Ο χώρος της Νοτιοανατολικής Ασίας βρίσκεται σε κατάσταση εξαιρετικής έντασης μετά από σειρά θανατηφόρων τρομοκρατικών επιθέσεων στο Δελχί, το Κασμίρ και το Ισλαμαμπάντ, ενώ ταυτόχρονα έχουν ξεκινήσει διπλωματικές κρίσεις μεταξύ Ινδίας και Τουρκίας, και η Ινδική Πολεμική Αεροπορία κινητοποιείται με νέες στρατιωτικές ασκήσεις. Η κατάσταση σηματοδοτεί ένα κρίσιμο σημείο στις διεθνείς σχέσεις, όπου οι τρομοκρατικές απειλές και ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός συγκλίνουν σε μια δυναμική που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση.
Η φονική έκρηξη στο Δελχί και η σύνδεση με την Τουρκία
Στις 10 Νοεμβρίου του 2025, ένα αυτοκίνητο Hyundai i20 εξερράγη κοντά στο ιστορικό Κόκκινο Φρούριο του Δελχί, σε έναν από τους πιο κεντρικούς και σημαντικούς χώρους της ινδικής πρωτεύουσας, όπου ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι εκφωνεί κάθε χρόνο τη σημαντική ομιλία του για την Ημέρα της Ανεξαρτησίας. Η έκρηξη σκότωσε τουλάχιστον δεκατρείς ανθρώπους και τραυμάτισε περισσότερους από τριάντα – πιο θανατηφόρος επίθεση στο Δελχί εδώ και πάνω από μια δεκαετία.
Το ινδικό υπουργικό συμβούλιο, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Μόντι, καταδίκασε αμέσως την επίθεση ως «ειδεχθή και δειλή» πράξη, επιδεικνύοντας τη σταθερή πολιτική της Ινδίας περί «μηδενικής ανοχής στην τρομοκρατία». Τα αρχικά στοιχεία έδειχναν ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο Δρ Ουμάρ Μοχάμμαντ, γιατρός από το Κασμίρ, που πιστεύεται ότι λειτούργησε ως ένας «μοναχικός λύκος» σε μια αυτοσχέδια επίθεση αυτοκτονίας.
Τα ινδικά μέσα ενημέρωσης, συγκεκριμένα τα India Today και The Economic Times, με αναφορές σε αστυνομικές πηγές, ισχυρίστηκαν ότι ήταν μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων με διασυνδέσεις με την Τουρκία. Ο Δρ Μουζαμμίλ Σακίλ Γκαναγέ,, ένας από τους κύριους ύποπτους, φέρεται να ταξίδεψε στην Τουρκία τους τελευταίους μήνες, όπως και ο βομβιστής αυτοκτονίας που εικάζεται ότι σχεδίασε εκεί την επίθεση.
Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα των ινδικών αρχών εντόπισε δύο ξένους χειριστές που ήταν σε επαφή με τον τρομοκράτη που ανατίναξε το αυτοκίνητο. Οι χειριστές αυτοί χρησιμοποιούσαν τα κωδικά ονόματα «Δρ Όκασα» και «Δρ Χασίμ» (ή Αρίφ Νισάρ). Σύμφωνα με τις ινδικές υπηρεσίες ασφαλείας, ο Νισάρ ήταν Πακιστανός χειριστής, ενώ ο Οκάσα ήταν ο Τούρκος χειριστή.
Ο Δρ Ουμάρ Μοχάμμαντ και οι συνεργάτες του — ο Δρ Μουζαμμίλ Σακίλ και ο Δρ Σαχήν Σαέντ — διατηρούσαν επαφή με τους χειριστές μέσω κρυπτογραφημένων πλατφορμών ανταλλαγής μηνυμάτων, όπως τα Session, Telegram και Signal. Η αστυνομία συνέλαβε και τους δύο γιατρούς.
Η τουρκική κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά όλες τις κατηγορίες. Το Κέντρο Καταπολέμησης της Παραπληροφόρησης (DMM) της Τουρκίας δημοσίευσε δήλωση χαρακτηρίζοντας τα ινδικά ρεπορτάζ ως μέρος «κακόβουλης εκστρατείας παραπληροφόρησης» που στοχεύει στη βλάβη των διμερών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Σε επίσημη δήλωση, η τουρκική πρεσβεία επανέλαβε ότι η Τουρκία απορρίπτει όλες τις πράξεις τρομοκρατίας και ότι οι ισχυρισμοί ότι η Τουρκία ασχολείται με δραστηριότητες «ριζοσπαστικοποίησης» κατά της Ινδίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας είναι εξ ολοκλήρου παραπληροφόρηση χωρίς καμία ρεαλιστική βάση.
