Η «Θεία Κωμωδία», που γράφτηκε από τον Δάντη Αλιγκιέρι στις αρχές του 14ου αιώνα, αφηγείται το πνευματικό ταξίδι του προσκυνητή στα βασίλεια της μεταθανάτιας ζωής: την Κόλαση, το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο. Το εμβληματικό ποίημα του Δάντη διατρέχει τα οδυνηρά βάθη της Κόλασης και εκτοξεύεται στις φωτεινές κορυφές του Ουρανού, περιλαμβάνοντας όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων και εμπειριών, συμπυκνώνοντας το σύνολο του ανθρώπινου δράματος.

Όπως σημειώνουν οι Άλντο Μπερνάρντο και Άντονυ Πελεγκρίνι στο βιβλίο τους Companion to Dante’s Divine Comedy, ο Δάντης προσπάθησε να συνθέσει ένα «πλήρες όραμα» για όλα όσα υπάρχουν, το σύμπαν και τη θέση της ανθρωπότητας σε αυτό, συγκεντρώνοντας όλα τα πράγματα σε ένα αρμονικό και οργανωμένο σύνολο, δεμένο με τη δύναμη της αγάπης. Τα περισσότερα από όσα έγραψε τον 14ο αιώνα ισχύουν εξίσου και σήμερα: συνεχίζουμε να ζούμε ένα ψυχολογικό και πνευματικό δράμα, του οποίου τα θεμέλια παραμένουν αναλλοίωτα. Για την ανθρώπινη φύση, ο πόνος αποτελεί συστατικό στοιχείο του κόσμου και θα παλεύουμε με το πώς να τον κατανοήσουμε.
Ο Δάντης μπορεί να μας βοηθήσει διδάσκοντάς μας σιγά-σιγά τον μυστηριώδη τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο πόνος και γιατί αποτελεί απαραίτητο καταλύτη για την ανάπτυξη και την τελειοποίησή μας ως ανθρώπινα όντα.
Ο πόνος στην κόλαση
Η «Θεία Κωμωδία» είναι ένα ποίημα γεμάτο πόνο στην αρχή. Μετά την περίφημη έναρξη που μας παρουσιάζει τον Δάντη σε «ένα ζοφερό δάσος, παραστρατημένο», ο ποιητής συναντά τον Βιργίλο και οδηγείται από εκείνον στα έγκατα της Κόλασης. Εκεί, βλέπει τα βάσανα, τα μαρτύρια και την απελπισία που είναι οι συνέπειες της αμετανόητης αμαρτίας.

Καθώς ο Δάντης και ο Βιργίλιος κατεβαίνουν τα επίπεδα της Κόλασης το ένα το άλλο, βλέπουν τις ψυχές να παρασύρονται από καταιγίδες, να καρφώνονται από τα δίκρανα των δαιμόνων και να κολλάνε ανάποδα σε αχνιστές καυτές τρύπες — είναι τα βάσανα εκείνων που αρνήθηκαν να αλλάξουν. Οι αμαρτωλοί στην «Κόλαση» υφίστανται μια ατελείωτη εμπειρία πόνου ως τιμωρία για τις αμαρτίες τους και την άρνηση ή αδυναμία τους για γνήσια μετάνοια. Ο πόνος δεν μπορεί να επιφέρει καμία βελτίωση σε αυτές τις ψυχές.
Οι κριτικοί γενικά συμφωνούν ότι το ποίημα του Δάντη μπορεί να διαβαστεί σε πολλαπλά επίπεδα: Σε ένα επίπεδο, είναι η περιγραφή ενός ταξιδιού στη μετά θάνατον ζωή. Αλλά αλληγορικά, αφηγείται επίσης το ταξίδι της ψυχής προς τον Θεό κατά τη διάρκεια αυτής της ζωής, τη διαδικασία της πνευματικής μεταστροφής και ωρίμανσης.
