Μεγάλη αλλαγή στην πολιτική εμβολιασμών για τον κορωνοϊό στις Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσε ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Κέννεντυ Τζούνιορ την Τρίτη, γνωστοποιώντας ότι το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) παύει πλέον να συνιστά τη χορήγηση των εμβολίων COVID-19 σε υγιή παιδιά και εγκύους.
«Πέρσι, η κυβέρνηση Μπάιντεν προέτρεψε τους γονείς υγιών παιδιών να κάνουν ακόμη ένα εμβόλιο COVID για τα παιδιά τους, παρά την έλλειψη ουσιαστικών στοιχείων που να τεκμηριώνουν την ανάγκη για επαναληπτικές δόσεις σε αυτή την ηλικιακή ομάδα», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Κέννεντυ σε βίντεο που ανάρτησε στην πλατφόρμα X.
«Είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος που ανακοινώνω πως από σήμερα, τα εμβόλια COVID δεν θα περιλαμβάνονται πλέον στο εμβολιαστικό πρόγραμμα του CDC για υγιή παιδιά και εγκύους».
Στο πλευρό του υπουργού Υγείας βρέθηκαν ακόμη ο επικεφαλής των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας Τζέι Μπατατσάρια και ο διοικητής του Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) Μάρτι Μακάρι, οι οποίοι σημείωσαν από κοινού ότι «δεν υπάρχουν ενδείξεις πως τα υγιή παιδιά σήμερα έχουν ανάγκη το εμβόλιο», τονίζοντας ότι «οι περισσότερες χώρες έχουν ήδη σταματήσει να το συστήνουν σε παιδιά».
Ο Κέννεντυ επισήμανε πως η απόφαση αυτή φέρνει τη χώρα «ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίηση της δέσμευσης του προέδρου Τραμπ να κάνει την Αμερική και πάλι υγιή».
Η νέα οδηγία του CDC έρχεται λίγες ημέρες μετά από σχετική ανακοίνωση του FDA, που επαναπροσδιορίζει το πώς και σε ποιους θα χορηγούνται τα επικαιροποιημένα εμβόλια κατά του κορωνοϊού εν όψει του φθινοπώρου.
Σε πρόσφατο άρθρο τους στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση «New England Journal of Medicine», ο Μάρτι Μακάρι και ο νέος επικεφαλής εμβολίων του FDA, Βινάι Πρασάντ, διευκρινίζουν ότι στο εξής κάθε νέο εμβόλιο COVID που αναμένεται να διατεθεί σε υγιή παιδιά ή ενήλικες, θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει πλήρεις κλινικές δοκιμές με εικονικό φάρμακο (placebo), προτού εγκριθεί.
Κατά την περίοδο διακυβέρνησης Μπάιντεν, οι εκδόσεις των επικαιροποιημένων εμβολίων εγκρίνονταν ταχύτερα, με διαδικασίες ανάλογες αυτών της εποχικής γρίπης. Ενώ τα πρώτα εμβόλια των Pfizer και Moderna είχαν δοκιμαστεί σε ευρύτατες κλινικές μελέτες το 2020, τα μεταγενέστερα διαθέσιμα σκευάσματα βασίστηκαν σε μικρότερες δοκιμές, οι οποίες εστίαζαν κυρίως στην αύξηση της ανοσολογικής απόκρισης ενάντια στις κυρίαρχες τότε παραλλαγές του ιού στις ΗΠΑ.
Οι Μακάρι και Πρασάντ αμφισβητούν αυτό το μοντέλο, υποστηρίζοντας ότι ο κορωνοϊός διαφέρει σημαντικά από τη γρίπη και δεν απαιτεί απαραιτήτως ετήσιες ενημερώσεις εμβολίων για ουσιαστικό όφελος στη δημόσια υγεία. Όπως επισημαίνουν, η φυσική ανοσία έναντι της σοβαρής νόσου COVID-19 φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ισχυρή.
Παράλληλα, υπογραμμίζουν τη χαμηλή αποδοχή των νέων ενισχυτικών δόσεων: Μόλις ένας στους τέσσερις Αμερικανούς τις λαμβάνει κάθε χρόνο, συμπεριλαμβανομένου λιγότερου από το ένα τρίτο των εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Αντίθετα, περίπου τρεις στους τέσσερις επαγγελματίες υγείας εμβολιάζονται κάθε χρόνο για τη γρίπη.
«Η αμερικανική πολιτική συχνά βασίστηκε στο επιχείρημα ότι το κοινό δεν είναι σε θέση να κατανοήσει συστάσεις που διακρίνουν ανά ηλικία και επίπεδο κινδύνου», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι αξιωματούχοι. «Εμείς απορρίπτουμε αυτή την προσέγγιση».
Με το νέο πλαίσιο, οι εταιρείες θα μπορούν να υποβάλλουν μικρότερου μεγέθους μελέτες για να λάβουν έγκριση εμβολίων σε ευπαθείς ομάδες, όπως είναι οι ενήλικες άνω των 65 ή όσοι έχουν προβλήματα υγείας που αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης από COVID-19. Ωστόσο, για υγιή άτομα ηλικίας από έξι μηνών έως 64 ετών, η FDA θα απαιτεί πλέον αυστηρές τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές που να εστιάζουν σε κλινικά αποτελέσματα πριν από οποιαδήποτε νέα έγκριση.
Την περασμένη εβδομάδα, η FDA ενέκρινε το εμβόλιο της Novavax για ενηλίκους άνω των 65 ετών, καθώς και για εφήβους και ενήλικες 12 έως 64 ετών που έχουν τουλάχιστον μία πάθηση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής νόσου.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ δεν υπάρχει καμία ομοσπονδιακή υποχρέωση εμβολιασμού για τον COVID-19, ανεξαρτήτως ηλικίας.