Είναι γεγονός ότι η ουκρανική αντεπίθεση δεν έχει τη μορφή του μεγάλου κύματος που φουσκώνει και παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά του, όπως περίμεναν οι δυτικοί σύμμαχοι. Αντίθετα, έχει πάρει τη μορφή μιας αργής και βασανιστικής πορείας που μπορεί να διαρκέσει χρόνια.
Εξίσου μακροπρόθεσμη θα απαιτηθεί να είναι και η υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων, εφόσον περιμένουν αποτελέσματα. «Οι σύμμαχοι», είπε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, «πρέπει να αποδεχτούν το αναμενόμενο κόστος, προκειμένου να αποτρέψουν το μεγαλύτερο κόστος που θα προκαλούσε αναπόφευκτα η συνθηκολόγηση με τη Ρωσία και η έναρξη μιας νέας εποχής κατακτήσεων». Θέλουν όμως;
Στο α΄μέρος του άρθρου, παρουσιάστηκαν οι κινήσεις του ουκρανικού στρατού και εξετάστηκαν τα πιθανά σχέδιά του για το μέλλον. Αναλύθηκαν επίσης οι λόγοι που αναγκάζουν τους Ουκρανούς σε αυτή την αργή μορφή πολέμου, τα κέρδη τους αλλά και οι ζημίες.
Όταν τα πυρομαχικά τελειώνουν
Η εξάρτηση της Ουκρανίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους εταίρους τους εγείρει ένα ζωτικής σημασίας ερώτημα.
Για τους Ουκρανούς δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι συγκρούσεις θα είναι μακροπρόθεσμες. Ωστόσο, το αν θα καταφέρουν να εξασφαλίσουν τους πόρους που θα χρειαστούν σε βάθος χρόνου είναι ένα διαφορετικό θέμα.
Ήδη, οι ελλείψεις προμηθειών έχουν κατά καιρούς επηρεάσει σοβαρά τόσο τις ρωσικές όσο και τις ουκρανικές επιχειρήσεις. Οι ηγεσίες στη Μόσχα και το Κίεβο αναγκάζονται να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα ότι τα πολυπόθητα πυρομαχικά θα είναι σύντομα είδος εν ανεπαρκεία.
Και οι δύο χώρες ξεκίνησαν τον πόλεμο βασιζόμενοι κατά κύριο λόγο στο πυροβολικό τους.
Σύμφωνα με την έκθεση του RUSI, οι ρωσικές δυνάμεις αρχικά δρούσαν βάσει υπολογισμών σχετικά με το πόσα βλήματα θα χρειάζονταν για διάφορους τύπους εμπλοκών, ακολουθώντας τα στρατηγικά δόγματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τώρα, στο δεύτερο έτος του πολέμου, η Μόσχα έχει προσαρμοστεί στο γεγονός ότι απλώς δεν διαθέτει τα πυρομαχικά ούτε ελέγχει τις απαραίτητες υλικοτεχνικές διαδρομές για να διατηρήσει τέτοιους ρυθμούς πυρός για πολύ καιρό.
Εδώ, η Ουκρανία είχε ένα πλεονέκτημα στα ανατολικά. Η δυνατότητα των ουκρανικών δυνάμεων να προελαύνουν, αναφέρει η έκθεση του RUSI, εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την υπεροχή που απέκτησαν σε πυρομαχικά πυροβολικού.
«Η υπεροχή έναντι των Ρώσων, σε συνδυασμό με την ύπαρξη καλύτερων μέσων για τον εντοπισμό του εχθρικού πυροβολικού και τη διεξαγωγή πυρών αντιπυραυλικών, είναι ένα ουσιαστικό ουκρανικό πλεονέκτημα», αναφέρει η έκθεση.
«Το πλεονέκτημα αυτό περιορίζεται στη διάρκειά του από τη λειτουργικότητα των ουκρανικών πυροβόλων, τη διαθεσιμότητα των ανταλλακτικών καννών και τις συνεχείς προμήθειες πυρομαχικών των 155 χιλιοστών.»