Μέσα από ισχυρές ποιητικές εικόνες, ο Δάντης επισημαίνει το γεγονός ότι ακόμη και εδώ στη γη τα βάσανα μιας δύστροπης ψυχής είναι ουσιαστικά αυτοεπιβαλλόμενα. Ο αμαρτωλός ζει σε έναν κόσμο περιχαρακωμένο από την ατομική του θέληση και επιθυμίες, ο οποίος συνεχώς συστέλλεται μέχρι που το άτομο εγκλωβίζεται μέσα στο ίδιο του το κακό και τη δυστυχία. Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Δάντης απεικονίζει τον Σατανά στο ποίημα: ως μια τερατώδη φιγούρα κλεισμένη σε φύλλα πάγου, βαθιά στον πυρήνα της γης. Ο πάγος έχει σχηματιστεί εξαιτίας των ψυχρών ριπών που δημιουργούνται από το ατελείωτο χτύπημα των νυχτεριδοφτερών του κακού πνεύματος. Με την αχαλίνωτη υπερηφάνεια και την άκαρπη προσπάθειά του να υψωθεί πάνω από τον ίδιο τον Θεό, ο Σατανάς δημιούργησε ο ίδιος τη φυλακή του.
Στοχαζόμενοι για τη μεταφορική και τη γήινη έννοια του ποιήματος, βλέπουμε τη σοφία και την αλήθεια όσων προτείνει ο Δάντης: η εμπειρία του πόνου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη στάση του πάσχοντος, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πόνος μπορεί ακόμη και προκαλείται από τον ίδιο, από την άρνησή του να εγκαταλείψει έναν επιβλαβή, επιζήμιο ή παράλογο τρόπο ζωής.
Εν τούτοις, ο τιμωρητικός πόνος της Κόλασης δεν είναι ο μόνος τύπος πόνου που παρουσιάζει ο Δάντης. Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος, το «Καθαρτήριο», ο πόνος δεν είναι τιμωρητικός αλλά θεραπευτικός. Όλο το ύφος του ποιήματος αλλάζει ανάλογα με τη στάση των πασχόντων που συναντά ο Δάντης. Η αντίδρασή τους στον πόνο είναι εντελώς διαφορετική σε αυτό το βασίλειο του φωτός και της ελπίδας σε σύγκριση με τις θειούχες εσοχές της κόλασης.
Ο πόνος στο Καθαρτήριο
Το βουνό του Καθαρτηρίου υψώνεται σαν στήλη από τη θάλασσα, προς τον ουρανό — μια οπτική αναπαράσταση της ελπίδας που τρέφουν οι καρδιές των ψυχών που ανεβαίνουν τις πλαγιές του. Ενώ οι ψυχές που συνάντησε ο Δάντης στην Κόλαση καταριόντουσαν, βογκούσαν και βυθίζονταν στην αυτολύπηση, οι ψυχές στο Καθαρτήριο χαιρετούν η μία την άλλη με χαρά, τραγουδούν και συζητούν για την ποίηση. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς τα έξω και προς τα πάνω, και διαθέτουν ελπίδα: την ελπίδα να εξαγνίσουν τις ατέλειές τους και να φτάσουν μια μέρα στον Παράδεισο.

Αυτό που μας διδάσκει ο Δάντης στο «Καθαρτήριο» είναι ότι ο πόνος, όταν τον αγκαλιάζουμε με θάρρος και ελπίδα, μπορεί να μας μεταμορφώσει και να μας οδηγήσει, τελικά, σε ανώτερες περιοχές χαράς. Οι ψυχές στο Καθαρτήριο υποφέρουν με τη θέλησή τους, επειδή γνωρίζουν ότι οι πόνοι τους δεν έχουν σκοπό να τιμωρήσουν αλλά να θεραπεύσουν.
Οι ψυχές τους έχουν «λυγίσει» από σφάλματα που διέπραξαν στη ζωή και πρέπει να ισιώσουν. Για τον Δάντη, όπως και για αυτές τις ψυχές, η άνοδος στο βουνό είναι μια διαδικασία επίτευξης της ολότητας και αποκατάστασης της αθωότητας. Είναι ο δρόμος προς τον Παράδεισο.
