Στο επίκεντρο πολιτικής θύελλας βρίσκεται η παράλειψη της Ελλάδας να ζητήσει οικονομική υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τους κτηνοτρόφους που πλήττονται από τη συνεχιζόμενη επιδημία της ευλογιάς αιγοπροβάτων. Αυτή η αποκάλυψη έρχεται να προστεθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κυβερνητικής αδράνειας που έχει υπονομεύσει την ελληνική κτηνοτροφία.
Η καταδικαστική αποκάλυψη της Κομισιόν
Η απάντηση του Επιτρόπου Γεωργίας της ΕΕ, Κρίστοφ Χάνσεν, προς τον πρόεδρο του ΑΚΚΕΛ προδίδει την ολιγωρία: η Ελλάδα ούτε έχει ενεργοποιήσει το Μέτρο 23 του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης για την αποκατάσταση παραγωγής των πληγέντων κτηνοτρόφων ούτε έχει διαθέσει πόρους από το Στρατηγικό Σχέδιο ΚΓΠ 2023-2027.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η ΕΕ καλύπτει έως και 30% των δαπανών για τα μέτρα ελέγχου ασθενειών, ενώ παράλληλα υπάρχουν διαθέσιμα δωρεάν εμβόλια από την τράπεζα εμβολίων της ΕΕ μέσω των προγραμμάτων TAD και THRACE, η αποκάλυψη αποκτά επιπλέον βαρύτητα. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων για την υποστήριξη των κτηνοτρόφων για απώλειες από επιδημίες ζωικών ασθενειών.
Οι αριθμοί που έχουν καταγραφεί από την εμφάνιση της ευλογιάς τον Αύγουστο του 2024 μέχρι τον Σεπτέμβριο 2025 αποτυπώνουν την καταστροφή μιας ολόκληρης βιομηχανίας. Περισσότερα από 300.000 ζώα έχουν θανατωθεί μόνο από την ευλογιά, ενώ σε συνδυασμό με τις απώλειες από άλλες ζωονόσους και φυσικές καταστροφές, οι θανατώσεις παραγωγικών ζώων έχουν ξεπεράσει τις 350.000.
Μέχρι τα τέλη Αυγούστου 2025, είχαν καταγραφεί 903 κρούσματα σε 1.148 εκμεταλλεύσεις, με τη Θεσσαλία, την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, τη Χαλκιδική και τη Φωκίδα να δέχονται τα βαρύτερα πλήγματα. Οι οικονομικές απώλειες υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 350 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει μία πραγματική οικονομική καταστροφή για χιλιάδες οικογένειες.
Η εξέλιξη της επιδημίας και τα βήματα που δεν έγιναν
Η σημερινή ευλογιά των αιγοπροβάτων έκανε την εμφάνισή της στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 2024. Αρχικά, τα κρούσματα εντοπίστηκαν κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, στη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία, περιοχές που βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με την Τουρκία, όπου η νόσος παραμένει ενδημική εδώ και χρόνια.
Παρά τα πρώτα σημάδια κινδύνου, η κυβερνητική ανταπόκριση υπήρξε αργή και πλημμελής. Μέχρι τον Μάιο του 2025, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ήδη διαπιστώσει 394 εστίες ευλογιάς και πάνω από 118.000 ζώα είχαν θανατωθεί. Η Κομισιόν έκρινε ότι τα μέτρα κατά της ευλογιάς ήταν ανεπαρκή, επισημαίνοντας προβλήματα στην εφαρμογή μέτρων βιοασφάλειας και την έλλειψη πλήρους απαγόρευσης εισαγωγών ζώων.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά κατά τη θερινή περίοδο. Ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Χρήστος Κέλλας, παραδέχτηκε ότι ενώ πριν από το Πάσχα είχαν φτάσει σε μηδέν ή ένα κρούσμα πανελλαδικά, το τελευταίο διάστημα παρατηρήθηκε αύξηση σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως τη Μαγνησία, τη Φωκίδα, τη Λάρισα, τη Χαλκιδική και τη Ξάνθη. Η έξαρση αποδόθηκε στην αυξημένη κινητικότητα της πασχαλινής περιόδου και σε ανταλλαγές ζώων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κλιμάκωσης αποτελεί η ανακοίνωση της 14ης Ιουλίου 2025, όπου δηλώθηκαν 42 νέες εστίες ευλογιάς, με 13.831 αιγοπρόβατα να θανατώνονται, ενώ στις 25 Αυγούστου καταγράφηκαν 73 νέες εστίες με 14.219 θανατωμένα ζώα. Μόνο το Σεπτέμβριο 2025 καταγράφηκαν 100 νέες εστίες με 15.856 θανατωμένα ζώα.
