Στην αρχαία Ελλάδα, η μουσική έπαιζε εξέχοντα ρόλο. Θεωρούνταν απαραίτητη στη διαπαιδαγώγηση των παίδων, ως το μέσον που εξευγένιζε την ψυχή τους, το ένα από τα τρία συστατικά της ανθρώπινης φύσης μαζί με το σώμα και τον νου.
Αντιμετωπίζοντας συνολικά τον άνθρωπο ως ένα ον που αποτελείται από τρία αλληλένδετα στοιχεία, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, αιώνες πριν από την εμφάνιση του Ομήρου, όπως μαρτυρούν τα πρωτοκυκλαδικά ειδώλια που απεικονίζουν άνδρες με άρπες ή λύρες, στηρίχθηκε στη μουσική, η οποία έγινε οργανικό μέρος της κοινωνίας για την ψυχαγωγία, την εκπαίδευση, τη διατήρηση και μετάδοση της πίστης στους θεούς, τη μετάδοση και συνέχιση των προφορικών αρχικά παραδόσεων.
Στην «Οδύσσεια», τα επεισόδια με τους αοιδούς τόσο στο σπίτι του Οδυσσέα όσο και στο παλάτι του Αλκινόου, βασιλιά των Φαιάκων, μάς δείχνουν το σεβασμό που αποτινόταν στους αοιδούς και τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτιζαν στη ζωή των Αχαιών, κάτι που στο ομηρικό έπος τονίζεται από τον ρόλο που διαδραματίζουν αυτά τα επεισόδια και στην εξέλιξη της αφήγησης.
Για να θεωρείται ολοκληρωμένος, λοιπόν, ένας άνθρωπος έπρεπε να καλλιεργήσει τόσο το πνεύμα όσο και το σώμα και την καρδιά ή ψυχή. Για αυτόν τον λόγο, οι Μούσες, οι 9 προστάτιδες των τεχνών, έχαιραν μεγάλης αγάπης και σεβασμού. Κανένας ποιητής δεν ξεκινούσε ένα ποίημα χωρίς να επικαλεστεί τη Μούσα για να τον συνδράμει – ουσιαστικά, για να μιλήσει μέσω αυτού – ώστε να εκφραστεί το θείο πνεύμα και το ποίημα να αρθεί πάνω από το ανθρώπινο επίπεδο, βοηθώντας όσους έρχονταν σε επαφή με αυτό να ανυψωθούν επίσης.
Αυτό ήταν άλλωστε και το νόημα των τεχνών, όχι μόνο στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και σε πολλούς ακόμα πολιτισμούς, οι οποίοι διατηρούσαν την πίστη και τον σεβασμό στο θείο. Όσο καιρό βρίσκονταν αυτοί οι πολιτισμοί στην ακμή τους, οι τέχνες εστιάζονταν στη εξύμνηση του ενός ή των πολλών θεών, της θεϊκής δημιουργίας και στην ανάταση της ανθρώπινης ψυχής, ώστε να μπορέσει να «συναντήσει τον Θεό», έστω και για λίγο.
Σύμφωνα με τον Μπαχ, ο οποίος επίσης υποστήριζε την παραπάνω θέση, όταν ένα (μουσικό) έργο δεν είχε αυτά τα στοιχεία, ήταν απλώς «θόρυβος».
Η Μούσα της Μουσικής (ή της λυρικής ποίησης, σύμφωνα με τους μεταγενέστερους Κλασικούς χρόνους) ήταν η Ευτέρπη, της οποίας το όνομα προέρχεται από τη σύνθεση του «ευ» (καλό) και του «τέρπω» (δίνω ευχαρίστηση). Παρασταινόταν συνήθως να κρατά ένα αυλό ή πλαγίαυλο, τον οποίον κατά μερικούς εφηύρε, ενώ άλλοι αποδίδουν την ανακάλυψη του οργάνου στον Σάτυρο Μαρσύα (ο οποίος τόλμησε με αυτό να ανταγωνιστεί στη μουσική δεινότητα τον Απόλλωνα, με διαιτητή τον βασιλιά της Φρυγίας Μίδα. Το ατόπημα του τελευταίου να ανακηρύξει τον Σάτυρο νικητή, κόστισε στον Μίδα ένα ζευγάρι γαϊδουρινά αυτιά που του «χάρισε» ο θεός, αφού δεν κατάφερνε να ξεχωρίσει την ανωτερότητα της θεϊκής αρμονίας από τους ήχους ενός Σατύρου, όσο γλυκείς κι αν ήταν αυτοί).