Η Εθνική Υπηρεσία Ερευνών (NIA) της Ινδίας ανέλαβε την έρευνα για την υπόθεση της έκρηξης και έχει ξεκινήσει διαϋπηρεσιακές έρευνες για άλλες πτυχές του περιστατικού. Η έρευνα αποδεικνύει ξεκάθαρα σύνδεση με την Jaish-e-Mohammad (JeM), μια πακιστανική τρομοκρατική ομάδα που βρίσκεται σε κατάλογο απαγορευμένων οργανώσεων και έχει έδρα στο Πακιστάν.
Οι αρχές πιστεύουν ότι κύκλος τρομοκρατών ήταν μέρος στην «ιατρική μονάδα» (doctor module) της JeM, η οποία αποτελείται από επαγγελματίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που είχε δημιουργηθεί για να εκτελεί σύνθετες τρομοκρατικές επιχειρήσεις. Επίσης, υπήρχε εμπλοκή της Ansar Ghazwat-ul-Hind, μιας άλλης ολέθριας τρομοκρατικής ομάδας.
Η ανακάλυψη ξεσηκώνει ερωτήματα για τις σχέσεις της Τουρκίας στο πλαίσιο της τρομοκρατίας. Το σχέδιο επιχειρήσεων φαίνεται να ήταν ευρύτερο από ό,τι εκτελέστηκε: οι αρχές ανακάλυψαν ότι το δίκτυο έχει σχεδιάσει μαζικές εκρήξεις σε τέσσερις πόλεις.
Κατά τη διάρκεια αναζήτησης στο Φαρίντα, που δημοσιεύτηκε πριν από την έκρηξη του Δελχί, η αστυνομία κατέσχεσε σχεδόν 3.000 κιλά υλικά για κατασκευή εκρηκτικών βλημάτων και μηχανισμών, συμπεριλαμβανομένων αναφλέξιμων υλικών.
Η έκρηξη στο αστυνομικό τμήμα Nowgam στο Κασμίρ
Πέντε ημέρες μετά τη φονική έκρηξη στο Δελχί, το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου, ένα άλλο τραγικό περιστατικό έλαβε χώρα στο αστυνομικό τμήμα Nowgam, στη Σριναγκάρ του ινδικού Κασμίρ. Μια σημαντική ποσότητα κατασχεμένων εκρηκτικών υλών, που ήταν αποθηκευμένες στο τμήμα στο πλαίσιο της έρευνας για την έκρηξη στο Δελχί, εξερράγη τυχαία ενώ μια ομάδα ειδικών εγκληματολογίας έπαιρναν δείγματα DNA.
Η έκρηξη σκότωσε τουλάχιστον εννέα ανθρώπους και τραυμάτισε είκοσι επτά. Τα θύματα ήταν κυρίως αστυνομικοί και ειδικοί εγκληματολογίας.
Σύμφωνα με τον αρχηγό της αστυνομίας του Κασμίρ, Ναλίν Πραμπάτ [Nalin Prabhat], η έκρηξη ήταν τυχαία και σημειώθηκε ενώ χειρίζονταν κατασχεμένα εκρηκτικά για δειγματοληψία για εγκληματολογική εξέταση. Η αστυνομία δήλωσε ότι εξαιρεί τυχόν σχέδιο από τρίτους.
Η έκρηξη δείχνει πόσο επικίνδυνος είναι ο χειρισμός μεγάλων ποσοτήτων εκρηκτικών υλικών και τονίζει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ινδικές δυνάμεις ασφαλείας στη διαχείριση και την αποθήκευσή τους. Τα εκρηκτικά είχαν ανακτηθεί πολύ πρόσφατα από τις αναζητήσεις που διεξήχθησαν τις δύο τελευταίες ημέρες ως μέρος της αστυνομικής πολιτικής καταπολέμησης της «ιατρικής μονάδας».
Ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Μάρκο Ρούμπιο, χαρακτήρισε τη θανατηφόρο έκρηξη αυτοκινήτου κοντά στο Κόκκινο Φρούριο του Δελχί ως ένα «ειδεχθές τρομοκρατικό περιστατικό», με πιθανότητα κλιμάκωσης σε κάτι πιο ευρύ και επικίνδυνο.
Ο Ρούμπιο επαίνεσε την Ινδία για την «πολύ μετρημένη» και «πολύ επαγγελματική» της προσέγγιση στη διαχείριση της έρευνας, τονίζοντας ότι οι ινδικές υπηρεσίες ασφαλείας είναι απολύτως ικανές και δεν χρειάζονται τη βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, εξέφρασε σοβαρή ανησυχία για τις εντάσεις στην περιοχή και για την πιθανότητα περαιτέρω κλιμάκωσης ανάμεσα σε Ινδία και Πακιστάν.