Ολόκληρη η δομή του ποιήματος αντικατοπτρίζει τα πνευματικά στάδια της μετάνοιας: συνειδητοποίηση της αμαρτίας, μετάνοια και συγχώρεση. Ο κριτικός λογοτεχνίας Νασρουλάχ Μαμπρόλ γράφει:
«Όπως πρέπει να κάνουν όλα τα ανθρώπινα όντα, σύμφωνα με τη μεσαιωνική χριστιανική άποψη του Δάντη, ο προσκυνητής πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει τη φύση της αμαρτίας (όπως κάνει στην «Κόλαση»), να εξιλεωθεί για την αμαρτία του (όπως κάνει στο «Καθαρτήριο») και να αυξηθεί σε σοφία, χαρά και αγάπη μέσω της αγίας ζωής (όπως κάνει στο «Παράδεισο»). Με αυτόν τον τρόπο, ο προσκυνητής Δάντης είναι ένας δυναμικός χαρακτήρας, που κινείται από την αμαρτία στη σωτηρία, από την άγνοια στη σοφία, από την απελπισία στη χαρά, μέσα από το ταξίδι του προς τον Θεό.»
Βλέπουμε αυτήν τη θεραπευτική διαδικασία να επιδεικνύεται στην ταράτσα των υπερήφανων, το πρώτο επίπεδο του Καθαρτηρίου. Οι πρώην αμαρτωλοί εδώ βαρύνονται από μεγάλες πέτρες που πρέπει να μεταφέρουν στο βουνό — ωστόσο, αν και λυγίζουν από το βάρος, δεν παραπονιούνται. Αυτό αποτελεί εν μέρει εξιλέωση για την αμαρτία της υπερηφάνειας, αλλά, ακριβέστερα, είναι ένας είδος επιδιόρθωσης. Είναι η διάλυση της δυσκαμψίας των υπερήφανων, έτσι ώστε να επανέλθουν στη σωστή κατάσταση και να μπορέσουν να περπατήσουν και πάλι με χάρη.
Παρομοίως, στο επίπεδο των ζηλόφθονων ράβονται τα μάτια τους, ώστε, πρώτον, να διδαχθούν να μην κοιτάζουν με ζήλια αυτά που έχουν οι γείτονές τους και, δεύτερον, να μάθουν να εμπιστεύονται και να στηρίζονται ο ένας στον άλλον καθώς ανεβαίνουν προς τη θέωση, αντί να υπονομεύουν ο ένας τον άλλον, όπως έκαναν στη ζωή.
Καθώς ανεβαίνει ο Δάντης τα επίπεδα, βιώνει και ο ίδιος τη διαδικασία της θεραπευτικής κάθαρσης. Όπως επισημαίνει ο κριτικός Τζόζεφ Πηρς , «ο συμβολισμός συνεχίζεται όταν ο άγγελος κάνει το σημάδι των επτά P πάνω στο μέτωπο του Δάντη, κατά την είσοδό του στο Καθαρτήριο, σύμβολο των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων (P από το peccatum, τη λατινική λέξη για την αμαρτία). Κάθε ένα από αυτά τα Ρ αφαιρείται με τη άνοδό του στο επόμενο επίπεδο, κάτι που σημαίνει τον εξαγνισμό του από το αντίστοιχο αμάρτημα. Τελικά, στην κορυφή του Όρους του Καθαρτηρίου, ο Δάντης βρίσκεται στον επίγειο Παράδεισο, την Εδέμ πριν από το προπατορικό αμάρτημα, τον τόπο της αρχέγονης αθωότητας τον απαλλαγμένο από την αμαρτία». Έτσι, στο Καθαρτήριο, ο πόνος είναι λυτρωτικός, προπαρασκευαστικός και διορθωτικός.
