνευση. Τι ποθεί η καρδούλα του; Π.χ. με μια οικογένεια Ιταλών δυόμισι ώρες κάτσαμε στην αυλή και σχεδιάζαμε.[…] Στη Μήλο, πάλι, είχαν ζητήσει κατ’ εξαίρεση κάτι εκτός παράδοσης – κάτι καινούριο».
Ο ίδιος, πάντως, κατά κανόνα ακολουθά την παράδοση όσον αφορά τη χρήση των συμβόλων-εικόνων, την οποία έμαθε μελετώντας κυρίως στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας, της Ακαδημίας Αθηνών.
Για την τεχνική του, ωστόσο, αναφέρει ότι παρεκλίνει ελαφρώς: «Την τεχνική την ανακάλυψα ο ίδιος. Γι’ αυτό και δεν είναι απολύτως παραδοσιακή. Δηλαδή δεν χρησιμοποιώ ασβεστοκονίαμα, αλλά τσιμεντοκονίαμα. Συνήθως το πρώτο υλικό είναι αυτό που καθορίζει και το όνομα του κονιάματος – της λάσπης. Όμως, η παραλλαγή αυτή δεν αλλοιώνει πολύ τα πράγματα, γιατί όπως και να ’χει παράδοση δεν είναι η ακριβής δοσολογία. Η παράδοση είναι αλλού».

Τέλος, για τον σχεδιασμό του βοτσαλωτού καθοριστικό ρόλο παίζει και ο ίδιος ο χώρος, τον οποίο «πρέπει να τον μυριστείς; και να τον ‘αρχιτεκτονίσεις’. Θα κινηθείς με τα δεδομένα, με την κληματίδα που βοηθά την κίνηση, κλπ, κλπ».
Ψηφιδωτά με βότσαλα
Μιλώντας για τα βοτσαλωτά και για την ιστορία τους, ο Γιάννης Λουκιανός κάνει μία διάκριση μεταξύ αυτών και των ψηφιδωτών με βότσαλα:
«Αυτών που διακόσμησαν τις αυλές του Αιγαίου τους τελευταίους τρεις-τέσσερις αιώνες, που τα ονομάζουμε βοτσαλωτά, και εκείνων, πάλι με βότσαλα, αλλά πολύ μικρά, που αναφέρονται ως ψηφιδωτά και είναι εκείνα τα σπουδαία έργα της Ελληνιστικής περιόδου…
Κάνω το βοτσαλωτό για να διακοσμήσω το δάπεδο, αλλά κάνω το ψηφιδωτό γιατί θέλω να κάνω κάτι άλλο. Δηλαδή, στην περίπτωση των ψηφιδωτών με βότσαλα η πρώτη ανάγκη δεν είναι να διακοσμήσω, είναι να συνθέσω ένα έργο, ενίοτε πολυσχιδές, με αναφορές και πηγές από την μυθολογία.»
Στην αρχαία Ελλάδα, τα ψηφιδωτά γίνονταν με βότσαλα, τα οποία «χρησιμοποιούνταν αυτούσια, έχοντας περάσει από κόσκινα (κρησάρες) για να ταξινομηθούν ανάλογα με το μέγεθός τους. Μπορεί να ήταν από τη θάλασσα ή από το ποτάμι, αυτό δεν είχε σημασία, όπως αναφέρεται και στον Παυσανία», εξηγεί.
Σχετικά με την αρχή αυτής της τέχνης, παρατηρεί ότι αυτό είναι ένα ερώτημα «που έχει απασχολήσει πολλούς, ένα ερώτημα με τεράστιο ενδιαφέρον, αλλά μόνο της φαντασίας.
»Στη Μεσοποταμία, κάποτε, υπήρχαν δύο πόλεις: η Ουρ και η Ουρούκ, με τη δεύτερη να είναι μάλλον αρχαιότερη της πρώτης, καθώς χρονολογείται 5-4.000 χρόνια π.Χ. Η πρώτη, πάλι, ανακαλύφθηκε κάτω από λόφους άχρηστων υλικών.

»Από αυτή την περιοχή υπάρχουν ορισμένα εκθέματα στο Βρετανικό Μουσείο, όπως μουσικά όργανα από εκείνη την περίοδο, που είναι διακοσμημένα με μικρές ψηφίδες στα τάστα. Το Λάβαρο είναι ένα πυραμιδοειδές οικοδόμημα με δύο πλευρές, μία της ειρήνης και μία του πολέμου. Οι συνθέσεις που το κοσμούν έχουν γίνει με οστά αλλά και με μικρά γεωμετρικά κομμάτια από μάρμαρο – τετράγωνα, ρόμβους, τρίγωνα κλπ.