Αυτό είναι ένα πρόβλημα, καθώς πολυάριθμα έθνη του ΝΑΤΟ αντιμετωπίζουν τώρα και τα ίδια ελλείψεις πυρομαχικών των 155 χιλιοστών. Πρώτες ανάμεσά τους οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι ανησυχίες σχετικά με τα πολύ χαμηλά αποθέματα πυροβολικού έχουν αυξηθεί από τον Αύγουστο του 2022.
Η υπουργός Στρατού Κριστίν Γουόρμουθ δήλωσε ότι η ικανότητα παραγωγής πυρομαχικών των ΗΠΑ έχει φτάσει στο «απόλυτο όριο». Ο τότε πρόεδρος του Γενικού Επιτελείου Στρατού Μαρκ Μίλλεϋ είχε δηλώσει ότι το έθνος «έχει πολύ δρόμο μπροστά του» για να αναπληρώσει τα εξαντλημένα αποθέματά του.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδιάζουν επί του παρόντος να αυξήσουν την παραγωγή πυρομαχικών τους κατά 500% έως το 2027, αλλά ούτε ο αριθμός αυτός θα καλύπτει τα επίπεδα που απαιτούνται κατά το ήμισυ.
Το Πεντάγωνο προσπαθεί να σταματήσει την αιμορραγία των κρίσιμων αποθεμάτων πυρομαχικών του, αγοράζοντας πυρομαχικά για την Ουκρανία από άλλες χώρες αντί να εξαντλεί τα δικά του αποθέματα.
Ωστόσο, το για πόσο μπορεί να διατηρηθεί η τρέχουσα ισορροπία είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Τα συμμαχικά αποθέματα δεν είναι άπειρα και ορισμένοι εταίροι έχουν ήδη τις δικές τους ανησυχίες για την ασφάλεια.
Η Νότια Κορέα, για παράδειγμα, έχει αρνηθεί αιτήματα πώλησης πυρομαχικών στις Ηνωμένες Πολιτείες, επικαλούμενη ανησυχία για την επιθετικότητα της Βόρειας Κορέας.
Τώρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες φτάνουν στο σημείο να αποσύρουν εξοπλισμό από μονάδες που σταθμεύουν στο Ισραήλ και τη Νότια Κορέα για να προμηθεύσουν επαρκώς την Ουκρανία χωρίς να αντλούν από τα δικά τους αποθέματα.
Είναι σαφές ότι, αν η Ουκρανία θέλει να διατηρήσει το πλεονέκτημά της, θα πρέπει να στραφεί και σε άλλες λύσεις πέραν του πυροβολικού.
Αεροπλάνα, τανκς και αυτοκίνητα
Πρόσφατα, τo πεζικό της Ουκρανίας ενισχύθηκε με τεθωρακισμένα, με μη επανδρωμένα αεροσκάφη μεγάλης εμβέλειας και με προηγμένα μαχητικά αεροσκάφη.
Οι πρώτες παραδόσεις των αμερικανικών αρμάτων μάχης Abrams έφτασαν στη χώρα στα τέλη Σεπτεμβρίου, περιλαμβάνοντας και βλήματα 120 χιλιοστών απεμπλουτισμένου ουρανίου. Τα πυρομαχικά αυτά, κατασκευασμένα από ένα εξαιρετικά πυκνό μέταλλο, θα δώσουν στην Ουκρανία την πολυπόθητη ικανότητα να διαπερνά τα ρωσικά άρματα μάχης.
Ομοίως, οι ηγεσίες της Ολλανδίας και της Δανίας συμφώνησαν τον Αύγουστο να δώσουν μαχητικά αεροσκάφη F-16 στην Ουκρανία. Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε ότι η τεχνολογία θα βοηθήσει τη χώρα του να μεγαλώσει την αντεπίθεσή της και φέρει μια νέα μέθοδο πολέμου κατά μήκος του μετώπου.
