Στη Βουλή κατατέθηκε το βράδυ της Πέμπτης (5/6/2025) πρόταση για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής σχετικά με την τραγωδία των Τεμπών.
Η πρόταση βασίζεται σε σχετικό αίτημα του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων Τεμπών «28/2/2023» και της προέδρου του, Μαρίας Καρυστιανού. Την υπογράφουν 32 βουλευτές από τέσσερα κοινοβουλευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης: την Ελληνική Λύση, το κόμμα Νίκη, την Πλεύση Ελευθερίας, καθώς και ανεξάρτητοι βουλευτές που συγκροτούν το «Κίνημα Δημοκρατίας».
Στο βαρύ κατηγορητήριο της πρότασης περιλαμβάνονται συνολικά 9 αδικήματα, μεταξύ των οποίων: η ανθρωποκτονία από ενδεχόμενο δόλο (κατά συρροή), η σωματική βλάβη από ενδεχόμενο δόλο (κατά συρροή), οι επικίνδυνες παρεμβάσεις στη συγκοινωνία (συγκοινωνιακών μέσων σταθερής τροχιάς με θανατηφόρο αποτέλεσμα), η κακουργηματική έκθεση, η κακουργηματική απιστία, καθώς και το βαρύτατο αδίκημα της εσχάτης προδοσίας.
Πρόκειται για εξαιρετικά σοβαρές κατηγορίες, με τις οποίες οι συγγενείς των θυμάτων χαρακτηρίζουν το δυστύχημα στα Τέμπη ως τραγικό έγκλημα και ζητούν την απόδοση ευθυνών σε ανώτατο επίπεδο. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του συλλόγου, στόχος είναι η προάσπιση του κράτους δικαίου και η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και κοινωνικής ειρήνης που διασαλεύθηκαν «μέσω του πλήθους των ποινικά ερευνητέων πράξεων και παραλείψεων που οδήγησαν στο έγκλημα των Τεμπών και στη μετέπειτα συγκάλυψή του».
Τα πολιτικά πρόσωπα που κατονομάζονται
Η πρόταση Προανακριτικής στρέφεται κατά συνολικά 11 πολιτικών προσώπων – νυν και πρώην μελών της κυβέρνησης – τα οποία οι οικογένειες θεωρούν ενδεχομένως υπεύθυνα για τις παραλείψεις που οδήγησαν στην τραγωδία. Στο ‘κάδρο’ των ευθυνών περιλαμβάνονται:
-
Κυριάκος Μητσοτάκης του Κωνσταντίνου – Πρωθυπουργός Ελλάδος
-
Κωνσταντίνος (Κώστας) Καραμανλής του Αχιλλέα – πρώην υπουργός Υποδομών και Μεταφορών (υπηρετούσε κατά τον χρόνο του δυστυχήματος)
-
Ιωάννης Κεφαλογιάννης – πρώην υφυπουργός Μεταφορών και Υποδομών (επί κυβέρνησης ΝΔ 2019-23) και νυν υπουργός Κλιματικής Κρίσης & Πολιτικής Προστασίας
-
Γεώργιος Καραγιάννης – πρώην υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών (επί κυβέρνησης ΝΔ)
-
Μιχάλης Παπαδόπουλος – πρώην υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών (επί κυβέρνησης ΝΔ)
-
Γεώργιος Γεραπετρίτης – πρώην (υπηρεσιακός) υπουργός Υποδομών και Μεταφορών μετά την παραίτηση Καραμανλή και νυν υπουργός Εξωτερικών
-
Ιωάννης Τσακίρης – πρώην υφυπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων (αρμόδιος για κονδύλια, ενδεχομένως σχετικά με σιδηροδρομικά έργα)
-
Ζωή Ράπτη – πρώην υφυπουργός Υγείας και πρώην υφυπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων (μέλος της κυβέρνησης ΝΔ)
-
Αθανάσιος (Θάνος) Πλεύρης – πρώην υπουργός Υγείας και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ
-
Νικόλαος Παπαθανάσης – πρώην αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης (και νυν αναπλ. υπουργός Οικονομίας & Οικονομικών)
-
Χρήστος Σπίρτζης – πρώην υπουργός Υποδομών και Μεταφορών (επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019)
Οι ανωτέρω συμπεριλαμβάνονται ονομαστικά στην πρόταση, η οποία ζητά διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών τους για το δυστύχημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λίστα περιλαμβάνει στελέχη τόσο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας (2019-2023 και τρέχουσα περίοδος) όσο και της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (τον τότε αρμόδιο υπουργό Χρήστο Σπίρτζη). Έτσι, το αίτημα των οικογενειών στοχεύει διακομματικά σε όσους διετέλεσαν σε θέσεις ευθύνης για τον ελληνικό σιδηρόδρομο τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του πρωθυπουργού.
