Το Τουρκμενιστάν είναι ένα απομονωμένο κράτος στην καρδιά της Κεντρικής Ασίας, γνωστό για τα ακραία του γεωγραφικά και κλιματικά χαρακτηριστικά. Στα νότια συνορεύει με το Ιράν και το Αφγανιστάν, στα βόρεια με το Καζακστάν, στα ανατολικά με το Ουζμπεκιστάν, ενώ στα δυτικά βρέχεται από την κλειστή θάλασσα της Κασπίας. Το μεγαλύτερο μέρος της έκτασής του (περίπου 90%) καλύπτεται από την έρημο Καρακούμ, μια άνυδρη περιοχή με ελάχιστη βλάστηση. Στα νότια υψώνονται οροσειρές που σχηματίζουν φυσικό σύνορο με το Ιράν και το Αφγανιστάν, ενώ βόρεια ο μεγάλος ποταμός Αμού Ντάρια σημαδεύει τμήμα των συνόρων με το Ουζμπεκιστάν. Οι κοιλάδες των ποταμών αυτού του τόπου υπήρξαν το λίκνο πολιτισμών από την αρχαιότητα, αν και για αιώνες η περιοχή κατοικούνταν κυρίως από νομαδικές τουρκμένικες φυλές χωρίς ενιαίο κράτος.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά φυσικά φαινόμενα της χώρας είναι ο κρατήρας φυσικού αερίου Νταρβάζα στην έρημο Καρακούμ – γνωστός και ως «Πύλη της Κολάσεως». Ο κρατήρας αυτός δημιουργήθηκε το 1971 από σοβιετικούς γεωλόγους ύστερα από ένα ατύχημα σε γεώτρηση και έκτοτε καίει ασταμάτητα, τροφοδοτούμενος από τα υπόγεια κοιτάσματα φυσικού αερίου. Το θέαμα μιας τεράστιας φωτιάς που σιγοκαίει εδώ και δεκαετίες στη μέση της ερήμου υπογραμμίζει τον τεράστιο φυσικό πλούτο σε αέριο που διαθέτει το Τουρκμενιστάν – έναν πλούτο που όμως συνυπάρχει με την απομόνωση και τις αντιθέσεις αυτής της χώρας.
Σοβιετική κληρονομιά και μετασοβιετική πορεία
Ως πολιτική οντότητα, το Τουρκμενιστάν αναδύθηκε μόλις τον 20ό αιώνα. Κατά την περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν μία από τις φτωχότερες Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, με ελάχιστη βιομηχανική ανάπτυξη. Η Μόσχα χρησιμοποιούσε το Τουρκμενιστάν κυρίως ως προμηθευτή πρώτων υλών: βαμβάκι από τις εύφορες –αν και υπεραρδευμένες– πεδιάδες του, πετρέλαιο και προπάντων φυσικό αέριο από τα πλούσια κοιτάσματα στο υπέδαφος. Σε αντάλλαγμα, η τοπική οικονομία εξαρτιόταν από πενιχρές σοβιετικές επιδοτήσεις. Η εντατική εκτροπή υδάτων για τις ανάγκες της αγροτικής παραγωγής (ιδίως του βαμβακιού) προκάλεσε σοβαρές περιβαλλοντικές καταστροφές: η ροή του ποταμού Αμού Ντάρια ανακατευθύνθηκε προς αρδευτικά κανάλια στην έρημο, συμβάλλοντας δραματικά στο στέρεμα της Αράλης Θάλασσας και δημιουργώντας εντάσεις μεταξύ των χωρών της Κεντρικής Ασίας για τη διαχείριση υδάτων.
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, το Τουρκμενιστάν ανακήρυξε την ανεξαρτησία του. Ωστόσο, το πέρασμα στη μετασοβιετική εποχή ήταν τραχύ. Οι σοβιετικές επιδοτήσεις εξέλειψαν και σχεδόν κάθε τομέας της οικονομίας εκτός από τη βιομηχανία φυσικού αερίου κατέρρευσε. Η ανεργία εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα επίπεδα – υπολογίζεται ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πάνω από 60% του πληθυσμού έμεινε χωρίς εργασία. Σε μια προσπάθεια να επιβιώσει οικονομικά, η χώρα άρχισε να εξάγει φυσικό αέριο σε χαμηλές τιμές, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί την επιρροή της Ρωσίας στην περιοχή και να αντλήσει πολύτιμο συνάλλαγμα.