Το Μέτρο 23 του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης προβλέπει στήριξη ρευστότητας σε αγροκτήματα που υφίστανται απώλεια 30% παραγωγής ή δυναμικού, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης των ζωικών ασθενειών. Η ενίσχυση μπορεί να φτάσει τα 42.000 ευρώ ανά δικαιούχο, με συνολικό προϋπολογισμό 178 εκατομμύρια ευρώ. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα δεν έχει υποβάλει κανένα αίτημα για την ενεργοποίησή του για τους πληγέντες από ζωονόσους κτηνοτρόφους.
Η ΕΕ χρηματοδοτεί την επιτήρηση και έγκαιρη ανίχνευση της νόσου σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Τουρκία από το 2013 μέσω του προγράμματος T.H.R.A.C.E.. Επιπλέον, υπάρχει δυνατότητα συγχρηματοδότησης έως 30% των δαπανών για θανάτωση ζώων, αποζημιώσεις και απολυμάνσεις μέσω του Προγράμματος Ενιαίας Αγοράς.
Παράλληλα, η τράπεζα εμβολίων της ΕΕ διαθέτει δωρεάν εμβόλια μέσω των προγραμμάτων TAD και THRACE, τα οποία η Ελλάδα δεν έχει ζητήσει. Οι κανόνες κρατικών ενισχύσεων επιτρέπουν την παροχή γρήγορης και ευέλικτης ενίσχυσης έως περίπου 50.000 ευρώ ανά δικαιούχο μέσω των ενισχύσεων de minimis.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επανειλημμένα συστήσει στην Ελλάδα τον εμβολιασμό των κοπαδιών ως τη μόνη αποτελεσματική λύση για τον έλεγχο της νόσου. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει συμφωνία από τους κτηνοτρόφους και τη γαλακτοβιομηχανία, κάτι που η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να εξασφαλίσει.
Επιπλέον, η Κομισιόν ζητά πιο αυστηρά και στοχευμένα μέτρα, αποτελεσματικές κυρώσεις με τη στήριξη της αστυνομίας, τήρηση των κανόνων βιοασφάλειας και οργάνωση των περιοχών βόσκησης για την αποφυγή επαφής μεταξύ κοπαδιών.
Παράλληλα με την κρίση της ευλογιάς, η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα άλλο πρόβλημα με την ΕΕ. Η Γενική Διεύθυνση Γεωργίας της Κομισιόν έδωσε προθεσμία έως τις 2 Οκτωβρίου για να καταθέσει νέο πλαίσιο για τις αγροτικές επιδοτήσεις, καθώς το προτεινόμενο σχέδιο δεν επαρκεί για την αποκατάσταση των ελλείψεων του ΟΠΕΚΕΠΕ. Εάν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί, υπάρχει κίνδυνος αναστολής των μηνιαίων και ενδιάμεσων πληρωμών, δηλαδή των αγροτικών επιδοτήσεων.
Όψιμα μέτρα
Μόλις τον Αύγουστο 2025, η κυβέρνηση αποφάσισε τη χορήγηση ενίσχυσης de minimis ύψους έως 63 εκατομμυρίων ευρώ προς τους αιγοπροβατοτρόφους λόγω εγκλεισμού των ζώων και του αυξημένου κόστους ζωοτροφών. Οι ενισχύσεις κυμαίνονται από 4 έως 14 ευρώ ανά ζώο, ανάλογα με την περιφερειακή ενότητα.
