Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, προειδοποίησε την 1η Μαΐου ότι πρόσωπα και χώρες που αγοράζουν πετρέλαιο ή πετροχημικά προϊόντα από το Ιράν θα βρεθούν αντιμέτωποι με κυρώσεις.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα Truth Social, ανέφερε πως όλες οι σχετικές αγορές πρέπει να σταματήσουν άμεσα και ότι όποιος συνεχίσει να συναλλάσσεται με το Ιράν στον τομέα της ενέργειας θα υπόκειται σε δευτερεύουσες κυρώσεις, δηλαδή κυρώσεις για όσους συναλλάσσονται με ήδη κυρωμένα ιρανικά πρόσωπα ή οντότητες. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι εν λόγω φορείς δεν θα μπορούν να έχουν καμία μορφή συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει πολλαπλούς γύρους κυρώσεων κατά του ιρανικού πετρελαϊκού τομέα, ιδιαίτερα καθώς χώρες όπως η Κίνα συνεχίζουν να αγοράζουν ιρανικό πετρέλαιο.
Στις 20 Μαρτίου, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε την επιβολή κυρώσεων σε ένα μικρό διυλιστήριο πετρελαίου και στον επικεφαλής του, οι οποίοι κατηγορούνται για αγορά και επεξεργασία ιρανικού αργού πετρελαίου αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Το εν λόγω δίκτυο φέρεται να έχει έδρα στην επαρχία Σάντονγκ της Κίνας, στο Χονγκ Κονγκ και σε άλλες περιοχές.
Ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσσεντ, δήλωσε πως οι αγορές αυτές αποτελούν την κύρια οικονομική σανίδα σωτηρίας για το ιρανικό καθεστώς, το οποίο χαρακτήρισε ως τον βασικό κρατικό χορηγό της τρομοκρατίας παγκοσμίως.
Στις 10 Απριλίου, το υπουργείο Οικονομικών επέβαλε κυρώσεις στον υπήκοο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) Τζαγκουίντερ Σινγκ Μπραρ και τις εταιρείες του, τις οποίες κατηγόρησε για μεταφορά ιρανικού πετρελαίου. Ο Μπέσσεντ σημείωσε ότι το ιρανικό καθεστώς βασίζεται σε ένα δίκτυο αδιαφανών μεταφορέων και διαμεσολαβητών, όπως ο Μπραρ και οι επιχειρήσεις του, για να διακινεί πετρέλαιο και να χρηματοδοτεί αποσταθεροποιητικές ενέργειες.
Την ίδια ημέρα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε ότι επέβαλε κυρώσεις σε τέσσερις οντότητες που δραστηριοποιούνται στην ιρανική αγορά πετρελαίου, μεταξύ των οποίων και μία εταιρεία με έδρα στην Κίνα.
Στις 22 Απριλίου, η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε την επιβολή κυρώσεων σε έναν Ιρανό υπήκοο, τον Σεγιέντ Ασαντουλάχ Εμαμτζομέχ, και στο δίκτυό του μεταφοράς πετρελαίου, το οποίο φέρεται να εξήγαγε στο εξωτερικό. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπογράμμισε ότι τα έσοδα από αυτές τις δραστηριότητες χρηματοδοτούν την επιθετική συμπεριφορά του Ιράν, με έμφαση στο πυρηνικό και βαλλιστικό του πρόγραμμα, αλλά και στη στήριξη ένοπλων πληρεξουσίων.
Έξι ημέρες αργότερα, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε νέες κυρώσεις σε τρεις ναυτιλιακές εταιρείες και τα πλοία τους, τα οποία κατηγορούνται ότι μετέφεραν ιρανικό πετρέλαιο προς τους Χούθι, στην Υεμένη, την οποία υποστηρίζει το ιρανικό καθεστώς.
Στις 30 Απριλίου, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε κυρώσεις σε επτά οντότητες που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο ιρανικών πετρελαϊκών και πετροχημικών προϊόντων, ενώ προσδιόρισε επίσης δύο δεξαμενόπλοια ως «δεσμευμένη περιουσία».
Σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, οι εταιρείες αυτές αποστέλλουν ιρανικής προέλευσης πετροχημικά προϊόντα σε τρίτες χώρες, βοηθώντας το Ιράν να παρακάμψει τις κυρώσεις και να συνεχίσει να αντλεί έσοδα.
Η προειδοποίηση του Τραμπ έγινε ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαπραγματεύσεις Ουάσιγκτον–Τεχεράνης για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν πρέπει να επιτραπεί στο Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.