«[Τα] F-16 θα δώσουν σίγουρα νέα ενέργεια, αυτοπεποίθηση και κίνητρα στους μαχητές και τους πολίτες», δήλωσε ο κος Ζελένσκι σε μήνυμά του προς τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις. «Είμαι βέβαιος ότι θα φέρει νέα αποτελέσματα στην Ουκρανία και σε ολόκληρη [την ευρωπαϊκή περιοχή].»
Η Ουκρανία ζητούσε εδώ και καιρό τα μαχητικά αεροσκάφη, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες κωλυσιεργούσαν, καθώς φοβούνταν ότι η παροχή των αεροσκαφών θα αύξανε τον κίνδυνο πυρηνικής σύγκρουσης με τη Ρωσία.
Πολλά σχετικά με τη συμφωνία παραμένουν ασαφή, συμπεριλαμβανομένου του πόσα ακριβώς πολεμικά αεροσκάφη θα λάβει η Ουκρανία και πόσος χρόνος θα περάσει μέχρι οι πιλότοι της πετάξουν με τα F-16 στον ουκρανικό και, ενδεχομένως, στον ρωσικό ουρανό.
Ομοίως, παραμένει ασαφές το κατά πόσο θα τηρήσει η Ουκρανία την υπόσχεσή της να μην χρησιμοποιήσει τα αεροσκάφη για να μεταφέρει τη μάχη στο ρωσικό έδαφος, κλιμακώνοντας ενδεχομένως μια σύγκρουση που είναι ήδη τεταμένη με απειλές πυρηνικού αφανισμού.
Η υποστήριξη των ΗΠΑ είναι ο μπαλαντέρ
Όλη αυτή η υποστήριξη, ωστόσο, αναδεικνύει τη μοιραία αδυναμία στη στρατηγική της αντεπίθεσης της Ουκρανίας: την εξάρτησή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ έχουν εγκρίνει περισσότερα από 113 δισεκατομμύρια δολάρια σε πακέτα δαπανών ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των κονδυλίων έχει δοθεί μέσω του Υπουργείου Άμυνας και της Αμερικανικής Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης.
Δεν είναι σαφές πόσο ακόμα μπορούν να συνεχίσουν να ξοδεύουν έτσι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι δεν είναι σαφές αν οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τη βούληση να συνεχίσουν να ξοδεύουν έτσι.
Ήδη μέχρι τώρα, τρεις Ρεπουμπλικάνοι υποψήφιοι για την προεδρία έθεσαν την αποδέσμευση από τον πόλεμο ως προτεραιότητα στην προεκλογική τους εκστρατεία. Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις και ο επιχειρηματίας Βίβεκ Ραμασουάμι έχουν όλοι ορκιστεί να διακόψουν τη στήριξη της Ουκρανίας και να επιδιώξουν ειρήνη με τον Πούτιν.
Σε αυτή την περίπτωση, η Μόσχα μπορεί να μην χρειαστεί να περιμένει να υποχωρήσει η Ουκρανία. Μπορεί απλώς να χρειαστεί να περιμένει να φύγει η κυβέρνηση Μπάιντεν.
Αυτό θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στην Ουκρανία, η οποία χρειάζεται μακροχρόνιους μηχανισμούς χρηματοδότησης για την ανακατάληψη των κατεχομένων εδαφών της.
Όπως διαπιστώνει η έκθεση του RUSI, οι αποφάσεις που θα διαμορφώσουν τις εξελίξεις για το 2024 έχουν ήδη ληφθεί. Αυτές που θα επηρεάσουν το 2025 και μετά αναμένονται σύντομα.
«Είναι πλέον σαφές ότι η σύγκρουση θα παραταθεί», αναφέρει η έκθεση. «Η μη έγκαιρη προσαρμογή της υποστήριξης θα έχει βαρύ τίμημα το 2024.»