Η αμερικανική ανησυχία ενισχύεται από το ιστορικό και τη γεωπολιτική σημασία της περιοχής. Μια κλιμάκωση μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσε να έχει ευρύτερες συνέπειες, όχι μόνο για την περιοχή αλλά και για τη διεθνή κοινότητα.
Πολεμικές ασκήσεις και αυξημένη ετοιμότητα
Ενδιαφέρον είναι ότι στον απόηχο της έκρηξης των τρομοκρατών, η ινδική κυβέρνηση εξέδωσε ειδοποιήσεις (NOTAM) για μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές αεροπορικές ασκήσεις σε διάφορες περιοχές της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής Ινδίας και των ευαίσθητων βόρειων συνόρων.
Η Ινδική Πολεμική Αεροπορία (IAF) προετοιμάζεται για ένα εκτενές πρόγραμμα αεροπορικών ασκήσεων και εκπαίδευσης προκειμένου να δοκιμάσει τις επιχειρησιακές δυνατότητές της και να ενισχύσει την εθνική άμυνα. Η νέα σειρά NOTAM εκδόθηκε για τρεις συνεχόμενες ημέρες, ξεκινώντας από τις 11 Νοεμβρίου, για ενίσχυση αεροπορικών ασκήσεων στην Κεντρική Ινδία και στο βόρειο τομέα.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι NOTAM καλύπτουν πολλές ημερομηνίες, με την πρώτη σειρά ασκήσεων να έχει προγραμματιστεί από τις 6 έως τις 20 Νοεμβρίου, ακολουθούμενη από πρόσθετους γύρους στις 4 και 18 Δεκεμβρίου, και την 1η και 15η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Η IAF θα διεξάγει εκτεταμένη εκπαίδευση μάχης, εξόδους πολλαπλών αεροσκαφών (multi-aircraft sorties) και επιχειρήσεις υλικοτεχνικής υποστήριξης σε διάφορες προωθημένες βάσεις στη βορειοανατολική περιοχή.
Οι ασκήσεις περιλαμβάνουν διάφορα μέσα της IAF, όπως μαχητικά αεροσκάφη Rafale, Sukhoi Su-30MKI, Mirage-2000 και Tejas, καθώς και συστήματα αεράμυνας και ολοκληρωμένες ενοποιημένες αμυντικές επιχειρήσεις, δείχνοντας την απόφαση της Ινδίας να διαφυλάξει τα σύνορά της απέναντι στην απειλή τόσο του Πακιστάν όσο και της Κίνας.
Οι ειδικοί στον τομέα της άμυνας υποστηρίζουν ότι οι NOTAM αποτελούν σαφή ένδειξη της αποφασιστικότητας της Ινδίας να διατηρήσει την περιφερειακή σταθερότητα. «Οι ασκήσεις δεν είναι απλώς μια επίδειξη δύναμης, αλλά και μια επίδειξη της ικανότητας της Ινδίας να διεξάγει επιχειρήσεις σε πολλαπλούς τομείς», δήλωσε ανώτερος αξιωματούχος της ινδικής άμυνας.
Η Επιχείρηση Sindoor και η αλλαγή της ινδικής πολιτικής
Η τρομοκρατική δραστηριότητα που παρατηρείται αυτές τις ημέρες δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης σειράς συγκρούσεων που ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2025. Τότε, μια τρομοκρατική επίθεση στο Παχαλγκάμ της ινδικής κατεχόμενης περιοχής του Κασμίρ σκότωσε είκοσι έξι αμάχους, κυρίως τουρίστες. Τον επόμενο μήνα, η Ινδία ξεκίνησε την «Επιχείρηση Sindoor» ως στρατιωτική απάντηση, πλήττοντας με πυραύλους τρομοκρατική υποδομή στο Πακιστάν και στο πακιστανικό Κασμίρ.
Η κίνηση της Ινδίας σηματοδότησε μια σημαντική αλλαγή στη στρατηγική της, με τον πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι να δηλώνει ότι από εκείνο το σημείο, η Ινδία θα θεωρούσε κάθε τρομοκρατική πράξη ως «πράξη πολέμου» που δικαιολογεί στρατιωτική αντίδραση. Αυτό σήμανε το τέλος της αμυντικής αντίδρασης στην τρομοκρατία· στο εξής, η Ινδία θα τηρούσε πιο δυναμική και επιθετική στάση.
Κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Sindoor, η Ινδία δήλωσε ότι στοχοποίησε τρομοκρατική υποδομή που σχετίζεται με τη Jaish-e-Mohammed και τη Lashkar-e-Taiba. Η Ινδία εξέδωσε χάρτες που δείχνουν τις θέσεις τους στο Πακιστανικό Κασμίρ και στην Πουντζάμπ του Πακιστάν.