Στην εξωτερική πολιτική, η νέα ηγεσία υιοθέτησε μια στάση «μόνιμης ουδετερότητας». Το 1995 ο ΟΗΕ αναγνώρισε επισήμως το καθεστώς ουδετερότητας του Τουρκμενιστάν, και στην πρωτεύουσα Ασγκαμπάτ ανεγέρθηκε ένα εντυπωσιακό Μνημείο Ουδετερότητας – ένας χρυσός περιστρεφόμενος πύργος που στην κορυφή του έφερε άγαλμα του προέδρου. Αυτή η ουδετερότητα παρουσιάστηκε ως απόπειρα ειρηνικής συνύπαρξης με τους γείτονες και ως εργαλείο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, καθώς το νεοσύστατο κράτος χρειαζόταν απεγνωσμένα κεφάλαια. Με εκτιμώμενα αποθέματα φυσικού αερίου γύρω στα 2,7 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα –τα δεύτερα μεγαλύτερα σε ολόκληρη την πρώην ΕΣΣΔ μετά τη Ρωσία και από τα δέκα μεγαλύτερα παγκοσμίως– το Τουρκμενιστάν θεωρητικά διέθετε την πρώτη ύλη για να μετατραπεί σε ενα νέο «πετρελαιο-εμιράτο» τύπου Κουβέιτ. Σε έναν ιδανικό κόσμο, ο ενεργειακός αυτός πλούτος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη.
Στην πράξη, όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η κυβέρνηση του Τουρκμενιστάν, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, δεν έδειξε διάθεση για σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Δεν απελευθέρωσε τις τιμές, ούτε επέτρεψε τη δημιουργία πραγματικού ιδιωτικού τομέα. Έτσι, παρά κάποιες μικρές βελτιώσεις στα χαρτιά, η οικονομία παρέμεινε στάσιμη και εύθραυστη. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει μέχρι σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας, παρά τα αισιόδοξα νούμερα που εμφάνιζαν οι επίσημες αναφορές. Χαρακτηριστικά, ο τότε πρόεδρος ισχυριζόταν ότι τον Αύγουστο του 2006 η χώρα σημείωνε ρυθμό ανάπτυξης 20% – ένα ποσοστό που δεν αντικατοπτρίστηκε ποτέ στην πραγματικότητα που βιώνει ο απλός Τουρκμένος πολίτης. Λίγους μήνες αργότερα, ο αυταρχικός ηγέτης πέθανε αιφνιδίως (επισήμως από καρδιακή προσβολή, αν και δεν έλειψαν οι εικασίες για δηλητηρίαση). Δεν πρόλαβε έτσι να δει ο ίδιος τα υποτιθέμενα οφέλη εκείνης της «εκρηκτικής ανάπτυξης».
Η άνοδος και κυριαρχία του Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ
Η κεντρική μορφή στην ιστορία του ανεξάρτητου Τουρκμενιστάν είναι ο Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ, ο μακροχρόνιος ηγέτης που έμεινε γνωστός με τον τίτλο Τουρκμενμπασί – κυριολεκτικά «Πατέρας όλων των Τουρκμένιων». Ο Νιγιαζόφ υπήρξε κομματικό στέλεχος της Σοβιετικής εποχής, ένας από τους πολλούς γκρίζους τοπικούς γραφειοκράτες που υπηρετούσαν πιστά την ιδεολογία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ωστόσο, όταν η Σοβιετική Ένωση άρχισε να διαλύεται, αποδείχθηκε εξαιρετικά διορατικός και ευέλικτος: εγκατέλειψε γρήγορα τα κομμουνιστικά ιδεώδη και μεταμορφώθηκε σε ένθερμο υποστηρικτή του τουρκμενικού εθνικισμού. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό έλαβε χώρα στο τελευτάιο συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος της χώρας: μετά το τέλος των εργασιών, ο Νιγιαζόφ συγκέντρωσε τους ίδιους συνέδρους στην ίδια αίθουσα και τους ανακοίνωσε τη διάλυση του παλιού κόμματος και την ίδρυση του «Δημοκρατικού Κόμματος Τουρκμενιστάν» – που στην ουσία ήταν η μετονομασία του κομμουνιστικού κόμματος, με τον ίδιο επικεφαλής.