»Επίσης, στους ναούς εκείνης της περιόδου, τα ζιγκουράτ – δομές με μία τάση ανόδου με στόχο τη συνάντηση με τον Θεό – εκεί συνήθως έφτιαχναν κώνους από ψημένη γη με στρογγυλή βάση, τους οποίους ζωγράφιζαν και έμπηγαν στους τοίχους για να τους διακοσμήσουν.»
Πώς περνάμε από εκεί στα έργα του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ., και στα γνωστά αριστουργήματα;
«Στο Κυνήγι του ελαφιού της Πέλλας αποτυπώνονται οι πρώτες απόπειρες αναζήτησης προοπτικής – φέρει δε την υπογραφή του καλλιτέχνη, του Γνώση, που θεωρείται ο πρώτος ψηφιδογράφος, αλλά και ο πρόγονος της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Πρόκειται για ένα έργο του 4ου αιώνα της ελληνιστικής περιόδου με το οποίο κορυφώνεται το ψηφιδωτό με βότσαλα. Μέχρι τότε όλα τα ψηφιδωτά γίνονταν με ψηφίδα το βότσαλο, όπως αυτά στην Όλυνθο, τη Συκιώνα, την Ερέτρια.»
Για τη μετάβαση από τα βότσαλα στις ψηφίδες (tesserae στην αγγλική γλώσσα) μάς μεταφέρει λίγο μετά την ελληνιστική εποχή:
«Γύρω στον 3ο αιώνα, ο Ρογήρος Β΄, βασιλιάς των Συρακουσών, έστειλε ένα πλοίο στην Αίγυπτο να φέρουν στάρι, λόγω της ανομβρίας που είχε περιορίσει τη δική τους παραγωγή. Το πλοίο αυτό γύρισε καταστόλιστο με ψηφιδωτά. Τότε, το εμπορικό, πνευματικό, οικονομικό κέντρο ήταν η Αλεξάνδρεια. Εκεί αναπτύχθηκε η τέχνη του ψηφιδωτού με ψηφίδες, όταν άρχισαν οι τεχνίτες να εφαρμόζουν τα έργα σε πάγκους και τοίχους, οπότε το βάθος του βότσαλου [τα οποία μπαίνουν κυρίως κάθετα] εμπόδιζε.»
Μεταδίδοντας τη γνώση
Ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τον Γιάννη Λουκιανό, αλλά και άλλους που ασχολούνται με παραδοσιακές τέχνες των οποίων η διδασκαλία δεν είναι θεσμοθετημένη, είναι η μεταλαμπάδευση της γνώσης ώστε να μη χαθεί σε ένα παρελθόν που δεν μπορεί να ξαναζωντανέψει.
«Το βασικό ερώτημα σε ό,τι αφορά τη διαδοχή της τέχνης του βοτσαλωτού ήταν πάντοτε ποιος θα μάθει αυτήν τη δουλειά. Παλιά δεν ήξερα τι να απαντήσω γιατί τύχαινε πάντα οι εκάστοτε βοηθοί να είναι πρόσκαιροι. Τέλειωνε το έργο, τελειώναν κι αυτοί. Πέρασε από τη ζωή τους το άρωμα αυτής της τέχνης, αλλά παρέμεινε στη γωνία απότιστο.»
Όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, «πρώτο και κύριο [είναι] το πάθος και η συγκίνηση». Χωρίς αυτά τίποτα δεν προχωράει. Ευτυχώς, φαίνεται πως τελικά η ζωή έστειλε στον δρόμο του Γιάννη Λουκιανού κάποιον που μοιράζεται μαζί του και τα δύο αυτά στοιχεία.
Μιλά με χαρά για αυτή τη συνάντηση, την οποία αποδίδει στις ευνοϊκές συγκυρίες που «όταν θέλουνε κάτι το καταφέρνουν»:
«Σε μία διάλεξη που έδωσα στη Σχολή Γλυπτικής της Τήνου, ήρθε ένα παλικάρι που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για αυτήν την τέχνη. Σε δεύτερη φάση, βρεθήκαμε τυχαία στην Αθήνα, όπου ήπιαμε έναν καφέ στου Ψυρρή. Την τρίτη φορά, κάνω μία ομιλία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου στη Σύρο, και να τον στο τέλος, να έρχεται να μου μιλήσει. Ήρθε λοιπόν η στιγμή, παρόλο που εγώ τα έχω πλέον παρατήσει, γιατί είναι πολύ κουραστική αυτή η τέχνη, αν και άκρως ελκυστική, και να σου που βρίσκεται στο νησάκι μου μία γυναίκα, η οποία ήθελε σε ένα σημείο του κήπου της ένα βοτσαλωτό. Ευκαιρία ήταν να έρθει αυτό το παιδί, ο Χρήστος, στην Ίο, όπως και έκανε. Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες – καύσωνας και στριμωγμένα τα πράγματα, γιατί πρέπει να έχεις χώρο για να δουλέψεις, να βάλεις τα βότσαλα – αλλά ο Χρήστος ήταν ‘τέρας αντοχής’ και παίρνοντας κι εγώ από τη δική του, καταφέραμε και τελειώσαμε αυτό το έργο.»