Τι ακριβώς πρέπει να διορθωθεί; Στη ρίζα όλων των πνευματικών παραμορφώσεων, λέει ο Δάντης, βρίσκεται κάποιο είδος διαστροφής της αγάπης. Ο Δάντης υποστηρίζει ότι όλες οι πράξεις — καλές και κακές — απορρέουν τελικά από την αγάπη. Ακόμη και μια κακή πράξη εκτελείται επειδή το άτομο που τη διαπράττει αγαπάει κάτι — είτε το λάθος πράγμα είτε με λάθος τρόπο. Οι Μπερνάρ και Πελεγκρίνι εξηγούν: «Ο Δάντης μαθαίνει από τον Βιργίλιο ότι η κοσμική δύναμη που καθορίζει όλα τα πράγματα είναι η αγάπη. Η μοίρα κάθε ψυχής εξαρτάται από το πώς και πού κατευθύνει αυτή τη μυστηριώδη δύναμη που βρίσκεται και μέσα της και από την ικανότητά της να δέχεται την επιρροή της από έξω.»
Η σχέση ανάμεσα στον πόνο και την αγάπη διατυπώνεται υπέροχα στο ποίημα του Δάντη. Διότι αν η αγάπη είναι η πηγή όλων των πράξεων, τότε μια σωστά διατεταγμένη αγάπη παρέχει επίσης στις ψυχές στο Καθαρτήριο τα μέσα για να υπομείνουν αυτό που πρέπει να υπομείνουν. Πράγματι, η αγάπη περιέχει το κλειδί που επιτρέπει στον πάσχοντα να υπερβεί τον πόνο του. Ένα παράδειγμα αυτού συμβαίνει καθώς ο Δάντης φτάνει στο τελευταίο επίπεδο του Καθαρτηρίου, που αποτελείται από ένα πύρινο στεφάνι. Αυτό που του δίνει τελικά το κουράγιο να περάσει μέσα από τις φλόγες είναι η αγάπη του για τη Βεατρίκη, την οποία γνωρίζει ότι θα βρει στην άλλη πλευρά.

Μια από τις ψυχές που συναντά ο Δάντης στο Καθαρτήριο προσφέρει μία υπέροχη εξήγηση για το πώς η αγάπη κάνει τα βάσανα όχι απλώς υποφερτά, αλλά ακόμη και ένα είδος παρηγορίας:
Κάθε πνεύμα, του οποίου το τραγούδι καταγγέλλει την αδηφαγία στην οποία αφηνόταν, εδώ με την πείνα και τη δίψα εξαγνίζεται. Των καρπών τα αρώματα και η πάχνη της χλόης την επιθυμία μας να φάμε και να πιούμε φουντώνει. Και κάθε νέος γύρος, τον πόνο μας τροφοδοτεί. Πόνο, είπα; Παρηγορία, μάλλον: γιατί εκείνη η θέληση στο δέντρο μάς οδηγεί, η ίδια που τον Χριστό οδήγησε να κράξει τον Πατέρα, την ώρα που μας έσωζε πληρώνοντας με το ίδιο Του το αίμα. («Καθαρτήριο», Άσμα XXIII, ελεύθερη απόδοση από αγγλική μετάφραση – Σ.τ.Μ)
Με άλλα λόγια, το εξαγνιστικό μαρτύριο των κάποτε αδηφάγων ψυχών γίνεται στην πραγματικότητα παρηγοριά γι’ αυτές, αφού γνωρίζουν ότι τις θεραπεύει από το πάθος τους και τις φέρνει πιο κοντά στο αντικείμενο της αγάπης τους, τον Θεό. Αυτό είναι το ευτυχές παράδοξο που διερευνάται στο «Καθαρτήριο»: Ο πόνος δεν είναι ασύμβατος με την ευτυχία, τη χαρά και την αγάπη.
Στο τελευταίο τμήμα του ταξιδιού και ποιήματος του Δάντη, στον «Παράδεισο», δεν υπάρχει πόνος. Αλλά ο Δάντης μπορεί να φτάσει εκεί μόνο περνώντας από τις δοκιμασίες της Κόλασης και του Καθαρτηρίου. Με αυτόν τρόπο, ο ποιητής μάς δείχνει ότι ο πόνος έχει νόημα και αξία όταν ανταποκρινόμαστε θετικά σε αυτόν, ένα νόημα που εγκυμονεί την υπόσχεση μιας διαρκώς βαθύτερης ευτυχίας.