Από το 1991 και έπειτα, ο Νιγιαζόφ κατόρθωσε να εδραιώσει την εξουσία του σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, της οικονομίας και του κράτους. Εκμεταλλεύτηκε τα ερείπια του σοβιετικού συστήματος – το μονοκομματικό κράτος, τον έλεγχο της ασφάλειας, τον συγκεντρωτισμό – για να φτιάξει μια νέα, προσωποπαγή δικτατορία βασισμένη στον φόβο, την οικογενειοκρατία και την προπαγάνδα. Παράλληλα, αξιοποίησε τις παραδοσιακές δομές της τουρκμενικής κοινωνίας (τους δεσμούς των φυλών και των φατριών) και τις συνέδεσε με τους μηχανισμούς του σοβιετικού κράτους, δημιουργώντας ένα ιδιότυπο υβριδικό καθεστώς. Στο ερώτημα πώς ήταν δυνατόν ένας και μόνο άνθρωπος να καταλάβει και να διατηρήσει τόσο απόλυτα την εξουσία, η απάντηση συνοψίζεται σε μία λέξη: μονοπώλιο. Ο Νιγιαζόφ φρόντισε να μονοπωλήσει τον απόλυτο έλεγχο του μεγαλύτερου πλούτου της χώρας – των τεράστιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Κατά την περίοδο της ΕΣΣΔ, το Τουρκμενιστάν δεν απολάμβανε ουσιαστικά κανένα όφελος από το αέριό του, καθώς η Μόσχα απορροφούσε τα κέρδη. Μετά την ανεξαρτησία, ο Νιγιαζόφ εθνικοποίησε πλήρως τον ενεργειακό τομέα και ανέλαβε προσωπικά τα ηνία όλων των σημαντικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Φρόντισε όμως τα πραγματικά κέρδη από τις εξαγωγές αερίου να διοχετεύονται σε κλειστούς λογαριασμούς που έλεγχε ο ίδιος και ο στενός του κύκλος. Έτσι, η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου –που θεωρητικά θα μπορούσε να ευνοήσει ολόκληρη τη χώρα– μετατράπηκε στην κύρια πηγή πλουτισμού και ισχύος ενός ανθρώπου και της αυλής του.
Για να ενισχύσει το λαϊκό του έρεισμα και να δείξει ότι φέρνει πρόοδο, ο Τουρκμενμπασί προχώρησε σε πληθώρα φαραωνικών δημοσίων έργων. Η πρωτεύουσα Ασγκαμπάτ μεταμορφώθηκε από μια σχετικά υπανάπτυκτη πόλη σε μια φανταχτερή βιτρίνα, γεμάτη επιβλητικά δημόσια κτίρια επενδεδυμένα με λευκό μάρμαρο, φαρδιές λεωφόρους και τεράστια πάρκα. Χτίστηκαν πάνω από χίλια σιντριβάνια, παρά τη χρόνια λειψυδρία που ταλαιπωρεί την περιοχή. Αυτή η λαμπερή πρόσοψη είχε στόχο να εντυπωσιάσει τόσο τους ντόπιους όσο και τους ξένους – παρουσιάζοντας μια εικόνα ευημερίας και «εκσυγχρονισμού». Πίσω όμως από τα μάρμαρα και τα σιντριβάνια, η καθημερινή πραγματικότητα δεν άλλαξε σημαντικά: το Τουρκμενιστάν παρέμεινε μια κοινωνία βυθισμένη στην απομόνωση και τη φτώχεια, όπου κάθε φωνή αντίθεσης καταπνίγηκε. Ο μοναδικός πραγματικός νόμος του κράτους ήταν το θέλημα του ίδιου του Νιγιαζόφ. Τα δικαστήρια και το κοινοβούλιο μετατράπηκαν σε διακοσμητικά όργανα, χωρίς καμία ανεξαρτησία ή εξουσία απέναντι στον «Πρόεδρο Δια Βίου» – τίτλος με τον οποίο ο Τουρκμενμπασί ανακήρυξε ουσιαστικά τον εαυτό του.