Οι αιματηροί χειμώνες που μέλλονται
Από την πλευρά της, η ουκρανική στρατιωτική ηγεσία δεν πρόκειται να περιμένει για να εξαπολύσει άλλη μια αντεπίθεση. Φαίνεται αποφασισμένη να αξιοποιήσει στο έπακρο την υποστήριξη που διαθέτει ήδη και να πολεμήσει ακόμη και κατά τη διάρκεια του σκληρού χειμώνα.
«Οι πολεμικές ενέργειες θα συνεχιστούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο», δήλωσε ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Κιέβου Κύριλλος Μπουντάνοφ σε συνέδριο στις αρχές Σεπτεμβρίου.
«Στο κρύο, την υγρασία και τη λάσπη είναι πιο δύσκολο να πολεμήσει κανείς. [Αλλά] οι μάχες θα συνεχιστούν. Η αντεπίθεση θα συνεχιστεί.»
Είναι πιθανό ότι η Ρωσία ελπίζει να καθυστερήσει την Ουκρανία κατά τη διάρκεια των ψυχρότερων μηνών αυξάνοντας τις επιθέσεις σε υποδομές τροφίμων και ενέργειας, όπως έκανε πέρυσι.
Για το σκοπό αυτό, η διατήρηση της πίεσης στη Ρωσία, για τον περιορισμό της ικανότητάς της να πλήττει υποδομές και να δημιουργεί αποθέματα, θα αποτελέσει βασικό στόχο της Ουκρανίας καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου.
«Οι τρέχουσες επιθετικές επιχειρήσεις της Ουκρανίας είναι πιθανό να συνεχιστούν και το φθινόπωρο, αλλά θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν μπορούν να αναληφθούν τώρα δράσεις για τη διατήρηση της πίεσης κατά τη διάρκεια του χειμώνα», αναφέρει η έκθεση του RUSI.
Εντούτοις, ακόμη και αν η Ουκρανία πολεμήσει καλά κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το πρόβλημα της τεράστιας έκτασης που πρέπει να απελευθερωθεί παραμένει.
Μέχρι σήμερα, η Ουκρανία έχει απελευθερώσει περίπου 17.059 τετραγωνικά χλμ. εδάφους στα κατεχόμενα ανατολικά και νότια, σύμφωνα με την DeepState UA, μια αναγνωρισμένη ομάδα πληροφοριών ανοικτού κώδικα που εμπιστεύεται ο ουκρανικός στρατός.
Παραμένουν, ωστόσο, περισσότερα από 100.000 τετραγωνικά χλμ. κατεχόμενου από τη Ρωσία εδάφους στην ανατολική και νότια Ουκρανία. Είναι σημαντικό ότι ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει τα παράνομα προσαρτημένα εδάφη στην Κριμαία, το Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ, τα οποία τώρα λειτουργούν υπό διορισμένες από τη Ρωσία κυβερνήσεις.
Εάν αυτά τα εδάφη θεωρηθούν επίσης ως κατεχόμενη από τη Ρωσία Ουκρανία – κάτι που έχουν προτείνει αξιωματούχοι των ΗΠΑ- η συνολική έκταση που απομένει να απελευθερωθεί είναι περίπου 170.590 τετραγωνικά χλμ.
Επομένως, η Ουκρανία έχει απελευθερώσει μόνο το ένα δέκατο περίπου των κατεχόμενων εδαφών στα ανατολικά και νότια.
«Ανεξάρτητα από την πρόοδο που σημειώθηκε κατά την αντεπίθεση της Ουκρανίας», αναφέρει η έκθεση του RUSI, «θα απαιτηθούν πολλές ακόμα επιχειρήσεις για να επιτευχθεί η απελευθέρωση του ουκρανικού εδάφους».
Εάν, λοιπόν, η ουκρανική προέλαση πρόκειται να διατηρηθεί, η χώρα θα πρέπει να πολεμήσει και να λάβει τεράστιες ποσότητες χρημάτων και υλικού από τους συμμάχους για τα επόμενα χρόνια.
Επιμέλεια: Αλία Ζάε