Το θέμα του αρχαιότερου ναυπηγείου της Ευρώπης συνδέεται άρρηκτα με την εξέλιξη της ναυτικής τεχνολογίας και την ανάγκη δημιουργίας υποδομών για τη στήριξη της ελληνικής αποικιοκρατίας στη Μεσόγειο. Η ανάπτυξη αυτών των εγκαταστάσεων αντικατοπτρίζει τη σταδιακή μετάβαση από απλές παράκτιες δραστηριότητες σε οργανωμένες ναυτικές επιχειρήσεις που διαμόρφωσαν τον πολιτισμό και το εμπόριο στον αρχαίο κόσμο.
Στο νησί Dana (Πιτυούσσα) της νότιας Τουρκίας, στην επαρχία της Μερσίνης, 85 χλμ βόρεια της Κύπρου, ανακαλύφθηκαν τα μεγαλύτερα και παλαιότερα ναυπηγεία της Εποχής του Χαλκού, χρονολογούμενα στον 12ο-8ο αιώνα π.Χ. Αυτά τα ναυπηγεία περιελάμβαναν 294 ράμπες και μπορούσαν να κατασκευάζουν ταυτόχρονα έως και 300 πλοία. Η κλίμακα αυτών των εγκαταστάσεων υποδηλώνει μια εξαιρετικά οργανωμένη ναυτική βιομηχανία που θα μπορούσε να παράγει 500-600 πολεμικά πλοία ετησίως.
Τα αρχαία πλοία κατασκευάζονταν κυρίως από έλατο, πεύκο και κυπαρίσσι, καθώς αυτά τα υλικά ήταν ελαφρύτερα και δεν διαβρώνονταν εύκολα. Η τρόπιδα των εμπορικών πλοίων κατασκευαζόταν από έλατο, με ψευδότροπη από δρυ για την αντοχή κατά την έλξη στη στεριά. Πολλά πλοία περιελάμβαναν επίσης ένα στρώμα μολύβδου στην υποθαλάσσια επιφάνεια για προστασία από τη θαλάσσια ζωή.

Η ανεπτυγμένη ναυπηγική τέχνη συνοδευόταν από εξελιγμένα όργανα πλοήγησης. Ο γνώμων, πρόδρομος του ηλιακού ρολογιού, χρησιμοποιήθηκε από τον Αναξίμανδρο το 550 π.Χ. Ο τετράντας του Ιππάρχου βοηθούσε στον εντοπισμό του γεωγραφικού πλάτους. Το ανεμοσκόπιο του Τιμοσθένη χρησίμευε για τον προσανατολισμό των πλεύσεων. Ο αστρολάβος, ανακάλυψη του Ευδόξου του Κνιδίου (360 π.Χ.), εξελίχθηκε από απλό όργανο μέτρησης χρόνου σε πολύπλοκο αστρονομικό εργαλείο.
Η ανάγκη υποδομών την εποχή των ελληνικών αποικιών
Η ίδρυση ελληνικών αποικιών στη Μεσόγειο από τον 8ο αιώνα π.Χ. δημιούργησε επιτακτική ανάγκη για ανάπτυξη ναυτικών υποδομών. Κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας και μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., ο ελληνικός εμπορικός στόλος διέπλεε όλη τη Μεσόγειο, από τη Συρία και την Κύπρο μέχρι τον Εύξεινο Πόντο μέσω του Βοσπόρου, και από τη Λιβύη μέχρι την Ισπανία μέσω της Ιταλίας. Μέχρι το 500 π.Χ., οι ιστορικοί εκτιμούν ότι υπήρχαν περίπου πεντακόσιες ελληνικές αποικίες σε όλο τον αρχαίο κόσμο με εξήντα χιλιάδες Έλληνες να κατοικούν σε αυτές, αντιστοιχώντας στο 40% όλων των Ελλήνων στον ελληνιστικό κόσμο.