Προσωπολατρία, Ρουχνάμα και παράδοξα μέτρα
Η διακυβέρνηση του Νιγιαζόφ χαρακτηρίστηκε από μια ακραία προσωπολατρία που όμοιά της έχει εμφανιστεί μόνο σε ελάχιστες χώρες, με πιο συχνά αναφερόμενο παράδειγμα τη Βόρεια Κορέα. Ο Τουρκμενμπασί επιδόθηκε στη δημιουργία ενός δημόσιου μύθου γύρω από τον εαυτό του, καλλιεργώντας την εικόνα του ως πατέρα του έθνους και σχεδόν ημίθεου ηγέτη. Στο κέντρο αυτού του ιδεολογικού οικοδομήματος τοποθέτησε το Ρουχνάμα, το «Βιβλίο της Ψυχής», το οποίο υποτίθεται ότι έγραψε ο ίδιος (στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος του συντάχθηκε από ομάδα συνεργατών του). Το Ρουχνάμα είναι ένα μείγμα ηθικοπλαστικών διδασκαλιών, αυτοβιογραφικών στοιχείων και αναθεωρημένης ιστορίας του τουρκμενικού λαού, γραμμένο με σκοπό να χρησιμεύσει ως πνευματικός οδηγός του έθνους.
Ο Νιγιαζόφ φρόντισε να αναγάγει το βιβλίο αυτό σε θεμέλιο λίθο της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής. Καθιέρωσε μάλιστα ετήσια εθνική εορτή προς τιμήν του βιβλίου: η 12η Σεπτεμβρίου ορίστηκε ως «Ημέρα του Ρουχνάμα», όπου οι πολίτες τιμούν την πνευματική κληρονομιά του προέδρου τους. Στην κεντρική πλατεία της Ασγκαμπάτ ανεγέρθηκε το 2002 ένα γιγαντιαίο μηχανικό μνημείο του Ρουχνάμα: ένα τεράστιο χρυσίζον βιβλίο, του οποίου το εξώφυλλο ανοίγει αυτόματα κάθε βράδυ στις 8 και προβάλλονται σελίδες με βιντεοπροβολέα, ενώ ακούγονται ηχογραφημένα αποσπάσματα.
Παράλληλα, ο Τουρκμενμπασί γέμισε τη χώρα με τεράστια αγάλματα και προτομές του. Πολλά από αυτά τα αγάλματα ήταν επιχρυσωμένα και κατείχαν περίοπτες θέσεις σε πόλεις και κωμοπόλεις – μια συνεχής υπενθύμιση της παρουσίας του «ένδοξου ηγέτη». Ο ίδιος ο Νιγιαζόφ επέμενε ότι δεν το έκανε από μεγαλομανία, αλλά κατ’ απαίτηση του λαού του, ο οποίος «δήθεν» ζητούσε να βλέπει το αγαπημένο του ηγέτη παντού. Σε μια επίδειξη αλλόκοτης ευφυολογίας, μετονόμασε όλους τους μήνες του χρόνου: αποφάσισε ο Ιανουάριος να φέρει το όνομα Τουρκμενμπασί (δηλαδή το προσωπικό του προσωνύμιο), ενώ ο Απρίλιος μετονομάστηκε σε Γκουρμπανσουλτάν προς τιμήν της μητέρας του Γκουρμπανσουλτάν Εζέντοβα. Η εξύμνηση των μελών της οικογένειάς του –της μητέρας του, αλλά και του πατέρα του ή ακόμη και του προγόνου του Μάγκτιμγκουλι– εντάχθηκε κι αυτή στο επίσημο εορτολόγιο και στην κρατική ιδεολογία, κάτι που διαφοροποιεί το τουρκμενικό καθεστώς από άλλες πρώην σοβιετικές δικτατορίες: η λατρεία δεν περιορίστηκε μόνο στο πρόσωπο του ηγέτη, αλλά επεκτάθηκε και στο σόι του.