Ρόλος και αιτήματα του Συλλόγου «Τέμπη 2023» και της Μαρίας Καρυστιανού
Η εν λόγω πρωτοβουλία ξεκίνησε από τον Σύλλογο Θυμάτων των Τεμπών 28/2/2023, ο οποίος ιδρύθηκε μετά το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα με σκοπό τη διεκδίκηση δικαιοσύνης. Πρόεδρος του συλλόγου είναι η Μαρία Καρυστιανού, συγγενής θύματος της τραγωδίας, η οποία έκτοτε έχει αναδειχθεί σε κεντρική εκπρόσωπο των οικογενειών.
Ο σύλλογος, με τη νομική του ομάδα, συνέταξε πλήρη πρόταση Προανακριτικής Επιτροπής και την ανήρτησε δημόσια, απευθύνοντάς την προς όλους τους βουλευτές ανεξαρτήτως κόμματος.
Η πρόταση στηρίζεται στις συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 86 §3) και τον Κανονισμό της Βουλής που προβλέπουν τη διαδικασία ποινικής ευθύνης υπουργών.
Η Μαρία Καρυστιανού κάλεσε δημοσίως τους εκπροσώπους όλων των παρατάξεων να στηρίξουν το αίτημα «ως οφείλουν, ώστε να επιτευχθεί η προάσπιση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας, η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η κοινωνική ειρήνη».
Οι οικογένειες των θυμάτων θεωρούν ότι μέχρι στιγμής η αναζήτηση ευθυνών έχει περιοριστεί στα επιχειρησιακά λάθη (π.χ. στον σταθμάρχη που ήδη διώκεται ποινικά) και δεν έχει αγγίξει την πολιτική ηγεσία. Για τον λόγο αυτόν, ο σύλλογος προώθησε το μοναδικό μέσο που έχει στη διάθεσή του μέσω της Βουλής, ζητώντας από τους βουλευτές να παραμερίσουν κομματικές γραμμές.
«Καλούμε τους βουλευτές […] να στηρίξουν την πρότασή μας υπερψηφίζοντάς την, όπως οφείλουν», ανέφερε χαρακτηριστικά η κα Καρυστιανού στο δημόσιο κάλεσμά της. Η ίδια και άλλοι εκπρόσωποι των οικογενειών έχουν δηλώσει πως δεν αποσκοπούν σε πολιτική εκμετάλλευση, αλλά στην πλήρη διαλεύκανση των αιτιών και παραλείψεων που οδήγησαν στο πολύνεκρο δυστύχημα και στην απόδοση ευθυνών σε όσους είχαν θεσμική ευθύνη να αποτρέψουν μια τέτοια τραγωδία.
Αντιδράσεις κομμάτων και πολιτικών παραγόντων
Η κατάθεση της πρότασης – και ιδίως η συμπερίληψη του πρωθυπουργού και η κατηγορία περί «εσχάτης προδοσίας» – προκάλεσε έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Η κυβέρνηση και η Νέα Δημοκρατία αντέδρασαν οξύτατα: ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης χαρακτήρισε το αίτημα παραπομπής του κου Μητσοτάκη για προδοσία ως «μαύρη σελίδα στην πολιτική ιστορία της χώρας», σημειώνοντας ότι πρόκειται για κατηγορία «χωρίς το παραμικρό νομικό, λογικό και ηθικό έρεισμα» που «ξεπερνά κάθε όριο παραλογισμού».
