Το Ιράν έδειξε ότι είναι ανοιχτό σε διάλογο με την Ουάσιγκτον, εφόσον οι συνομιλίες περιοριστούν σε ζητήματα που αφορούν το πυρηνικό του πρόγραμμα. Σύμφωνα με ανάρτηση της ιρανικής αποστολής στον ΟΗΕ, στις 9 Μαρτίου, στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X, η Τεχεράνη θα μπορούσε να εξετάσει τέτοιες συζητήσεις εάν ο στόχος είναι να διασκεδαστούν οι ανησυχίες σχετικά με την πιθανή στρατιωτικοποίηση του πυρηνικού της προγράμματος.
Η ανακοίνωση αυτή ήρθε δύο ημέρες μετά τη δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ότι επεδίωξε να προσεγγίσει την ιρανική ηγεσία για να διαπραγματευτεί μια νέα πυρηνική συμφωνία που θα αντικαταστήσει εκείνη από την οποία απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την πρώτη του θητεία.
Ο Τραμπ επανέλαβε πρόσφατα ότι το Ιράν δεν μπορεί να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αναφέροντας ότι δεν αποκλείει τη χρήση στρατιωτικής δράσης προκειμένου να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ωστόσο, στις 8 Μαρτίου, μία ημέρα μετά τη δήλωση του Τραμπ για επαφές με την Τεχεράνη, ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, απέρριψε το ενδεχόμενο συνομιλιών με ξένες κυβερνήσεις και ηγέτες που, όπως είπε, επιδιώκουν να επιβάλουν νέους περιορισμούς στο Ιράν.
Τον Φεβρουάριο, ο Τραμπ υπέγραψε νέο μνημόνιο εθνικής ασφάλειας, διατάσσοντας την επαναφορά της πολιτικής «μέγιστης πίεσης» απέναντι στο Ιράν, την οποία είχε εφαρμόσει και στην πρώτη του θητεία. Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, ο στόχος της ανανεωμένης εκστρατείας οικονομικών κυρώσεων είναι η αποτροπή απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν και η αντιμετώπιση της προσπάθειας της Τεχεράνης να αναπτύξει πυραύλους και άλλες ασύμμετρες και συμβατικές στρατιωτικές δυνατότητες. Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος υποστήριξε ότι μέσω αυτής της πίεσης επιδιώκει την αποδυνάμωση του δικτύου των ιρανικών πληρεξουσίων στη Μέση Ανατολή.
Ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί, σε ανάρτησή του στις 9 Μαρτίου, ανέφερε ότι οι διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να διεξάγονται υπό πίεση ή απειλές, καθώς, όπως τόνισε, η διαπραγμάτευση είναι διαφορετική από την επιβολή και τις διαταγές. Ο ίδιος σημείωσε ότι το Ιράν διαβουλεύεται με τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ρωσία και την Κίνα — χώρες που παραμένουν συμβαλλόμενα μέρη της πυρηνικής συμφωνίας του 2015 — σχετικά με την εύρεση τρόπων για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και της διαφάνειας στο πυρηνικό του πρόγραμμα, με αντάλλαγμα την άρση των «παράνομων κυρώσεων».
Αν και η ιρανική αποστολή στον ΟΗΕ διαβεβαίωσε ότι η Τεχεράνη είναι διατεθειμένη να ακούσει τις διεθνείς ανησυχίες περί απόκτησης πυρηνικών όπλων, ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το πυρηνικό της πρόγραμμα και πως τέτοιου είδους συνομιλίες «δεν θα γίνουν ποτέ». Σύμφωνα με τον Αραγτσί, το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας ήταν και θα παραμείνει αποκλειστικά ειρηνικό και συνεπώς δεν τίθεται θέμα «πιθανής στρατιωτικοποίησής» του.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας (IAEA) έχει εκφράσει ανησυχία για τη συνεχιζόμενη παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου υψηλής καθαρότητας από το Ιράν. Σε έκθεση που δημοσιεύθηκε στις 26 Φεβρουαρίου, ο οργανισμός εκτίμησε ότι η Τεχεράνη έχει συσσωρεύσει περίπου 274 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου κατά 60%.
Για να παραχθεί υλικό κατάλληλο για πυρηνικά όπλα, το ουράνιο πρέπει να εμπλουτιστεί σε επίπεδο 90%.
Στην ίδια έκθεση, ο ΟΗΕ τόνισε ότι το Ιράν είναι το μοναδικό κράτος χωρίς πυρηνικά όπλα που παράγει τέτοιου είδους υλικό, χαρακτηρίζοντας την κατάσταση «ιδιαίτερα ανησυχητική».
Ο χρόνος για την Τεχεράνη μπορεί να είναι περιορισμένος όσον αφορά την προοπτική συνομιλιών. Σε συνέντευξή του στο Fox Business, στις 7 Μαρτίου, ο Τραμπ δήλωσε ότι μπορούν να κάνουν μια συμφωνία που θα ήταν εξίσου καλή σαν να είχαν νικήσει στρατιωτικά, τόνισε ωστόσο ότι «ο χρόνος λιγοστεύει».