Η προσπάθεια του Νιγιαζόφ να δημιουργήσει μια ξεχωριστή τουρκμενική «κοσμοθεωρία» έφτασε σε ακραία σημεία. Μετέφερε στοιχεία της σοβιετικής ολοκληρωτικής ιδεολογίας και τα προσάρμοσε σε ένα αφήγημα εθνικής υπεροχής των Τουρκμένιων. Στο Ρουχνάμα υποστήριζε ότι η ιστορική εξέλιξη του τουρκμενικού έθνους ξεκίνησε πριν από 5.000 χρόνια, δίνοντας στο λαό του την αίσθηση μιας πανάρχαιας αποστολής. Κήρυττε ότι το Τουρκμενιστάν μπορεί και πρέπει να ζει απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, διατηρώντας αγνές τις παραδόσεις και τα ήθη του. Αυτή η στροφή προς την αυτάρκη εθνική περηφάνια ήταν το σημείο όπου το Τουρκμενιστάν άρχισε να θυμίζει περισσότερο τη Βόρεια Κορέα παρά μια μετακομμουνιστική δημοκρατία. Οι πιο εντυπωσιακές ρήσεις και αποφθέγματα του «ένδοξου ηγέτη» χαράχτηκαν σε δημόσιους τοίχους, πινακίδες και μνημεία σε όλη τη χώρα. Κάθε δημόσιος χώρος μετατράπηκε σε μέσο υπενθύμισης της παρουσίας και του δόγματός του. Δρόμοι, σχολεία, χωριά, ακόμη και ένα μεγάλο φράγμα πήραν το όνομά του.
Οι πολίτες υποχρεώθηκαν να μελετούν και να αποστηθίζουν τμήματα του Ρουχνάμα. Αποτελούσε επίσημο κομμάτι της εκπαίδευσης και της κρατικής γραφειοκρατίας: γνώση των «διδαγμάτων» του βιβλίου απαιτούνταν όχι μόνο από δημοσίους υπαλλήλους, αλλά και από απλούς ανθρώπους σε καθημερινές διαδικασίες. Για παράδειγμα, όσοι ήθελαν να αποκτήσουν άδεια οδήγησης έπρεπε στις εξετάσεις να απαντήσουν και σε ερωτήσεις σχετικές με ρητά και κεφάλαια του Ρουχνάμα. Με αυτό τον τρόπο η ιδεολογία του καθεστώτος διαπότιζε ακόμη και τις πιο πεζές πτυχές της ζωής.
Πλάι στην κραυγαλέα προσωπολατρία, ο Νιγιαζόφ επέβαλε και μια σειρά από παράδοξους, συχνά ιδιόρρυθμους, κανόνες και απαγορεύσεις στην προσπάθειά του να διαμορφώσει μια «καθαρή» τουρκμενική κοινωνία σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα. Απαγορεύτηκαν ή καταδιώχθηκαν ως «ξένα» προς τον τουρκμενικό τρόπο ζωής πολλά καθημερινά πράγματα, όπως:
- Τα βιντεοπαιχνίδια και τα ηχοσυστήματα αυτοκινήτου (car radio)
- Το μακιγιάζ για τις γυναίκες
- Οι παραστάσεις μπαλέτου και όπερας
- Τα μακριά μαλλιά και τα γένια για τους άνδρες
- Ακόμη και τα σκυλιά μέσα στην πρωτεύουσα, με το σκεπτικό ότι «μυρίζουν άσχημα» στους δρόμους της πόλης
Επιπλέον, ορισμένες καθημερινές λέξεις και θεσμοί επαναπροσδιορίστηκαν: η λέξη «ψωμί» μετονομάστηκε σε Γκουρμπανσουλτάν (το όνομα της μητέρας του), ώστε μέχρι και το βασικότερο τρόφιμο να θυμίζει την οικογένεια του ηγέτη. Οι γιατροί του δημοσίου ορκίζονταν πλέον όχι στον όρκο του Ιπποκράτη αλλά σε όρκο πίστης προς τον Νιγιαζόφ. Το παραδοσιακό κυριλλικό αλφάβητο (κληρονομιά της ρωσικής επιρροής) αντικαταστάθηκε από ένα νέο αλφάβητο βασισμένο στο λατινικό, ειδικά διαμορφωμένο για την τουρκμενική γλώσσα, αποκόπτοντας έτσι μια ακόμη σύνδεση με το σοβιετικό παρελθόν. Κάθε μαθητής ή φοιτητής, για να αποφοιτήσει, έπρεπε εκτός από τις κανονικές εξετάσεις να περάσει επιτυχώς κι ένα «τεστ ηθικής», όπου αξιολογούνταν η αφοσίωσή του στις αρχές του καθεστώτος. Δεν έλειψαν και οι εντελώς παράδοξες «συμβουλές»: ο Νιγιαζόφ πρότεινε ακόμη και στους ηλικιωμένους να μασούν κόκαλα (όπως κάνουν οι σκύλοι) πιστεύοντας ότι έτσι θα ενισχύσουν την οδοντοστοιχία τους και «δεν θα χρειαστούν οδοντοστοιχίες».
