Ένας ισχυρός οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών παρουσίασε ένα σχέδιο για τη ρύθμιση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της διαδικτυακής επικοινωνίας, πατάσσοντας παράλληλα αυτό που περιγράφει ως «ψευδείς πληροφορίες» και «θεωρίες συνωμοσίας», κρούωντας τον κώδωνα του κινδύνου στους υποστηρικτές της ελευθερίας του λόγου και στους κορυφαίους νομοθέτες των ΗΠΑ.
Ο Εκπαιδευτικός, Επιστημονικός και Πολιτιστικός Οργανισμός του ΟΗΕ (UNESCO) περιέγραψε μια σειρά από «συγκεκριμένα μέτρα τα οποία πρέπει να εφαρμοστούν από όλους τους ενδιαφερόμενους: κυβερνήσεις, ρυθμιστικές αρχές, κοινωνία των πολιτών και τις ίδιες τις πλατφόρμες» σε μια έκθεση 59 σελίδων που κυκλοφόρησε αυτόν τον μήνα.
Η προσέγγιση περιλαμβάνει την επιβολή διεθνών πολιτικών, μέσω θεσμών όπως οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις, που επιδιώκουν να σταματήσουν την εξάπλωση διαφόρων μορφών λόγου, προωθώντας παράλληλα στόχους όπως η «πολιτιστική ποικιλομορφία» και η «ισότητα των φύλων».
Ειδικότερα, ο οργανισμός του ΟΗΕ στοχεύει στη δημιουργία ενός «Διαδικτύου της Αξιοπιστίας» μέσω της εστίασης σε αυτό που αποκαλεί «παραπληροφόρηση», « εξαπάτηση», «ρητορική μίσους» και «θεωρίες συνωμοσίας».
Παραδείγματα έκφρασης που επισημαίνονται προκειμένου να σταματήσουν ή να περιοριστούν περιλαμβάνουν ανησυχίες σχετικά με τις εκλογές, μέτρα δημόσιας υγείας και συνηγορίες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν «υποκίνηση σε διακρίσεις».
Οι επικριτές προειδοποιούν ότι οι ισχυρισμοί περί «παραπληροφόρησης» και «θεωριών συνωμοσίας» χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο από ισχυρές δυνάμεις της κυβέρνησης και της Μεγάλης Τεχνολογίας για να φιμώσουν την αληθινή πληροφόρηση, ακόμη και τον βασικό πολιτικό λόγο.
Μόλις αυτό το μήνα, η Επιτροπή Δικαστικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ δημοσίευσε μια έκθεση που κατακεραυνώνει την «ψευδοεπιστήμη της παραπληροφόρησης».
Μεταξύ άλλων ανησυχιών, η επιτροπή διαπίστωσε ότι αυτή η «ψευδοεπιστήμη» έχει «εργαλειοποιηθεί» από αυτό που οι νομοθέτες αποκαλούν «βιομηχανικό σύμπλεγμα λογοκρισίας», στόχος του οποίου είναι να φιμώσει τον συνταγματικά προστατευόμενο πολιτικό λόγο, κυρίως των συντηρητικών.
«Η ψευδοεπιστήμη της παραπληροφόρησης δεν είναι πλέον -και ήταν πάντα- τίποτα περισσότερο από ένα πολιτικό τέχνασμα που στοχεύει συχνότερα σε κοινότητες και άτομα που έχουν απόψεις αντίθετες με το κυρίαρχο αφήγημα», αναφέρει η έκθεση του Κογκρέσου, με τίτλο «Η εργαλειοποίηση των ψευδοεμπειρογνωμόνων και των γραφειοκρατών της “παραπληροφόρησης”».
Πράγματι, πολλές από τις πολιτικές που ζητά η UNESCO έχουν ήδη εφαρμοστεί από ψηφιακές πλατφόρμες με έδρα τις ΗΠΑ, συχνά κατ’ εντολή της κυβέρνησης Μπάιντεν, ξεκαθαρίζει η τελευταία έκθεση του Κογκρέσου.
Στο Καπιτώλιο, οι νομοθέτες εξέφρασαν ωστόσο την ανησυχία τους για το σχέδιο της UNESCO.