Η κυβέρνηση κατηγόρησε τα κόμματα της αντιπολίτευσης για «ηθικό και πολιτικό κατήφορο», κάνοντας λόγο για μια χυδαία προσπάθεια εκμετάλλευσης της εθνικής τραγωδίας των Τεμπών προς κομματικό όφελος. Παρομοίως, νομικοί και πολιτικοί κύκλοι προσκείμενοι στην κυβερνητική παράταξη τόνισαν ότι η επίκληση της εσχάτης προδοσίας συνιστά πρωτοφανή και αβάσιμη υπερβολή – ο πρώην υπουργός Ανδρέας Λοβέρδος, για παράδειγμα, τη χαρακτήρισε «νομικά τερατώδες λάθος και άλμα στο κενό», απορρίπτοντας την πρόταση Καρυστιανού.
Στον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ), η εξέλιξη αυτή προκάλεσε εσωτερικές αναταράξεις.
Αρχικά, την Τετάρτη, ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. είχε καταθέσει τη δική του πρόταση Προανακριτικής, συγκεντρώνοντας 33 υπογραφές (26 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με 7 ανεξάρτητους συμπορευόμενους). Μάλιστα, στη συλλογή υπογραφών συνέδραμαν οι έξι ανεξάρτητοι βουλευτές του «Κινήματος Δημοκρατίας» (πρόκειται για πρώην βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, προσκείμενους στον πρόεδρο του κόμματος Στέφανο Κασσελάκη), καθώς και η ανεξάρτητη Αρετή Παπαϊωάννου.
Ωστόσο, λίγες ώρες αργότερα, οι ίδιοι έξι βουλευτές ανακοίνωσαν την απόσυρση των υπογραφών τους από την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, δηλώνοντας ότι «δεν επιθυμούν να υπάρχει αντιπαραθετική πρόταση απέναντι σε αυτή των συγγενών».
Οι βουλευτές Αυλωνίτης, Πούλου, Μάλαμα, Τζάκρη, Χρηστίδου και Χουρδάκης (όλοι ανεξάρτητοι, πλέον εκτός ΣΥΡΙΖΑ) τάχθηκαν υπέρ του να στηριχθεί από όλη την αντιπολίτευση μία ενιαία πρόταση, βασισμένη στο κατηγορητήριο των οικογενειών.
Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανος Κασσελάκης, φέρεται να συναίνεσε σε αυτή τη μεταστροφή: ενώ αρχικά είχε δηλώσει ότι θα υπερψηφίσει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, τελικά υπαναχώρησε και προκρίνει πλέον τη στήριξη μόνο της πρότασης των συγγενών. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την αντίδραση της Κουμουνδούρου (κεντρικής διοίκησης ΣΥΡΙΖΑ), με πηγές του κόμματος να κατηγορούν τον κο Κασσελάκη για αντιφάσεις και επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος.
«Τα ήξεις αφήξεις και η επικοινωνιακή εκμετάλλευση ενός θέματος που απασχολεί όλη την κοινωνία δεν αντιστοιχούν στην υποχρέωση που έχουμε απέναντι στην κοινωνία και στην αλήθεια», σχολίαζαν κύκλοι της Κουμουνδούρου, αφήνοντας σαφείς αιχμές για τον χειρισμό της υπόθεσης εκ μέρους της προηγούμενης ηγεσίας.
Από την πλευρά τους, συνεργάτες του κου Κασσελάκη (η λεγόμενη «Νέα Αριστερά») δήλωσαν «δικαιωμένοι» από την επιλογή να στηριχθεί η πρόταση των οικογενειών, υποστηρίζοντας ότι η αρχική στάση του ΣΥΡΙΖΑ εκτέθηκε και η πρότασή του δεν επρόκειτο τελικά να συζητηθεί. Συνολικά, η εικόνα στην αντιπολίτευση εξελίχθηκε σε μείζον πολιτικό παρασκήνιο, με αντεγκλήσεις περί ασυνεννοησίας και μικροκομματικών παιχνιδιών.
