Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε στις 11 Μαΐου ότι προτίθεται να υπογράψει εκτελεστικό διάταγμα το οποίο, όπως υποστήριξε, θα μειώσει τις τιμές των συνταγογραφούμενων φαρμάκων «σχεδόν αμέσα».
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ο Τραμπ ανέφερε ότι η υπογραφή του διατάγματος θα πραγματοποιηθεί το πρωί της επομένης στον Λευκό Οίκο, χαρακτηρίζοντας το συγκεκριμένο μέτρο ως ένα από τα πιο καθοριστικά στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Υποστήριξε ότι οι τιμές στα φάρμακα και τα φαρμακευτικά προϊόντα θα μειωθούν κατά 30% έως 80%, ενώ παράλληλα εκτίμησε πως οι τιμές θα αυξηθούν διεθνώς, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας εξισορρόπησης που, όπως είπε, θα αποκαταστήσει τη «δικαιοσύνη υπέρ της Αμερικής».
Η πρόταση βασίζεται στην εφαρμογή πολιτικής «ευνοούμενου έθνους», σύμφωνα με την οποία οι ΗΠΑ θα πληρώνουν την ίδια τιμή με εκείνη της χώρας που εξασφαλίζει τη χαμηλότερη τιμή παγκοσμίως για κάθε φάρμακο.
Το μέτρο αφορά κυρίως τους ασφαλισμένους στο πρόγραμμα «Medicare Part B», το οποίο παρέχει κάλυψη μέσω μηνιαίας εισφοράς. Η συγκεκριμένη πολιτική υποχρεώνει τις φαρμακευτικές εταιρείες να προσφέρουν στο Medicare τις χαμηλότερες τιμές που ισχύουν σε επιλεγμένες ανεπτυγμένες χώρες για σειρά ακριβών φαρμάκων.
Ο Τραμπ δεν παρέλειψε να ασκήσει κριτική στη φαρμακοβιομηχανία, κατηγορώντας τις εταιρείες ότι για χρόνια μετέφεραν το κόστος της έρευνας και ανάπτυξης αποκλειστικά στους Αμερικανούς καταναλωτές. Υποστήριξε ότι τα επιχειρήματα περί υψηλού κόστους ανάπτυξης χρησιμοποιούνταν για να δικαιολογηθεί μια επιβάρυνση που, όπως ανέφερε, «έπεφτε αδικαιολόγητα στις πλάτες των Αμερικανών». Δήλωσε επίσης πως, σε αντίθεση με το παρελθόν, η σημερινή Ρεπουμπλικανική παράταξη δεν επηρεάζεται από τις δωρεές της φαρμακοβιομηχανίας και πως προτίθεται να πράξει το σωστό, ακόμα και αν αυτό αποτελεί θέση που παραδοσιακά υποστηρίζεται από τους Δημοκρατικούς.
Σύμφωνα με έκθεση του 2024 του υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών των ΗΠΑ, οι Αμερικανοί πληρώνουν, κατά μέσο όρο, περισσότερο από τη διπλάσια τιμή για φάρμακα σε σχέση με άλλες χώρες, με ακόμη μεγαλύτερες διαφορές στα πιο ακριβά σκευάσματα.
Το νέο εκτελεστικό διάταγμα επαναφέρει το σχέδιο του 2020 της κυβέρνησης Τραμπ, το οποίο είχε παρόμοιες προβλέψεις αλλά δεν εφαρμόστηκε, καθώς βρισκόταν σε διαδικασία υλοποίησης όταν εκείνος αποχώρησε από την εξουσία. Βάσει του σχεδίου, το Medicare Part B πρέπει να εξασφαλίζει τη χαμηλότερη διαθέσιμη τιμή για κάθε φάρμακο που πωλείται και σε άλλες επιλεγμένες χώρες, με αναπροσαρμογή ανάλογα με τον όγκο πωλήσεων και το ΑΕΠ κάθε κράτους.
Το αρχικό σχέδιο της κυβέρνησης Τραμπ, που προβλεπόταν να εφαρμοστεί πιλοτικά επί επτά έτη, εκτιμάται πως θα εξοικονομούσε 87,8 δισ. δολάρια για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, τις πολιτείες και τους ασφαλισμένους του Medicare, σύμφωνα με το Γραφείο Αναλογιστών του Οργανισμού Medicare και Medicaid.
Ωστόσο, το 2020, η πρόταση αντιμετώπισε τέσσερις αγωγές και μια πανεθνική προσωρινή δικαστική εντολή, η οποία εμπόδισε την εφαρμογή της εντός του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος.
Η ιδέα του «ευνοούμενου έθνους» για τη διαμόρφωση τιμών έχει υιοθετηθεί και από ορισμένους νομοθέτες και από τα δύο κόμματα, ανεξάρτητα από το εκτελεστικό διάταγμα του Τραμπ.
Συγκεκριμένα, οι γερουσιαστές Τζος Χόουλυ (R-Mo.) και Πήτερ Γουέλτς (D-Vt.) παρουσίασαν στις 5 Μαΐου σχέδιο νόμου που θα απαγορεύει στις φαρμακοβιομηχανίες να πωλούν συνταγογραφούμενα φάρμακα στις ΗΠΑ σε τιμές υψηλότερες από τον μέσο όρο των τιμών που ισχύουν στον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιαπωνία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η προτεινόμενη νομοθεσία προβλέπει χρηματική ποινή δέκα φορές μεγαλύτερη από τη διαφορά ανά μονάδα πώλησης μεταξύ της αμερικανικής τιμής και του μέσου όρου των παραπάνω χωρών.
Ο Χόουλυ δήλωσε ότι το σχέδιο νόμου φιλοδοξεί να συνεχίσει την προσπάθεια που ξεκίνησε η κυβέρνηση Τραμπ το 2020, προσθέτοντας πως στόχος είναι να περιοριστεί η ισχύς της φαρμακοβιομηχανίας και να καταστούν ξανά προσιτά τα φάρμακα για τους Αμερικανούς πολίτες. Από την πλευρά του, ο Γουέλτς επεσήμανε ότι κανείς δεν θα πρέπει να αναγκάζεται να επιλέξει ανάμεσα στην ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη και στην κάλυψη βασικών αναγκών διαβίωσης, καταγγέλλοντας τις πολλαπλές διαφορές στις τιμές των φαρμάκων μεταξύ ΗΠΑ και άλλων χωρών.