Μητέρα των Μουσών ήταν η Μνημοσύνη, δηλαδή η Μνήμη, και πατέρας τους ο Δίας, κάτι που μας επιτρέπει να σκεφτούμε ενδιαφέροντα πράγματα για τη σχέση των τεχνών με την παράδοση, τη συνέχιση, τη διάδοση των θεϊκών μηνυμάτων και ιδεών, και γενικότερα για τη σχέση των τεχνών με το θείο και τις απαιτήσεις που το θείο έχει από τις τέχνες και τους υπηρέτες τους.
Η αντίληψη που επικρατούσε σε πολιτισμούς του δυτικού κόσμου ήταν κοινή πάνω σε αυτό το ζήτημα, ότι δηλαδή τις τέχνες τις χάρισαν οι θεοί στους ανθρώπους, κυρίως για να εξυμνούν τους θεούς και να καλλιεργούν την ψυχή τους. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Δάσκαλος του Φάλουν Γκονγκ Λι Χονγκτζί σήμερα, εξηγώντας γιατί οι τέχνες οφείλουν να είναι φορείς του καλού και του ωραίου και γιατί το να δίνουμε έμφαση στην έκφραση της προσωπικότητας του κάθε καλλιτέχνη είναι κατ’ ουσίαν λάθος:
«Η σύνθεση της μουσικής δεν ήταν κάτι που τους αφορούσε ιδιαίτερα τότε στην αρχαία Κίνα. Εκείνον τον καιρό, βασικά είχαν πάρει την μορφή του να παίζουν μαζί, και το πολύ-πολύ θα είχαν τα διαφορετικά όργανα να παίζουν τον κύριο ή σόλο ρόλους. Έτσι δεν έδιναν πολύ προσοχή στη μουσική σύνθεση. Η έννοια της μουσικής σύνθεσης που έχουμε σήμερα στην πραγματικότητα προέρχεται από τον πολιτισμό της Δυτικής μουσικής, και είναι βασικά κάτι που μεταδόθηκε στον άνθρωπο από τους θεούς. Είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα αυτού του κύκλου του ανθρώπινου πολιτισμού και φέρνει καλοσύνη στην ανθρωπότητα.» [1]
Οι αρχαιοελληνικές παραδόσεις είχαν πολλούς ήρωες μουσικούς, οι οποίοι χάρη στις ικανότητές τους πέτυχαν αδιανόητα κατορθώματα, καταδεικνύοντας τη μεγάλη δύναμη αυτής της τέχνης. Ο γνωστότερος είναι ίσως ο Ορφέας, ο οποίος χάρη στη μαγεία της μουσικής του, όχι μόνο εξημέρωνε τα άγρια θηρία, αλλά μαλάκωνε ακόμα και τις καρδιές των αθανάτων του σκοτεινού βασιλείου των νεκρών, πείθοντας τόσο τον Χάροντα όσο και την Περσεφόνη να τον βοηθήσουν να πάρει τη νεκρή γυναίκα του πίσω στον κόσμο των ζωντανών.
Ας μην ξεχάσουμε, όμως, να μνημονεύσουμε και τον Αρίωνα, ο οποίος, όταν του επιτέθηκαν οι ναύτες του καραβιού του για να τον σκοτώσουν και να του κλέψουν τα βραβεία και τα πλούτη που είχε κερδίσει χάρη στη μουσική, με τη βοήθεια του Απόλλωνα κάλεσε με τους γλυκούς ήχους της λύρας του τα δελφίνια, αγαπημένα ζώα του θεού, τα οποία τον μετέφεραν ασφαλή στη στεριά.
Μουσική και φως
Ο Απόλλων ήταν επικεφαλής των Μουσών: «Ένας από τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, θεός του φωτός, της μαντικής, της μουσικής, της αρμονίας και της τάξης στον κόσμο, κιθαρωδός και Μουσαγέτης».
Στο πρόσωπό του συνδέονται τα στοιχεία του φωτός, της μουσικής και της αρμονίας, αλλά και της τιμωρίας, καθώς ο Απόλλων ήταν και τοξοφόρος. Η ταλάντωση των χορδών του τόξου έρχεται να συμπληρώσει αυτή των χορδών της λύρας, ενώνοντας τις δύο αντίθετες δυνάμεις του καλού και του κακού, της ευχαρίστησης και του πόνου, που δημιουργούν το όλον των αντιθέσεων, όπως περιγράφει και ο Ηράκλειτος, κατ’ αντιστοιχία με την ιδέα του γιν-γιανγκ των ανατολικών θρησκειών και φιλοσοφιών: «Δεν καταλαβαίνουν πως το διαφορετικό συνομολογεί με τον εαυτό του· αρμονία αντιθέτων εντάσεων όπως στο τόξο και τη λύρα».
