Το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας έχει ξεκινήσει την επανεξέταση της τριμερούς εταιρικής σχέσης ασφαλείας με τη Βρετανία και την Αυστραλία, γνωστής ως AUKUS, όπως ανέφερε αξιωματούχος του Πενταγώνου στην εφημερίδα The Epoch Times.
Σύμφωνα με τον ίδιο αξιωματούχο, η αναθεώρηση της συμφωνίας, η οποία συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της θητείας του προέδρου Τζο Μπάιντεν, αποσκοπεί στην αξιολόγηση της συμβατότητάς της με τη σημερινή ατζέντα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Όπως δήλωσε, το ζητούμενο είναι «η διασφάλιση της υψηλότερης δυνατής επιχειρησιακής ετοιμότητας των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, η πλήρης συμμετοχή των συμμάχων στη συλλογική άμυνα και η ανταπόκριση της αμυντικής βιομηχανίας στις ανάγκες της χώρας». Η ίδια πηγή ανέφερε ότι στόχος της επανεξέτασης είναι να επιβεβαιωθεί ότι η πρωτοβουλία πληροί αυτά τα «κριτήρια κοινής λογικής που βασίζονται στην αρχή ‘Πρώτα η Αμερική’».
Η AUKUS συγκροτήθηκε το 2021, με αρχική έμφαση στη μεταφορά τεχνογνωσίας για πυρηνοκίνητα υποβρύχια στην Αυστραλία, τεχνολογία που διαθέτουν τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η ενίσχυση της Αυστραλίας με πυρηνοκίνητα υποβρύχια θεωρείται ότι θα μπορούσε να ενδυναμώσει τη ναυτική της ισχύ και να λειτουργήσει ως αποτρεπτικός παράγοντας έναντι επιθετικών ενεργειών στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, κυρίως εκ μέρους της Κίνας.
Ωστόσο, σύμφωνα με ανησυχίες Αμερικανών αξιωματούχων, παραμένει αβέβαιο το κατά πόσον το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ διαθέτει επαρκή αριθμό πολεμικών πλοίων. Όπως επισημαίνεται σε έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, στόχος είναι η αύξηση του στόλου από 295 πλοία σε 390 έως το 2054. Πλην όμως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο αριθμός των σκαφών προβλέπεται να μειωθεί στα επόμενα πέντε έτη προτού αρχίσει να αυξάνεται.
Ο υφυπουργός Άμυνας για θέματα πολιτικής, Έλμπριτζ Κόλμπυ, έχει εκφράσει σκεπτικισμό για τη συμφωνία AUKUS, ιδίως όσον αφορά το σκέλος που αφορά την ενίσχυση της Αυστραλίας με πυρηνοκίνητα υποβρύχια.
Ο Κόλμπυ δήλωσε τον Αύγουστο ότι δεν απορρίπτει εκ των προτέρων την AUKUS, εφόσον η συμφωνία μπορεί να συμβάλει στην παράδοση περισσότερων υποβρυχίων εντός χρονοδιαγράμματος που να επιτρέπει την αποτροπή σύγκρουσης με την Κίνα. Όπως επεσήμανε, όμως, αυτό αποτελεί «πραγματολογικό και χειροπιαστό ερώτημα – όχι φιλοσοφικό».
Αμφιβολίες για την υλοποίηση της συμφωνίας έχουν εκφραστεί και στην Αυστραλία. Τον Μάρτιο, ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας, Μάλκολμ Τέρνμπουλ, υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να προμηθευτεί η Αυστραλία τα υποβρύχια που της είχαν υποσχεθεί, δεδομένης της κατάστασης της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας. Όπως ανέφερε, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αλλάξουν δραστικά τον ρυθμό παραγωγής τους – και δεν υπάρχει ένδειξη ότι αυτό είναι εφικτό – «δεν πρόκειται να παραλάβουμε ποτέ τα υποβρύχια που μας υποσχέθηκαν».
Τον Απρίλιο, ο πρόεδρος Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικά διατάγματα με σκοπό την ενίσχυση της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας.
Κατά τη διάρκεια ακρόασης στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στις 10 Ιουνίου, ο υπουργός Άμυνας Πητ Χέγκσεθ ανέφερε ότι το Πεντάγωνο διεξάγει «ειλικρινείς συζητήσεις» με τους ομολόγους του από την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο ίδιος τόνισε ότι παραμένει αφοσιωμένος σε μια συνεργασία που να ωφελεί και τις τρεις χώρες. «Δεν θέλουμε να στηριζόμαστε μόνο στον σχεδιασμό της προηγούμενης κυβέρνησης», ανέφερε, προσθέτοντας ότι αναζητούνται «νέα προγράμματα που να εξυπηρετούν και τους τρεις εταίρους, δημιουργώντας διαδικασίες και δυνατότητες προμήθειας συστημάτων απαραίτητων για τις μελλοντικές συγκρούσεις».