Οικονομία: Φυσικό αέριο και κοινωνική ανισότητα
Το μονοπώλιο στο φυσικό αέριο λειτούργησε σαν δίκοπο μαχαίρι: αφενός πρόσφερε στο καθεστώς συναλλαγματικά έσοδα και μέσο άσκησης επιρροής (μέσω συμβολαίων πώλησης προς γείτονες όπως η Ρωσία και αργότερα η Κίνα), αφετέρου έκανε την οικονομία μονόπλευρη και ευάλωτη. Όταν οι τιμές ή οι εξαγωγές αντιμετώπιζαν πρόβλημα, δεν υπήρχε άλλος δυναμικός τομέας για να στηρίξει τη χώρα. Στα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης Νιγιαζόφ, το βιοτικό επίπεδο είχε πέσει σε αξιοθρήνητο σημείο. Το 2006, οπότε και πέθανε ο Τουρκμενμπασί, το κράτος βρέθηκε με άδεια ταμεία και σε διεθνή απομόνωση: ελάχιστες ξένες επενδύσεις έρχονταν, τα μεγάλα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα απέφευγαν να δανείσουν χρήματα σε ένα τόσο κλειστό καθεστώς, ενώ ακόμη και η εξαγωγή του αερίου δυσκολευόταν λόγω γεωπολιτικών παιχνιδιών (ο αγωγός προς τη Ρωσία και οι νέοι αγωγοί προς την Κίνα ήταν υπό διαπραγμάτευση, με τη Μόσχα και το Πεκίνο να διεκδικούν κυριαρχική πρόσβαση).
Μετά τον θάνατο του Νιγιαζόφ, ανέλαβε πρόεδρος ο μέχρι τότε αντιπρόεδρός του, Γκουρμπανγκουλί Μπερντιμουχαμέντοφ (το 2007). Αν και υπήρξαν κάποιες επιφανειακές αλλαγές –ο νέος ηγέτης π.χ. κατάργησε ορισμένες από τις πιο αλλοπρόσαλλες πολιτικές του προκατόχου, όπως τη μετονομασία των μηνών και την υπερβολική προβολή του Ρουχνάμα στα σχολεία– στην ουσία το σύστημα εξουσίας παρέμεινε παρόμοιο. Ο Μπερντιμουχαμέντοφ συνέχισε το μονοκομματικό, αυταρχικό μοντέλο, ενώ σταδιακά καλλιέργησε και εκείνος ένα (έστω πιο μετριοπαθές) προφίλ λατρείας γύρω από το πρόσωπό του. Η κοινωνική ανισότητα εξακολούθησε να είναι χαοτική: οι φτωχοί παρέμειναν εξαιρετικά φτωχοί και οι προνομιούχοι εξακολουθούσαν να νέμονται τα οφέλη της ενεργειακής οικονομίας. Ενδεικτικό της κατάστασης, όπως αναφέρθηκε και σε διεθνείς αναφορές, είναι ότι ο μέσος μισθός ενός Τουρκμένιου εργαζομένου αντιστοιχεί μόλις σε περίπου 20 δολάρια τον μήνα. Το ασύλληπτο αυτό νούμερο υπογραμμίζει το χάσμα ανάμεσα στους ολίγους κατέχοντες και στην πλειονότητα που αγωνίζεται να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες, σε μια χώρα που κάθε χρόνο εξάγει τεράστιες ποσότητες φυσικού αερίου.