Η σύνδεση της μουσικής, του φωτός και της πίστης εκφράζεται ιδανικά στα βιτρώ που άρχισαν να τοποθετούνται στους Καθολικούς ναούς από τον 10ο αιώνα, όταν σταυροφόροι έφεραν στην Ευρώπη αραβικά και ελληνικά «υαλοστάσια», τέχνη κληρονομημένη από την αρχαία Αίγυπτο. Οι Ευρωπαίοι μάστορες πέτυχαν μια σημαντική καινοτομία, αντικαθιστώντας τον γύψο που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε για τη συνένωση των κομματιών του γυαλιού με μολύβι, υλικό πολύ ανθεκτικότερο και λεπτότερο. Με αυτή την τεχνική, μπόρεσαν να εξελίξουν την τέχνη και να κατασκευάσουν πολύ μεγαλύτερες και σύνθετες εικόνες, κοσμώντας τα παράθυρα και τους φεγγίτες των Γοτθικών ναών τους (χαρακτηριστικότερα παραδείγματα οι ναοί της Ρενς και της Σαρτρ), ενισχύοντας το δέος και την ομορφιά της εκκλησιαστικής εμπειρίας για το ποίμνιο, ουσιαστικό μέρος της οποίας ήταν φυσικά και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι.
Η μουσική ήταν ανέκαθεν και παραμένει συστατικό στοιχείο της θρησκευτικής λατρευτικής εμπειρίας τόσο στην ανατολική (ορθόδοξη) όσο και στις δυτικές χριστιανικές εκκλησίες. Η διαφοροποίηση με τις παλαιότερες θρησκείες που έφερε αρχικά ο χριστιανισμός ήταν η κατάργηση των μουσικών οργάνων: μόνο η φωνή έπρεπε να χρησιμοποιείται για να παραχθεί η μουσική που αινούσε τον Δημιουργό, εξαγνίζοντας τον χαρακτήρα της τέχνης από κάθε κοσμικό στοιχείο. Ενώ όμως στην Ορθοδοξία διατηρήθηκε αυτός ο περιορισμός, ο οποίος δημιουργεί μια ιδιαίτερα κατανυκτική, βαθιά όπως οι μπάσες φωνές του ιερέα και του ψάλτη, ατμόσφαιρα την ώρα της λειτουργίας, οι Καθολικοί επέτρεψαν με την πάροδο του χρόνου την προσθήκη του εκκλησιαστικού οργάνου, οδηγώντας τα αισθήματα των πιστών προς τα πάνω, για να συναντήσουν τον Θεό στον ουρανό, σε αντίθεση με τους Ορθόδοξους που Τον αναζητούν μέσα στα βάθη του είναι τους, σε μια πιο εσωτερική εμπειρία. Η διαφορά αυτή τονίζεται από την έλλειψη ενεργής συμμετοχής των δεύτερων στη δοξολογία, ενώ το καθολικό εκκλησίασμα συνήθως ψέλνει παράλληλα με τους ιερείς, κοινωνώντας και με αυτό τον τρόπο στην πίστη που μοιράζονται και ενισχύοντας τους δεσμούς μεταξύ τους και το αίσθημα της κοινής συμμετοχής τους σε κάτι, την πίστη εν προκειμένω.
Αθεΐα και μουσική
Η εξέλιξη των δυτικών κοινωνιών επέφερε σταδιακά την απομάκρυνση από το θείο, φτάνοντας μέχρι την ολοκληρωτική απόρριψη της ύπαρξης του Θεού.
Αυτή η στροφή δεν θα μπορούσε να μην αντανακλάται και στη μουσική, όπως άλλωστε και σε όλα τα είδη τέχνης.
Η πιο σημαντική εκδήλωσή της είναι η έμφαση που δίνεται πλέον στον ίδιο τον καλλιτέχνη ως δημιουργό και η άποψη ότι το έργο του είναι προϊόν της δικής του έμπνευσης και ικανότητας. Αυτή η πεποίθηση είναι διαμετρικά αντίθετη με την προηγούμενη ιδέα ότι τα καλλιτεχνικά έργα είναι θεόπνευστα.