Από τα υπόλοιπα κόμματα, η Ελληνική Λύση, η Νίκη και η Πλεύση Ελευθερίας ευθυγραμμίστηκαν πλήρως με την πρόταση Καρυστιανού, την οποία και συνυπέγραψαν όλοι οι βουλευτές τους. Οι ηγεσίες τους εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους στις οικογένειες των θυμάτων, παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους, συγκροτώντας μια ετερόκλητη συμμαχία ειδικά για το ζήτημα αυτό.
Αντίθετα, το ΚΚΕ έχει κρατήσει αποστάσεις: ήδη από νωρίτερα είχε ταχθεί υπέρ σύστασης Εξεταστικής (αντί Προανακριτικής) Επιτροπής και δεν συμμετείχε στις διαβουλεύσεις για τις τρέχουσες προτάσεις, εκφράζοντας επιφυλάξεις ότι μπορεί να υπάρξει ειλικρινής απόδοση ευθυνών μέσω αυτής της διαδικασίας.
Τέλος, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επέλεξε να καταθέσει δική του, ξεχωριστή πρόταση και δεν συνυπέγραψε εκείνη του συλλόγου, αν και χαιρέτισε την κινητοποίηση των θυμάτων. Εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ άφησαν αιχμές ότι η προσέγγιση της εσχάτης προδοσίας είναι νομικά υπερβολική, επιμένοντας σε πιο «στέρεες» κατηγορίες περί εγκληματικής αμέλειας και ότι η αναζήτηση ευθυνών πρέπει να γίνει με σοβαρότητα και όχι με επικοινωνιακές κινήσεις.
Νομικές και πολιτικές προεκτάσεις
Η υπόθεση έχει πλέον περιέλθει στη Βουλή, όμως για τη συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής απαιτείται απόφαση της Ολομέλειας με τουλάχιστον 151 θετικές ψήφους (από τις 300) – δηλαδή την απόλυτη πλειοψηφία.
Η κυβερνώσα πλειοψηφία της ΝΔ, που διαθέτει άνω των 158 εδρών, έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να συναινέσει σε καμία πρόταση που στοχοποιεί τον πρωθυπουργό ή ευρύτερα τα στελέχη της πέραν όσων η ίδια θεωρεί υπεύθυνους.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κος Μαρινάκης δήλωσε κατηγορηματικά ότι οι βουλευτές της ΝΔ θα υπερψηφίσουν μόνο την πρόταση της δικής τους κοινοβουλευτικής ομάδας, απορρίπτοντας τις λοιπές πρωτοβουλίες . Με άλλα λόγια, η κυβερνητική πλειοψηφία αναμένεται να καταψηφίσει τόσο την πρόταση των οικογενειών (που υπογράφεται από τα μικρότερα κόμματα) όσο και όποια άλλη πρόταση φέρει η αντιπολίτευση, εμποδίζοντας έτσι τη συγκέντρωση του «151».
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η επιθυμητή από τις οικογένειες διεύρυνση του κατηγορητηρίου (μέχρι και τον πρωθυπουργό) δύσκολα θα προχωρήσει, εφόσον η ΝΔ παραμείνει ενιαία σε αυτή τη στάση.
Πάντως, κυβερνητικές πηγές τονίζουν ότι η δικαστική έρευνα για τα Τέμπη συνεχίζεται ανεξάρτητα από τη Βουλή και ήδη ασκούνται ποινικές διώξεις σε υπηρεσιακά πρόσωπα, αφήνοντας να εννοηθεί πως θεωρούν την κοινοβουλευτική προκαταρκτική έρευνα περιττή ή/και πολιτικά υποκινούμενη.