Η πρώτη αποικία στην Ιβηρική χερσόνησο ήταν το Εμπόριον, που ιδρύθηκε το 575 π.Χ. ως μια μικρή παράκτια πόλη της Καταλονίας. Το Εμπόριον, που σημαίνει ‘εμπόριο’ στα ελληνικά, εξελίχθηκε σε μια μεγάλη και ευημερούσα πόλη με οργανωμένες ναυτικές εγκαταστάσεις.
Οι Οινιάδες, αρχαία Ακαρνανική πόλη του 5ου π.Χ. αιώνα, φιλοξενούσαν ένα από τα σημαντικότερα ναυπηγεία της αρχαιότητας. Τα νεώρια των Οινιάδων αποτελούν από τα επιβλητικότερα μνημεία της αρχαιότητας λόγω της εξαιρετικής διατήρησής τους. Η πόλη διέθετε πλήρη ναυτική υποδομή που περιλάμβανε το τείχος, την ακρόπολη, το θέατρο, τα νεώρια και το λιμάνι.
Ο Πειραιάς αποτελούσε για σχεδόν πέντε αιώνες την κυρίως βάση του ελληνικού ναυτικού. Το 493 π.Χ., ο Θεμιστοκλής ώθησε την Αθήνα να κατασκευάσει ναυτικό στόλο 200 τριήρεων ως προστασία κατά των Περσών. Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα ερείπια της αρχαίας αθηναϊκής ναυτικής βάσης στα λιμάνια Μουνιχία και Ζέα του Πειραιά.
Η Δήλος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολυπλοκότητας των ναυτικών υποδομών. Το νησί εξελίχθηκε από μικρό οικισμό γύρω από το ιερό σε ένα από τα κύρια κέντρα λιανικού εμπορίου και ναυτιλίας. Η Δήλος διέθετε πολλαπλά λιμάνια – το Κύριο Λιμάνι, το Εμπορικό Λιμάνι, κ.ά. – που εξυπηρετούσαν διαφορετικές ανάγκες.
Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι τα λιμάνια της Δήλου μπορούσαν να φιλοξενήσουν ταυτόχρονα εκατοντάδες πλοία διαφορετικών μεγεθών. Το Κύριο Λιμάνι μπορούσε να εξυπηρετήσει 10 πλοία μεγάλης, 20 μεσαίας και 40 μικρής χωρητικότητας. Το Εμπορικό Λιμάνι είχε χώρο για 20 μεσαίου, 40 μικρού και τουλάχιστον 100 πολύ μικρού μεγέθους πλοία.

Η έλλειψη πραγματικών προβλητών στα περισσότερα αρχαία λιμάνια οδηγούσε στη χρήση εναλλακτικών μεθόδων. Τα πλοία συχνά αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά και χρησιμοποιούσαν μικρότερα σκάφη για τη φόρτωση και εκφόρτωση εμπορευμάτων. Παρά τους κινδύνους, αυτή η πρακτική επέτρεπε σε μεγάλο αριθμό πλοίων να επισκέπτονται το νησί χωρίς να εισέρχονται σε κλειστές λεκάνες όπου η κίνηση θα ήταν δύσκολη.
Η δημιουργία ναυτικών υποδομών ήταν επιβεβλημένη από τις ανάγκες της ελληνικής αποικιοκρατίας. Οι αποικίες εξασφάλιζαν στην μητρόπολη μονοπώλιο στα προϊόντα της περιοχής – οι αποικίες Φάσις και Πιτυούς στον Εύξεινο Πόντο εξασφάλιζαν την πίσσα και την ξυλεία του Καυκάσου, ενώ οι παλαιές κριμαϊκές αποικίες το σιτάρι από τη Ρωσία.
Οι σημαντικότερες πόλεις για τους επιτυχημένους εμπορικούς στόλους της Δωρικής περιόδου ήταν η Κόρινθος, τα Μέγαρα, η Χίος, η Σάμος, η Φώκαια, η Μίλητος, οι Συρακούσες, και φυσικά η Αθήνα. Κάθε μία από αυτές τις πόλεις-κράτη ανέπτυξε εξειδικευμένες ναυτικές υποδομές ανάλογα με τις ανάγκες της.
Η ανάπτυξη αυτών των ναυτικών υποδομών αντικατοπτρίζει τη βαθιά κατανόηση των αρχαίων Ελλήνων ότι η θαλάσσια κυριαρχία απαιτούσε όχι μόνο προηγμένη ναυπηγική τεχνολογία αλλά και ολοκληρωμένο δίκτυο βάσεων, λιμανιών και εργαστηρίων που θα στήριζαν τις ναυτικές τους επιχειρήσεις σε όλη τη Μεσόγειο.