Η γερμανική κυβέρνηση έχει χαρακτηρίσει ένα εξαιρετικά δημοφιλές πολιτικό κόμμα, την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ως «ακροδεξιό εξτρεμιστικό» και φαίνεται να βρίσκεται ένα βήμα πριν την απαγόρευσή του. Επισήμως, αυτή η κίνηση αιτιολογείται με βάση την ιστορική μνήμη της χώρας – προφανής αναφορά στο ναζιστικό παρελθόν της.
Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στην ευρύτητα και ασάφεια του όρου «δεξιά». Τι συμβαίνει όταν η ταμπέλα αυτή χρησιμοποιείται τόσο αδιάκριτα, ώστε οποιοσδήποτε τη φέρει να αποκλείεται αυτομάτως από τη δημόσια ζωή; Σε ένα τέτοιο σενάριο, η λέξη «δεξιά» καταλήγει να λειτουργεί όπως ο όρος «κομμουνιστής» σε παλαιότερες δεκαετίες: ως ιδεολογικό στίγμα που νομιμοποιεί τον περιορισμό της ελευθερίας λόγου, τη λογοκρισία και τον αποκλεισμό από τις εκλογικές διαδικασίες. Ένα τέτοιο φαινόμενο παρατηρείται όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε χώρες όπως η Ρουμανία και η Βραζιλία. Κοινό χαρακτηριστικό: πολιτικά κόμματα που αμφισβητούν τη μαζική μετανάστευση ή το κατεστημένο θεωρούνται απειλή για τη δημοκρατία – και καταστέλλονται με το πρόσχημα του «δεξιού εξτρεμισμού».
Αυτή η συλλογιστική αγγίζει το επικίνδυνο παράδοξο του να «καταστρέφεις κάτι για να το σώσεις», μετατρέποντας την έννοια της διακυβέρνησης από ουσία σε άδειο σύνθημα.
Η ουσία της διαμάχης εντοπίζεται στον ίδιο τον ορισμό των όρων «δεξιά» και «αριστερά» στον σύγχρονο κόσμο. Οι περισσότεροι έχουν μια ασαφή αίσθηση του τι σημαίνουν, αλλά οι κατηγορίες είναι τόσο ευμετάβλητες που κάθε προσπάθεια ακριβούς οριοθέτησης καθίσταται δύσκολη. Προσωπικά, έχω πάψει να τους λαμβάνω σοβαρά υπόψιν και εστιάζω απλώς στα επιχειρήματα επί των ζητημάτων. Η κατάταξη ανθρώπων και ιδεών σε προκαθορισμένα «στρατόπεδα» αποτρέπει κάθε ουσιαστική συζήτηση.
Οι όροι «δεξιά» και «αριστερά» δεν υπήρχαν στην πολιτική γλώσσα της Αμερικής κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Τότε, οι συγκρούσεις περιγράφονταν με σαφείς όρους: βιομηχανία εναντίον αγροτικής οικονομίας, ειρήνη έναντι επεκτατισμού, Βορράς εναντίον Νότου, Προτεστάντες εναντίον Καθολικών. Οι διαφοροποιήσεις αυτές επικεντρώνονταν κυρίως σε οικονομικά και πολιτισμικά ζητήματα. Η ορολογία της δεξιάς και αριστεράς υιοθετήθηκε στον αμερικανικό διάλογο μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, κυρίως μετά τη διακυβέρνηση του Γούντροου Γουίλσον και την άνοδο του Προοδευτισμού – μιας ιδεολογίας που αντικατέστησε την πίστη στο Σύνταγμα με τη λατρεία της επιστημονικής διακυβέρνησης.
Το 1913 σηματοδότησε τρεις καίριες αλλαγές: ιδρύθηκε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Federal Reserve), επικυρώθηκε η φορολόγηση του εισοδήματος, και άλλαξε η συγκρότηση του Κογκρέσου με την καθιέρωση της άμεσης εκλογής των γερουσιαστών. Λίγο αργότερα, οι ΗΠΑ μπήκαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, νομιμοποιώντας τη στρατολόγηση και καταρρίπτοντας την πεποίθηση ότι ο κόσμος είχε εισέλθει σε εποχή ειρήνης και ευημερίας.
Ήταν τότε που οι σημερινοί ορισμοί της «δεξιάς» και της «αριστεράς» πήραν σχήμα. Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση γέννησε την πίστη στην αναπόφευκτη επικράτηση του σοσιαλισμού – άποψη που συμμερίζονταν πολλοί Αμερικανοί προοδευτικοί. Αυτή η στάση ταυτίστηκε με την αριστερά, ενώ η αντίδραση σε αυτήν εντάχθηκε στη δεξιά.