Από την άλλη πλευρά, πολιτικοί συμβολισμοί και σκοπιμότητες είναι εμφανείς σε όλες τις προτάσεις. Η σύμπραξη συντηρητικών, κεντροαριστερών και ανεξάρτητων βουλευτών γύρω από την πρόταση Καρυστιανού προκάλεσε ερωτήματα και κριτική περί «ετερόκλητης συμμαχίας» . Οι υποστηρικτές της, όμως, απαντούν ότι αυτό υπογραμμίζει την υπερκομματική διάσταση της τραγωδίας: «Οι ψυχές των 57 νεκρών ενώνουν εκεί που τα κόμματα χωρίζουν», ανέφερε χαρακτηριστικά σε ανακοίνωσή του ένας εκ των βουλευτών που συνυπέγραψαν.
Στον αντίποδα, η ΝΔ κατηγορεί τους αντιπάλους της για κυνισμό: σημειώνει ότι οι ίδιοι που τώρα ενώνονται σε ένα «μέτωπο κατά Μητσοτάκη» ήταν μέχρι χθες ιδεολογικά αντίθετοι και υποστηρίζει ότι κίνητρό τους δεν είναι η δικαίωση των θυμάτων αλλά η πολιτική εκμετάλλευση και η προσπάθεια φθοράς της κυβέρνησης.
Νομικά, πολλοί συνταγματολόγοι εκτιμούν ότι η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας δύσκολα μπορεί να σταθεί σε ένα τέτοιο πλαίσιο: παραδοσιακά αφορά πράξεις κατά του πολιτεύματος ή της εδαφικής ακεραιότητας, και το να αποδοθεί σε κυβερνητικά στελέχη για αμέλεια ή παραλείψεις σε θέματα ασφαλείας συγκοινωνιών θεωρείται πρωτόγνωρο.
Ακόμα και αν συστηνόταν Προανακριτική με αυτό το κατηγορητήριο, πιθανότατα θα σκοντάφτε σε νομικές προκλήσεις και θα κινδύνευε να χαρακτηριστεί «φιάσκο».
Αυτή την άποψη συμμερίζονται – αν και από διαφορετική σκοπιά – και πιο μετριοπαθείς φωνές της αντιπολίτευσης: για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να μην συμπεριλάβει την εσχάτη προδοσία στη δική του πρόταση, εστιάζοντας σε ποινικές ευθύνες όπως η παράβαση καθήκοντος και η επικίνδυνη διατάραξη συγκοινωνιών.
Επίσης, επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που η Βουλή απορρίψει μια πρόταση προανακριτικής, δημιουργείται ένα πολιτικό προηγούμενο ατιμωρησίας: σύμφωνα με την κυβέρνηση, η καταψήφιση ισοδυναμεί με την κοινοβουλευτική πεποίθηση ότι δεν συντρέχει λόγος περαιτέρω διερεύνησης, κάτι που κλείνει τον δρόμο για νέα παρόμοια πρωτοβουλία στο μέλλον (τουλάχιστον για τα ίδια πρόσωπα και γεγονότα). Αντίθετα, η αντιπολίτευση υποστηρίζει ότι αν η κυβερνητική πλειοψηφία απορρίψει μια τέτοια πρόταση, θα αναλάβει το πολιτικό κόστος απέναντι στην κοινή γνώμη, που απαιτεί λογοδοσία για την τραγωδία.
Οι άλλες προτάσεις προανακριτικής: ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και (πρώην) ΣΥΡΙΖΑ
Πριν την κατάθεση της πρότασης των οικογενειών, είχαν ήδη δρομολογηθεί τρεις κομματικές προτάσεις για την υπόθεση των Τεμπών, αντανακλώντας διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς το ποιους πρέπει να αγγίξει η έρευνα.