«Έχω επανειλημμένα και δημόσια επικρίνει την άστοχη απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να ενταχθεί εκ νέου στην UNESCO, βάζοντας τους φορολογούμενους των ΗΠΑ στο γάντζο για εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια», δήλωσε ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικλ ΜακΚόουλ (R-Texas) στους Epoch Times σχετικά με το σχέδιο για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αποκαλώντας την UNESCO «βαθιά προβληματική οντότητα», ο κ. ΜακΚόουλ δήλωσε ότι ανησυχεί ιδιαίτερα για το γεγονός ότι ο οργανισμός “προωθεί τα συμφέροντα αυταρχικών καθεστώτων -συμπεριλαμβανομένου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας”.
Πράγματι, η UNESCO, όπως και πολλοί άλλοι οργανισμοί του ΟΗΕ, περιλαμβάνει πολλά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) στις ηγετικές της τάξεις, όπως ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής Σινγκ Τσου.
Το ΚΚΚ έχει επανειλημμένα καταστήσει σαφές ότι ακόμη και όταν εργάζονται σε διεθνείς οργανισμούς, τα μέλη του ΚΚΚ αναμένεται να ακολουθούν τις εντολές του κόμματος.
Οι νομοθέτες της υποεπιτροπής πιστώσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων που ασχολείται με τους διεθνείς οργανισμούς εργάζονται επί του παρόντος για να σταματήσουν ή να μειώσουν τη χρηματοδότηση διαφόρων οργανισμών του ΟΗΕ, οι οποίοι, σύμφωνα με τους νομοθέτες, χρησιμοποιούν αθέμιτα τα κονδύλια των Αμερικανών φορολογουμένων.
Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ήδη αποχωρήσει δύο φορές από την UNESCO -υπό τις κυβερνήσεις Ρίγκαν και Τραμπ- λόγω ανησυχιών που σημειώθηκαν από τις κυβερνήσεις ως εξτρεμισμός, εχθρότητα προς τις αμερικανικές αξίες και άλλα προβλήματα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν επανεντάχθηκε στον οργανισμό νωρίτερα φέτος, παρά τις αντιρρήσεις των νομοθέτων.
Το σχέδιο της UNESCO
Ενώ πλασάρεται ως σχέδιο για την προάσπιση της ελεύθερης έκφρασης, το νέο ρυθμιστικό καθεστώς της UNESCO απαιτεί διεθνή λογοκρισία από «ανεξάρτητες» ρυθμιστικές αρχές που είναι «θωρακισμένες από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα».
«Τα εθνικά, περιφερειακά και παγκόσμια συστήματα διακυβέρνησης θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεργάζονται και να μοιράζονται πρακτικές … για την αντιμετώπιση του περιεχομένου που θα μπορούσε να περιοριστεί επιτρεπτά βάσει του διεθνούς δικαίου και των προτύπων για τα ανθρώπινα δικαιώματα», αναφέρει η έκθεση.
Σε αντίθεση με την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ, η οποία απαγορεύει κάθε κυβερνητική παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου ή του Τύπου, η UNESCO παραπέμπει σε διάφορα διεθνή μέσα «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», τα οποία, όπως λέει, θα πρέπει να καθορίζουν ποια ομιλία πρέπει να περιορίζεται.
Οι συμφωνίες αυτές περιλαμβάνουν το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR), το οποίο αναφέρει ότι ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και πρέπει επίσης να εξυπηρετεί έναν «νόμιμο σκοπό».
Σε μια πρόσφατη επισκόπηση των Ηνωμένων Πολιτειών, μια επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ ζήτησε αλλαγές στο αμερικανικό Σύνταγμα και απαίτησε από την αμερικανική κυβέρνηση να κάνει περισσότερα για να σταματήσει και να τιμωρήσει τη «ρητορική μίσους», ώστε να συμμορφωθεί με το ICCPR.
Ένα άλλο βασικό μέσο των Ηνωμένων Εθνών είναι η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία αναφέρει ρητά στο άρθρο 29 ότι «τα δικαιώματα και οι ελευθερίες δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ασκούνται σε αντίθεση με τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών».
Εν ολίγοις, η άποψη του ΟΗΕ για την «ελευθερία της έκφρασης» είναι ριζικά διαφορετική από εκείνη που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα των ΗΠΑ.