Ωστόσο, αυτή η στήριξη έρχεται πάρα πολύ αργά και είναι ανεπαρκής σε σχέση με τις πραγματικές ζημίες. Μέχρι στιγμής έχουν πληρωθεί 30 εκατομμύρια ευρώ για αποζημιώσεις θανατωμένων ζώων, ενώ έχουν ζητηθεί επιπλέον 22 εκατομμύρια ευρώ για την πληρωμή των επόμενων αιτήσεων.
Επιπλέον, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ενεργοποίησε Εθνικό Σχέδιο Έκτακτης Ανάγκης σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 2020/687. Το σχέδιο περιλαμβάνει θανάτωση όλου του κοπαδιού στο οποίο βρέθηκε κρούσμα, υγειονομική ταφή ζώων, οριοθέτηση ζωνών προστασίας και επιτήρησης, αυστηρές απαγορεύσεις μετακινήσεων και απολυμάνσεις.
Παρόλα αυτά, η εφαρμογή των μέτρων στην πράξη παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα. Μόνο στη Θεσσαλία έχουν καταγραφεί είκοσι τέσσερις παραβάσεις για την περίοδο 2024-2025, με τρεις να κρίνονται ήδη τελεσίδικες το 2024 και είκοσι μία να εκκρεμούν για το 2025.
Το κόστος της αμέλειας
Πάνω από 500 οικογένειες έχουν εγκαταλείψει την κτηνοτροφία τον τελευταίο χρόνο. Ολόκληρες περιοχές, όπως η Θεσσαλία, έχουν χαρακτηριστεί «κόκκινες ζώνες», ενώ έχουν επιβληθεί αυστηροί περιορισμοί που απαγορεύουν ακόμη και το κούρεμα των ζώων και τον καθαρισμό των στάβλων.
Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, περισσότερα από 90.000 ζώα έχουν θανατωθεί από τον περασμένο Αύγουστο μέχρι το καλοκαίρι 2025, αφήνοντας άδειες στάνες και άδειες τσέπες. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του προέδρου του Κτηνοτροφικού Συλλόγου Καβάλας, Νίκου Δημόπουλου, ότι «το αποτύπωμα του υφυπουργού Χρήστου Κέλλα ήταν μηδενικό».
Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι συντριπτικές. Οι αποζημιώσεις ανά ζώο κυμαίνονται από 250 ευρώ για τα θηλυκά και 500 ευρώ για τα αρσενικά, αλλά το κόστος αγοράς νέων ζώων ξεπερνά τα 300-450 ευρώ για υψηλής παραγωγής καθαρόαιμα ζώα. Αυτό σημαίνει ότι οι αποζημιώσεις δεν καλύπτουν καν το κόστος αντικατάστασης.
Η κρίση της ευλογιάς αποκαλύπτει ένα συστημικό πρόβλημα στην ελληνική διακυβέρνηση: την αδυναμία αξιοποίησης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών εργαλείων και την έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού. Ενώ η ΕΕ προσφέρει συγκεκριμένα εργαλεία στήριξης (από συγχρηματοδότηση έως δωρεάν εμβόλια) η ελληνική κυβέρνηση παραμένει παθητική – ακόμα μετά από το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ και το βαρύ πρόστιμο που δέχτηκε η χώρα μας.
Η κατάσταση απαιτεί άμεση κινητοποίηση: υποβολή αιτημάτων συγχρηματοδότησης, ενεργοποίηση του Μέτρου 23, αξιοποίηση δωρεάν εμβολίων από την τράπεζα της ΕΕ και δημιουργία καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων. Κάθε μέρα καθυστέρησης ισοδυναμεί με νέα απώλεια ζώων, εισοδήματος και παραγωγικής δυναμικής.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η κυβέρνηση θα συνεχίσει να αφήνει τους κτηνοτρόφους «στο έλεος της κρίσης» ή θα αναλάβει επιτέλους τις ευθύνες της απέναντι σε έναν κλάδο που αποτελεί θεμέλιο της οικονομίας και της περιφέρειας. Η ελληνική κτηνοτροφία δεν αντέχει άλλο αυτή την εγκατάλειψη.