Η Επιχείρηση Sindoor οδήγησε σε αντίποινα από το Πακιστάν, συμπεριλαμβανομένων βολών πυροβολικού και αεροπορικών επιθέσεων, για τις οποίες επιστρατεύτηκαν και μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Η σύγκρουση ήταν βραχύχρονη αλλά εγκαινίασε τη μάχη μη επανδρωμένων μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων. Η Ινδία ισχυρίστηκε ότι κατέρριψε 300-400 τουρκικά μη επανδρωμένα SONGAR, που είχε προμηθεύσει η Τουρκία στο Πακιστάν. Σύμφωνα με ινδικούς κυβερνητικούς ισχυρισμούς, κατά τη διάρκεια της νύχτας της 7ης και 8ης Μαΐου, ο πακιστανικός στρατός εκτόξευσε τα τουρκικά SONGAR κατά τριάντα έξι τοποθεσιών στην Ινδία.
Επιπλέον, ένα τουρκικό θαλάσσιο πολεμικό σκάφος, το TCG BÜYÜKADA, έφτασε στο λιμάνι του Καράτσι λίγες ημέρες μετά τις επιδρομές, ακριβώς κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης. Οι τουρκικές αρχές περιέγραψαν την επίσκεψη ως «συνήθη port visit» μετά από παρόμοια επίσκεψη στο Ομάν, αλλά η χρονική συγκυρία θεωρείται ύποπτη.
Αυτά τα στοιχεία οδηγούν στην εικασία ότι, τουλάχιστον από τον Μάιο του 2025, υπάρχει κάποιου είδους στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και Πακιστάν κατά της Ινδίας. Αν και η Τουρκία και το Πακιστάν έχουν ιστορικό στρατιωτικής συνεργασίας — περιλαμβανομένης της μεταφοράς τεχνολογίας drone — η παροχή όπλων και η επίσκεψη του πολεμικού σκάφους κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης με την Ινδία δείχνουν μια πιο ενεργή τουρκική υποστήριξη.
Η σύζευξη Τουρκίας-Πακιστάν χρονολογείται πολύ νωρίτερα από την τρέχουσα κρίση. Η Τουρκία, υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υποστηρίζει με συνέπεια τη θέση του Πακιστάν σχετικά με το Κασμίρ, με τον Τούρκο πρόεδρο να θέτει επανειλημμένα το ζήτημα του Κασμίρ σε διεθνή φόρουμ, ακόμη και κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την κατάργηση του άρθρου 370 τον Αύγουστο του 2019.
Πρόσφατα, τον Σεπτέμβριο του 2025, ο Ερντογάν έθεσε το θέμα του Κασμίρ κατά τη διάρκεια της 80ής συνόδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, όπου δήλωσε ότι η Τουρκία ήταν «ευχαριστημένη» από τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, και ζήτησε την επίλυση της διαφοράς «με βάση τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών» μέσω διαλόγου. Αυτή η δήλωση απηχούσε παλαιότερες τοποθετήσεις του υπέρ του Πακιστάν, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Ισλαμαμπάντ, η οποία έχει κριθεί αιχμηρά από την Ινδία.
Υποστηρίζεται επίσης ότι η Τουρκία στηρίζει εδώ και πολλά χρόνια τα τρομοκρατικά κινήματα στο Κασμίρ. Συντονισμένες κοινωνικής δικτύωσης εκστρατείες, αποτελούμενες από αντι-ινδικές αφηγήσεις, φέρεται να έχουν εκδηλωθεί ταυτοχρόνως με αφετηρία το Ισλαμαμπάντ και την Κωνσταντινούπολη, μετά το 2018. Μέσω ενός δικτύου ΜΚΟ σε διάφορες ηπείρους, έχει κατασκευαστεί ένα δίκτυο επιρροής που προωθεί αφηγήσεις τόσο υπέρ της Χαμάς όσο των υπέρ των αντι-ινδικές εκστρατειών του Πακιστάν.
Η φαινομενική τουρκική συμπαιγνία με το Πακιστάν κατά της Ινδίας δεν έχει μείνει αναπάντητη. Τον Σεπτέμβριο του 2025, η Ινδία και η Ελλάδα πραγματοποίησαν τις πρώτες τους κοινές θαλάσσιες ασκήσεις στη Μεσόγειο, ενισχύοντας τη σχέση τους. Οι ανοικτές συνεντεύξεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν εντατικοποιηθεί και η Ινδία έχει τηρήσει υποστηρικτική στάση στο ζήτημα της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου. Αυτές οι κινήσεις θεωρούνται σαφές σήμα προς την Τουρκία ότι η παρέμβασή της στο Κασμίρ θα έχει συνέπειες σε ζητήματα ευαίσθητα για την Άγκυρα.