Η συνήθης αφήγηση εντοπίζει την καταγωγή των όρων στη Γαλλική Επανάσταση: οι βασιλόφρονες κάθονταν δεξιά στο κοινοβούλιο, οι υποστηρικτές της δημοκρατίας αριστερά. Όμως αυτή η ιστορική αναφορά δεν έχει ουσιαστική σχέση με την αμερικανική πολιτική. Οι δικές μας ιδεολογικές ρίζες προέρχονται περισσότερο από τη γερμανική φιλοσοφική παράδοση του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα από τον Χέγκελ. Ο Χέγκελ πρότεινε μια θεωρία ιστορίας, κατά την οποία δυνάμεις έξω από τον έλεγχο των ανθρώπων οδηγούν την κοινωνία προς έναν ιστορικό προορισμό.
Περίπου μισό αιώνα μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, οι ιδέες του Χέγκελ κυριάρχησαν στη Γερμανία, με την εξουσία του Ότο φον Μπίσμαρκ να τις ενσαρκώνει. Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίστηκε ο Καρλ Μαρξ, που παρουσίασε τον εαυτό του ως «επιστημονικό σοσιαλιστή», προσδίδοντας στις θεωρίες του Χέγκελ οικονομικό περιεχόμενο και προβάλλοντάς τες ως ιστορικά αναπόφευκτες.
Έτσι προέκυψαν δύο εκδοχές του Χεγκελιανισμού: η αριστερή, που προώθησε την κρατική ιδιοκτησία, τα εργασιακά δικαιώματα, τη φορολογία, τη δημόσια εκπαίδευση, τον κεντρικό σχεδιασμό και τον τεχνοκρατισμό· και η δεξιά, που πρέσβευε τον αυταρχισμό, τη συγχώνευση κράτους-εκκλησίας, την έμφαση στη φυλή και την οικογένεια, και τον ιμπεριαλισμό. Αν και το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας (ναζιστικό) ανήκε θεωρητικά στη δεξιά, το όνομα και η ρητορική του περιλάμβαναν σοσιαλιστικά στοιχεία.
Μπορεί να πει κανείς, περιληπτικά, πως η αριστερή εκδοχή κατέληξε στον μαρξισμό και η δεξιά στον ναζισμό. Όμως αυτή η διάκριση είναι υπεραπλουστευτική. Παρ’ όλα αυτά, το σχήμα αυτό διαμόρφωσε τη χρήση των όρων δεξιά/αριστερά στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτό συνέβη διότι πολλοί Αμερικανοί ακαδημαϊκοί του 19ου αιώνα σπούδασαν στη Γερμανία και μετέφεραν τις αντίστοιχες ιδέες. Το γαλλικό πλαίσιο ήταν άσχετο με την αμερικανική πραγματικότητα – η γερμανική επιρροή ήταν καθοριστική.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη σύγχρονη Αμερική; Ενδεχομένως όχι πολλά. Η κυβέρνηση Τραμπ θεωρείται «δεξιά», αλλά έχει προσελκύσει πολλούς πρώην Δημοκρατικούς. Οι πολιτικές της αντλούν από όλες τις ιδεολογικές κατευθύνσεις: η εργατική ρητορική του MAGA, η οικολογική/πολιτιστική διάσταση του MAHA και η φιλελεύθερη προσέγγιση του DOGE δείχνουν ότι οι ιδεολογικές γραμμές δεν είναι πια ξεκάθαρες.
Προσωπικά, αναζητώ ανθρώπους με ανεξαρτησία σκέψης – είτε προέρχονται από την «μη-ξύπνια» αριστερά είτε από τον κόσμο του Τραμπ. Δεν με απασχολεί ο αυτοπροσδιορισμός τους, αλλά η ποιότητα του διαλόγου. Οι όροι «δεξιά» και «αριστερά» έχουν εν πολλοίς χάσει τη σημασία τους και η εμμονή σε αυτούς αποτελεί σήμερα απειλή για την ελευθερία: μια πρόφαση για λογοκρισία και περιθωριοποίηση – φαινόμενα που ήδη βλέπουμε στη Γερμανία, τη Ρουμανία, τη Βραζιλία και αλλού.
Η Αμερική είχε την τύχη να μην παγιδευτεί για μεγάλο διάστημα σε αυτά τα ιδεολογικά στερεότυπα. Ίσως ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε σε αυτή την ελευθερία σκέψης.
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν συμφωνούν απαραίτητα με την άποψη της Epoch Times.