Το αποτέλεσμα ήταν να έρθει ο καλλιτέχνης-εκτελεστής στο προσκήνιο. Το εγώ, ο εσωτερικός του κόσμος, τα συναισθήματά του, οι ιδέες του, η παράνοιά του κάποιες φορές και φυσικά τα ιδιαίτερα στοιχεία που τον διαφοροποιούσαν από τους συναδέλφους του. Εγκαταλείφθηκε η πρακτική της μίμησης των παλιών δασκάλων, που διατηρούσαν και μετέδιδαν τις αρχές που διέπουν κάθε τέχνη και καθείς άρχισε να προσπαθεί να εγκαινιάσει τον δικό του δρόμο.
Η αποσύνδεση των ανθρώπων από τον Θεό εκφράστηκε μουσικά με ποικίλους τρόπους. Κυρίως φαίνεται στην έλλειψη νέων αρμονικών και μελωδικών κομματιών είτε για φωνή είτε για όργανα. Η μουσική διαχωρίστηκε: ενώ παλιότερα οι κλασικοί συνθέτες ενέπνεαν και επηρέαζαν (στη Δυτική Ευρώπη) την παραγωγή της δημοτικής μουσικής, όταν περιέπεσαν στο τέλμα της ατονικότητας, η μουσική που γραφόταν για τη διασκέδαση του λαού έπρεπε να βρει αλλού πηγές έμπνευσης. Στερημένη, ωστόσο, πνευματικότητας και βαθύτερων μουσικών γνώσεων κατέληξε στις εύκολες λύσεις του συναισθηματισμού και των επιφανειακών πραγμάτων στην καλύτερη περίπτωση.
Μεγάλο μέρος της σημερινής μουσική που ακούγεται ευρέως μπορεί να μεταφέρει οργή και επαναστατικότητα, την πεποίθηση ότι κάτι πρέπει να καταστραφεί, δηλαδή, είτε αυτό είναι ο κόσμος είτε ο εαυτός μας – μπορεί να μεταφέρει ιδέες υλιστικές και εντελώς αντιπνευματικές, που αφορούν το «εγώ» και το «εδώ και τώρα» – μπορεί να μεταφέρει τη μονότονη επαναληπτικότητα των εργοστασίων που έχουν διαμορφώσει και αυτοματοποιήσει τον σύγχρονο κόσμο. Κι ενώ αυτή ήταν κάποτε η μουσική των νέων, που ήθελαν να διαχωριστούν από τις παλιότερες γενιές, τώρα που εκείνοι οι νέοι μεγάλωσαν, η μουσική «τους» αφορά το σύνολο σχεδόν των κοινωνιών μας.
Περιθωριακά στις κοινωνίες μας είναι πια οι έννοιες του υψηλού, του καλού και του Θεού. Μιλώντας για αυτά, γίνεται κανείς γραφικός και αστείος. Ίσως ακόμα να προκαλεί και την περιφρόνηση όσων πιστεύουν κυρίως στην ανθρώπινη αξία. Όταν, όμως, αποκαλούμε τον Μεσαίωνα π.χ. «σκοτεινά χρόνια» και μιλάμε με αγανάκτηση για το «Πίστευε και μη ερεύνα», συνδέοντας την αμφισβήτηση και την αδιάκοπη πνευματική ανησυχία με το φως, ξεχνάμε ότι τα χρόνια εκείνα η πίστη ήταν δυνατή, παρά την κακία και τη διαφθορά που υπήρχαν τότε και θα υπάρχουν σε κάθε εποχή.
Το φως, ωστόσο, βρίσκεται εκεί που είναι ο Θεός, κάθε Θεός, ο οποίος είναι καλοσύνη. Ό,τι κι αν γνωρίσουμε με την ατελή μας επιστήμη είναι πολύ λιγότερο και πολύ σκοτεινότερο από Αυτόν. Το ίδιο και η μουσική μας: ό,τι κι αν γράψουμε χωρίς τη συνδρομή της Μούσας, θα στερείται θεϊκής πνοής και ανώτερου νοήματος και δεν θα μπορέσει να μας βοηθήσει στην προσπάθειά μας να γίνουμε καλύτεροι. Εφόσον, βέβαια, θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Από τη διάλεξη που έδωσε ο κ. Λι Χονγκτζί για το γράψιμο μουσικής στις 21 Ιουλίου 2003, στην Ουάσιγκτον.
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο αποτελούν απόψεις του συγγραφέα και δεν αντανακλούν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.