Η συνεργασία τους φαίνεται πως ήταν επιτυχημένη, αφού ο Γ. Λουκιανός δείχνει βέβαιος πως βρήκε διάδοχο:
«Δεν ξέρω τι γίνεται με τη διδασκαλία γενικά, αλλά καταλαβαίνω ενστικτωδώς ότι πρέπει να αφήσεις χώρο στον άλλον. Το εισέπραξε ο Χρήστος και έχω την εντύπωση ότι τώρα, παρά μερικές ελλείψεις, μπορεί να αναλάβει μόνος του ένα έργο. Στο επόμενο έργο που θα κάνουμε μαζί, σκοπεύω να κάνω την παράδοση των ‘κλειδιών’ και όλων των μυστικών σε αυτό το παλικάρι.»

Όσον αφορά την εξέλιξη και μετάδοση της τέχνης του βοτσαλωτού, ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση της Αγγλίδας καλλιτέχνιδος Μάγκυ Χόγουαρθ (Maggy Howarth, 1944-2024), η οποία ενσωμάτωσε σε αυτό την ευαισθησία της δικής της κουλτούρας. Τα έργα της – στα οποία χρησιμοποιούσε και χρωματιστά από τη φύση τους βότσαλα – και οι τεχνικές που επινόησε για να προσαρμοστεί στις συνθήκες της βρετανικής πραγματικότητας, αντανακλούν μεν μία διαφορετική προσέγγιση και νοοτροπία, ωστόσο διατηρούν ανέπαφα τα βασικότερα στοιχεία του δεσμού τους με την καταγωγή τους. Για τον Γιάννη Λουκιανό, ο οποίος την είχε επισκεφθεί στην Αγγλία, η Χόγουαρθ ήταν η καλύτερη: «Είναι πίνακες τα έργα της», λέει. Σημαντικότερη παραλλαγή στην τεχνική που εφάρμοσε η Βρετανίδα είναι, ίσως, η κατασκευή των βοτσαλωτών τμηματικά, σε εσωτερικό χώρο, και η κατοπινή συναρμολόγησή τους στο μέρος για το οποίο προορίζονταν. Σε αυτήν προέβη λόγω του αγγλικού κλίματος που δεν ευνοεί γενικά την εργασία σε εξωτερικό χώρο, όπως σημειώνεται στην ιστοσελίδα του εργαστηρίου που αναδεικνύει και συνεχίζει το έργο της.
Κοσμώντας την καθημερινότητα στη βάση της
Για τα βοτσαλωτά, ως διακοσμητική τέχνη των δαπέδων των ανοικτών χώρων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η πιο κοντινή στον άνθρωπο, η πιο δημοκρατική τέχνη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι κατά παράδοση, στο Αιγαίο, οι κοσμημένες με βοτσαλωτά πλατείες και προαύλια εκκλησιών ανήκουν στην καθημερινότητα των κατοίκων του κάθε νησιού και των επισκεπτών του. Είναι στη διάθεσή τους ανά πάσα στιγμή, κυριολεκτικά στα πόδια τους!
Με αυτόν τον τρόπο, διαχέουν τη μαγεία της τέχνης, τη φαντασία και το κάλλος, χαρίζοντας τα δώρα της αδιακρίτως και φέρνοντας τον κόσμο σε απόλυτη, φυσική και μεταφυσική, εγγύτητα με το κρυμμένο, καθώς και με την «αγωνία της ανάγνωσής» του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γιάννης Λουκιανός, Οι βοτσαλωτές αυλές των Κυκλάδων, Αθήνα 1998
2. Γιάννης Λουκιανός, Οι βοτσαλωτές αυλές του Αιγαίου, Αθήνα 1999
3. Γιάννης Λουκιανός, Οι βοτσαλωτές αυλές της Σαντορίνης και της Μήλου, εκδόσεις βότσαλο, Αθήνα 2012
4. Γιάννης Λουκιανός, Τα βοτσαλωτά στο λιμάνι της Ίου, Δήμος Ιητών 2016
5. Μαρία Ξύδα, Οι βοτσαλωτές αυλές της Χίου, εκδόσεις Πυξίδα, Χίος 2009
6. Α. Φλωράκης, Οι τηνιακές βοτσαλωτές αυλές, εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1981
7. Οι βοτσαλωτές αυλές των Σπετσών, Περιοδικό Ζυγός, Αθήνα 1961
8. Carlo Bertelli, The Art of Mosaics, Αγγλική έκδοση, Μιλάνο 1989
9. Dieter Salzmann, Undersuchugen Zu Den Antiken Kiesel Mosaiken, Gebr Mann Verlag, Βερολίνο 1982
10. Maggy Howarth, Complete Pebble Mosaic Handbook, Firefly Books, N.Y./USA 2009