Μια δικαστική απόφαση στη Μόσχα καταδίκασε την 47χρονη Ναταλία Μινένκοβα, ασκούμενη του Φάλουν Γκονγκ, σε τέσσερα χρόνια κάθειρξης στις 23 Ιουλίου, με την κατηγορία της συμμετοχής σε δραστηριότητες «ανεπιθύμητης οργάνωσης», έπειτα από έναν χρόνο προφυλάκισης. Η υπόθεση εγγράφεται σε ένα ολοένα και αυστηρότερο πλαίσιο καταστολής.
Λίγες ώρες πριν από την ανακοίνωση της ποινής της Μινένκοβα, οι αρχές στη Σιβηρία εισέβαλαν στο σπίτι άλλου ασκούμενου, κατάσχοντας ηλεκτρονικές συσκευές. Υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαπιστώνουν ραγδαία αύξηση των διώξεων και συλλήψεων μελών του Φάλουν Γκονγκ στη Ρωσία το τελευταίο έτος.
Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ καταδίκασε τη στοχοποίηση θρησκευτικών μειονοτήτων από τη ρωσική κυβέρνηση, τονίζοντας: «Απευθύνουμε έκκληση στη Ρωσία να σεβαστεί το δικαίωμα όλων στην ελευθερία της πίστης. Όλες οι θρησκευτικές μειονότητες θα πρέπει να μπορούν να ασκούν την πίστη και την ελεύθερη συνάθροιση χωρίς παρεμβάσεις».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Τζου Γιουν, επίσης ασκούμενη του Φάλουν Γκονγκ, καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση στα τέλη Ιουνίου, ενώ η Οξάνα Στσεκίνα έλαβε ποινή δύο ετών τον Νοέμβριο, λόγω διασύνδεσης με την οργάνωση «Φίλοι του Φάλουν Γκονγκ», την οποία τα ρωσικά δικαστήρια έχουν χαρακτηρίσει «ανεπιθύμητη». Νομοθεσία του 2015 έχει επιτρέψει στις αρχές να στοχοποιήσουν πάνω από 100 οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων και ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου Πληροφόρησης Φάλουν Ντάφα, Λήβαϊ Μπρόουντ, σημείωσε για την εντεινόμενη αυτή τάση: «Η πολιτική δίωξης ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ επειδή διαλογίζονται είναι επικίνδυνη και άκρως ανησυχητική. Το γεγονός ότι η Μινένκοβα καταδικάστηκε τρεις ημέρες μετά από σημαντική επέτειο για το Φάλουν Γκονγκ, εγείρει σοβαρά ερωτήματα. Είτε είναι εσκεμμένο είτε όχι, η χρονική συγκυρία παραπέμπει σαφώς στο ‘εγχειρίδιο’ του Πεκίνου, σηματοδοτώντας ανησυχητική ταύτιση με τον αυταρχισμό του. Είναι πλήγμα για την κυριαρχία και την εθνική αξιοπρέπεια της Ρωσίας να ενδίδει στις πιέσεις του Πεκίνου, απαγορεύοντας το Φάλουν Γκονγκ και φυλακίζοντας Ρώσους πολίτες. Η Ιστορία δεν θα φερθεί επιεικώς σε όσους επιλέξουν να συνεργαστούν με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, το σκληρότερο κομμουνιστικό καθεστώς του σύγχρονου κόσμου».
Ο Μπρόουντ επεσήμανε ακόμη την ευρύτερη τάση καταστολής, η οποία συνδέεται με την αυξημένη κινεζική επιρροή, αναφέροντας ότι η σύλληψη της Μινένκοβα συμπίπτει χρονικά με τη Σύνοδο Κορυφής ανάμεσα στον Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Σι Τζινπίνγκ. Όπως τόνισε, αυτή η σύμπτωση μαρτυρά πρότυπο κατά το οποίο κυβερνήσεις χρησιμοποιούν την καταστολή ειρηνικών θρησκευτικών δογμάτων ως διπλωματικό διαπραγματευτικό χαρτί.

Στη Ρωσία, η κατάσταση χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα ανησυχητική, με επτά οργανώσεις του Φάλουν Γκονγκ να έχουν κηρυχθεί παράνομες, και σημαντικές εκδόσεις του κινήματος – όπως το «Τζούαν Φάλουν» – να έχουν απαγορευτεί. Το 2017, μάλιστα, ορισμένες ρωσικές πόλεις απαγόρευσαν έκθεση τέχνης σχετική με τα περιστατικά διώξεων κατά του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα, επικαλούμενες την ανάγκη διατήρησης των διεθνών σχέσεων.
Η Μινένκοβα, που ασκείται στο Φάλουν Γκονγκ πάνω από δέκα χρόνια, δήλωσε κατά τη διάρκεια της δίκης: «Λέμε την αλήθεια για τις διώξεις κατά του Φάλουν Γκονγκ, και το ΚΚΚ το φοβάται αυτό. Και εδώ, στη Ρωσία, κάνει τη βρώμικη δουλειά του με τα δικά σας χέρια, με τα χέρια των ανακριτών, των εισαγγελέων, των υπαλλήλων της FSB. Όσο κι αν η αστυνομία αναζητά αποδείξεις για το έγκλημα για το οποίο δικάζομαι, δεν πρόκειται να βρει, διότι δεν υπάρχει ούτε έγκλημα ούτε ενοχή. Και οι ίδιοι το γνωρίζουν αυτό».
Αναφερόμενη στη δημοφιλία του Φάλουν Γκονγκ στην Κίνα της δεκαετίας του ’90, εξήγησε πως η καταστολή ξεκίνησε μετά το 1999, όταν το καθεστώς αντελήφθη την πρακτική ως απειλή για την εξουσία του: «Η φυλακή δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος. Πολύ χειρότερο είναι να χάσεις τον εαυτό σου, αν αρνηθείς να πράξεις κατά συνείδηση».
Η Μινένκοβα επέμεινε στη δέσμευσή της να αποκαλύπτει τα εγκλήματα που διαπράττονται κατά των ασκουμένων στην Κίνα: «Πονάει να βλέπω πως η χώρα μου, αντί να με προστατεύσει από τις διώξεις του ΚΚΚ και να συμβάλει στην αποκάλυψη των βασανιστηρίων, των φόνων και των εξαναγκαστικών αφαιρέσεων οργάνων που γίνονται στην Κίνα, γίνεται όργανο του ΚΚΚ και κυνηγάει τους ίδιους της τους πολίτες».