Οι ΗΠΑ ανακοινώνουν την ένταξη 50 κινεζικών εταιρειών σε εμπορική «μαύρη λίστα», με στόχο την προστασία της εθνικής ασφάλειας και της τεχνολογικής υπεροχής.
Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε, στις 25 Μαρτίου, σε νέα αυστηροποίηση των εμπορικών περιορισμών εναντίον της Κίνας, προσθέτοντας συνολικά 80 εταιρείες στην «Entity List» του υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, από τις οποίες τουλάχιστον οι 50 έχουν έδρα στην Κίνα. Η κίνηση αυτή περιορίζει δραστικά την πρόσβασή τους σε προηγμένες αμερικανικές τεχνολογίες.
«Δεν θα επιτρέψουμε σε αντίπαλες χώρες να ενισχύσουν την στρατιωτική τους ικανότητα και να απειλήσουν τις ζωές των Αμερικανών πολιτών εκμεταλλευόμενοι την αμερικανική τεχνολογία », δήλωσε χαρακτηριστικά ο υπουργός Εμπορίου Χάουαρντ Λάτνικ σε επίσημη ανακοίνωση.
Ανάμεσα στις εταιρείες που βρίσκονται πλέον στη λίστα είναι έξι θυγατρικές του κινεζικού κολοσσού Inspur Group, ενός από τους μεγαλύτερους παρόχους υπηρεσιών cloud στην Κίνα. Το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου τις κατηγορεί ότι βοήθησαν την Inspur στην ανάπτυξη υπερυπολογιστών με εμφανή στρατιωτική χρήση, καθώς και στην απόκτηση προηγμένης τεχνολογίας από τις ΗΠΑ για λογαριασμό του Πεκίνου.
Το 2020, η Inspur είχε ήδη χαρακτηριστεί από το αμερικανικό υπουργείο Αμύνης ως εταιρεία που συνδέεται με τον κινεζικό στρατό, ενώ το 2023 εντάχθηκε για πρώτη φορά στην «Entity List». Πέντε από αυτές τις θυγατρικές έχουν έδρα στην Κίνα και μία στην Ταϊβάν.
Η αντίδραση της Ταϊβάν ήταν άμεση, με το υπουργείο Οικονομίας να ανακοινώνει πως ξεκινάει έρευνα για πιθανές παραβάσεις των κανονιστικών περιορισμών. Σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων CNA, ο υπουργός Οικονομίας Κουό Τζιε-Χόυ δεσμεύτηκε ότι «σε περίπτωση διαπίστωσης παραβιάσεων, η κυβέρνηση θα επιβάλει άμεσα κυρώσεις».
Εκτός από την Inspur, οι ΗΠΑ επέβαλαν περιορισμούς και σε άλλες τέσσερις κινεζικές εταιρείες, μεταξύ αυτών και στη Nettrix Information Industry, τη μεγαλύτερη κινεζική εταιρεία κατασκευής υπολογιστικών server. Σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, οι εταιρείες αυτές εμπλέκονται στην ανάπτυξη υπερσύγχρονων υπερυπολογιστών, γνωστών ως exascale, ικανών να επεξεργάζονται τεράστιους όγκους δεδομένων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ενισχύοντας έτσι στρατιωτικά προγράμματα του Πεκίνου.
Παράλληλα, άλλες κινεζικές οντότητες, μεταξύ των οποίων η Ακαδημία Τεχνητής Νοημοσύνης του Πεκίνου και η Beijing Innovation Wisdom Technology, εντάχθηκαν στη λίστα επειδή προσπάθησαν να αποκτήσουν κρίσιμες αμερικανικές τεχνολογίες προς ενίσχυση του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας.
Άμεση ήταν η αντίδραση του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, με τον εκπρόσωπο Γκουό Τζιακούν να κατηγορεί τις ΗΠΑ για «καταστολή κινεζικών εταιρειών», στη διάρκεια της καθημερινής ενημέρωσης των δημοσιογράφων, στις 26 Μαρτίου.
Ο υφυπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ αρμόδιος για τη βιομηχανία και την ασφάλεια, Τζέφρυ Κέσλερ, υπογράμμισε ότι η κίνηση αυτή στοχεύει στη διασφάλιση ότι «η αμερικανική τεχνολογία δεν θα χρησιμοποιείται ποτέ ενάντια στον αμερικανικό λαό». Ο κος Κέσλερ τόνισε ότι αυτά τα μέτρα αποτελούν «ένα σαφές και ισχυρό μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις» για να παύσουν οι προσπάθειες της Κίνας να «αξιοποιεί αμερικανικές τεχνολογίες και προϊόντα σε προγράμματα που απειλούν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ».
Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο, όχι μόνο στις εταιρείες που βρίσκονται πλέον στη λίστα, αλλά και στις συνολικές σχέσεις της τεχνολογικής βιομηχανίας των δύο υπερδυνάμεων. Αναλυτές εκτιμούν ότι η κίνηση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω εντατικοποίηση της αντιπαράθεσης μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου στον τομέα της τεχνολογικής καινοτομίας και ασφάλειας, με σημαντικές επιπτώσεις στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και τις εμπορικές συναλλαγές.
Συμπερασματικά, η νέα αυτή κίνηση της αμερικανικής κυβέρνησης δείχνει μία περαιτέρω σκλήρυνση απέναντι στο Πεκίνο, με τις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας να δοκιμάζονται για άλλη μια φορά. Η εξέλιξη αυτή έρχεται να ενισχύσει προηγούμενες δράσεις της Ουάσιγκτον, η οποία επιχειρεί να διαφυλάξει την τεχνολογική της υπεροχή και ασφάλεια, οδηγώντας τη σινοαμερικανική διαμάχη σε μία νέα περίοδο αυξημένης έντασης.