Η έκθεση της UNESCO αναφέρει ότι μόλις εντοπιστεί περιεχόμενο που θα έπρεπε να περιοριστεί, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης πρέπει να λάβουν μέτρα, που κυμαίνονται από τη χρήση καταστολής αλγορίθμων (shadow banning) και την προειδοποίηση των χρηστών για το περιεχόμενο μέχρι την απενεργοποίηση ή ακόμα και την διαγραφή του.
Οποιεσδήποτε ψηφιακές πλατφόρμες διαπιστωθεί ότι δεν «αντιμετωπίζουν περιεχόμενο που θα μπορούσε να περιοριστεί επιτρεπτά σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» θα πρέπει να «λογοδοτήσουν» με «μέτρα επιβολής», αναφέρει η έκθεση.
Η γενική διευθύντρια της UNESCO Οντρέ Αζουλέ, πρώην υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, επικαλέστηκε κινδύνους για την κοινωνία για να δικαιολογήσει το παγκόσμιο σχέδιο.
«Η ψηφιακή τεχνολογία επέτρεψε τεράστια πρόοδο στην ελευθερία του λόγου», ανέφερε η κ. Αζουλέ, η οποία ανέλαβε τον οργανισμό του ΟΗΕ από την επί σειρά ετών ηγέτιδα του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας Ιρίνα Μπόκοβα, σε δήλωσή της. «Αλλά οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν επίσης επιταχύνει και ενισχύσει τη διάδοση ψευδών πληροφοριών και ρητορικής μίσους, θέτοντας μεγάλους κινδύνους για την κοινωνική συνοχή, την ειρήνη και τη σταθερότητα.
«Για να προστατεύσουμε την πρόσβαση στην πληροφόρηση, πρέπει να ρυθμίσουμε αυτές τις πλατφόρμες χωρίς καθυστέρηση, προστατεύοντας ταυτόχρονα την ελευθερία της έκφρασης και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Στον πρόλογο της νέας έκθεσης, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τη διακυβέρνηση των ψηφιακών πλατφορμών», η κ. Αζουλέ αναφέρει ότι η διακοπή ορισμένων μορφών λόγου και, ταυτόχρονα, η διατήρηση της «ελευθερίας της έκφρασης» «δεν αποτελεί αντίφαση».
Επικαλούμενη μια έρευνα που ανέθεσε η ίδια η UNESCO, ο οργανισμός του ΟΗΕ δήλωσε επίσης ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υποστηρίζουν την ατζέντα της.
Σύμφωνα με την UNESCO, η έκθεση και οι κατευθυντήριες γραμμές αναπτύχθηκαν μέσω μιας διαδικασίας διαβούλευσης που περιελάμβανε περισσότερες από 1.500 υποβολές και περισσότερα από 10.000 σχόλια από «ενδιαφερόμενα μέρη», όπως κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς.
Η UNESCO δήλωσε ότι θα συνεργαστεί με τις κυβερνήσεις και τις εταιρείες για την εφαρμογή του ρυθμιστικού καθεστώτος παγκοσμίως.
«Η UNESCO … δεν προτείνει να ρυθμίσει τις ψηφιακές πλατφόρμες», δήλωσε στους Epoch Times εκπρόσωπος της UNESCO, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομαστεί, σε δήλωσή του. «Είμαστε, ωστόσο, ενήμεροι ότι δεκάδες κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο καταρτίζουν ήδη σχετική νομοθεσία, ορισμένες από τις οποίες δεν συνάδουν με τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και μπορεί ακόμη και να θέσουν σε κίνδυνο την ελευθερία της έκφρασης.
«Ομοίως, οι ίδιες οι πλατφόρμες λαμβάνουν ήδη εκατομμύρια ανθρώπινες και αυτοματοποιημένες αποφάσεις την ημέρα όσον αφορά τη ρύθμιση και την επιμέλεια του περιεχομένου, με βάση τις δικές τους πολιτικές».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θέτει ήδη αυστηρούς περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης στο διαδίκτυο, έχει ήδη παράσχει χρηματοδότηση για την εφαρμογή της παγκοσμίως, αναφέρει η UNESCO.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν ισχυρίζεται ότι δεν συμμετείχε στη δημιουργία του σχεδίου.
«Θα κρατήσουμε τα σχόλιά μας μέχρι να ολοκληρώσουμε την προσεκτική μελέτη του σχεδίου», δήλωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στους Epoch Times σε ηλεκτρονικό μήνυμα.