Απομόνωση και καταστολή ελευθεριών
Κάθε έννοια αντιπολίτευσης εξαλείφθηκε. Ο ίδιος ο Νιγιαζόφ διακήρυττε δημόσια ότι «δεν υπάρχει αντιπολίτευση στο Τουρκμενιστάν» – μια δήλωση που αντανακλούσε την πραγματικότητα πως όσοι τολμούσαν να αμφισβητήσουν το καθεστώς είτε φυλακίζονταν είτε εξαναγκάζονταν σε σιωπή ή εξορία. Ιδιαίτερα μετά από μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του τον Νοέμβριο του 2002, ο Τουρκμενμπασί εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να προχωρήσει σε ένα κύμα «εκκαθαρίσεων»: συνέλαβε ή κατηγόρησε για προδοσία αρκετούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους που θεωρούνταν πιθανοί αντίπαλοι (όπως τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών Μπόρις Σιχμουράντοφ), ενώ δεν δίστασε να επιρρίψει ευθύνες στη μειονότητα των Ουζμπέκων εντός της χώρας αλλά και στην κυβέρνηση του γειτονικού Ουζμπεκιστάν, κατηγορώντας τους ότι υποκίνησαν το συμβάν. Αυτές οι κινήσεις όχι μόνο εξάλειψαν κάθε εστία αντιλογίας, αλλά χρησίμευσαν και για να τονώσουν τον φανατικό τουρκμενικό εθνικισμό, παρουσιάζοντας τους αντιφρονούντες ως «πιόνια ξένων δυνάμεων» (της Δύσης ή των γειτονικών κρατών) που ήθελαν το κακό της χώρας.
Ακόμη και η θρησκεία τέθηκε υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της προπαγάνδας. Παρότι το Τουρκμενιστάν είναι κατά πλειονότητα μουσουλμανικό (σουνιτικό), ο Νιγιαζόφ φρόντισε να υποβιβάσει την ανεξάρτητη θρησκευτική επιρροή. Σε συνεδρίαση του Λαϊκού Συμβουλίου είχε αυτοανακηρυχθεί νέος Προφήτης Μωάμεθ για το έθνος του, υπονοώντας ότι είναι θεόσταλτος ηγέτης. Σε άλλη περίσταση ισχυρίστηκε ότι το δικό του βιβλίο, το Ρουχνάμα, είναι ισότιμο σε αξία με το Κοράνι για τους Τουρκμένιους. Μάλιστα διαβεβαίωνε πως όποιος διαβάζει το Ρουχνάμα φωναχτά τρεις φορές την ημέρα «θα πάει κατευθείαν στον Παράδεισο». Με τέτοια μέσα, το καθεστώς επιχείρησε να εργαλειοποιήσει τη θρησκεία: το Ισλάμ έπρεπε να προσαρμοστεί στην κρατική ιδεολογία και να μην αποτελέσει πιθανό πεδίο αντίστασης ή εναλλακτικής συσπείρωσης του λαού. Οποιαδήποτε θρησκευτική δραστηριότητα μη ελεγχόμενη από το κράτος αντιμετωπίστηκε με καχυποψία και καταπίεση.
Σήμερα, πάνω από τριάντα χρόνια από την ανεξαρτησία του και σχεδόν δύο δεκαετίες από τον θάνατο του Νιγιαζόφ, το Τουρκμενιστάν παραμένει ένα από τα πλέον κλειστά και ανελεύθερα καθεστώτα στον κόσμο. Συχνά περιγράφεται ως η «Βόρεια Κορέα της Κεντρικής Ασίας» – ένας χαρακτηρισμός που αντανακλά τόσο την ακραία προσωπολατρία και την οικογενειοκρατία της ηγεσίας όσο και την αυστηρή απομόνωση από τη διεθνή κοινότητα.