-
Πρόταση Νέας Δημοκρατίας: Η κυβερνητική παράταξη, θέλοντας να δείξει ότι δεν φοβάται τη διερεύνηση, κατέθεσε πρώτη τη δική της πρόταση Προανακριτικής Επιτροπής, αλλά με περιορισμένο αντικείμενο. Συγκεκριμένα, η ΝΔ ζητά έρευνα μόνο για τον πρώην υπουργό Υποδομών & Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή, ο οποίος παραιτήθηκε μετά την τραγωδία αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη. Η πρόταση αυτή στοχεύει στην απόδοση ενδεχόμενων ευθυνών στον κο Καραμανλή για παραλείψεις στην αναβάθμιση της ασφάλειας του σιδηροδρομικού δικτύου κατά τη θητεία του (2019-2023). Δεν περιλαμβάνει άλλους υπουργούς ή τον πρωθυπουργό, διαχωρίζοντας έτσι τη θέση της κυβέρνησης από τις βαρύτερες κατηγορίες. Η ΝΔ εμφανίζεται διατεθειμένη να υπερψηφίσει μόνο αυτήν την πρόταση – στην οποία άλλωστε έχει την πλειοψηφία, διασφαλίζοντας την έγκρισή της στην Ολομέλεια .
-
Πρόταση ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ: Η τρίτη σε δύναμη κοινοβουλευτική ομάδα υιοθέτησε μια ενδιάμεση προσέγγιση. Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε πρόταση που στοχεύει σε διακομματική διερεύνηση ευθυνών, συμπεριλαμβάνοντας τόσο τον κο Καραμανλή της ΝΔ όσο και τον Χρήστο Σπίρτζη του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και υφυπουργούς των κυβερνήσεών τους που είχαν αρμοδιότητα στους σιδηροδρόμους . Με άλλα λόγια, η πρόταση ΠΑΣΟΚ ζητά Προανακριτική για την περίοδο διακυβέρνησης 2015-2019 (ΣΥΡΙΖΑ) και 2019-2023 (ΝΔ), θεωρώντας ότι και οι δύο κυβερνήσεις φέρουν μέρος της ευθύνης για χρόνιες καθυστερήσεις σε κρίσιμα έργα ασφάλειας (όπως το σύστημα τηλεδιοίκησης/σηματοδότησης που δεν είχε ολοκληρωθεί). Στο κατηγορητήριο του ΠΑΣΟΚ περιλαμβάνονται κακουργηματικές πράξεις όπως η επικίνδυνη διατάραξη των συγκοινωνιών με αποτέλεσμα τον θάνατο (κατηγορία ήδη γνωστή από τις διώξεις εις βάρος υπηρεσιακών παραγόντων) και η παράβαση καθήκοντος υπουργών. Η πρόταση αυτή έχει συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών και αναμένεται να συζητηθεί κανονικά στην Ολομέλεια. Αν και η ΝΔ δεν την υπογράφει, η κυβέρνηση δεν αποκλείει να αφήσει τους βουλευτές της να την υπερψηφίσουν ή έστω να μην την καταψηφίσουν, καθώς η έρευνα αφορά και τον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, μένει να φανεί αν θα επιλεγεί η οδός της σύμπλευσης ή αν η ΝΔ θα προτιμήσει να περάσει μόνο τη δική της μονοκομματική πρόταση. Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, το πιθανότερο είναι να στηρίξει την πρόταση ΠΑΣΟΚ (καθώς περιλαμβάνει τον κο Καραμανλή της ΝΔ), αν και θα βρεθεί σε δύσκολη θέση λόγω της συμπερίληψης του δικού του στελέχους, Χρ. Σπίρτζη.
-
Πρόταση ΣΥΡΙΖΑ (ανεσταλμένη): Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως προαναφέρθηκε, είχε επιχειρήσει να προτείνει τη δική του διευρυμένη Προανακριτική, με έμφαση στην απόδοση ευθυνών στον κο Μητσοτάκη και σε υπουργούς της κυβέρνησής του. Η πρόταση αυτή συγκέντρωσε αρχικά 33 υπογραφές και κατατέθηκε την Τετάρτη 5/6, όμως αποσύρθηκε ουσιαστικά την επομένη, όταν οι 6 ανεξάρτητοι βουλευτές απέσυραν τις δικές τους υπογραφές. Δεδομένου ότι οι υπογραφές έπεσαν κάτω από το ελάχιστο όριο των 30, η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις για να εισαχθεί προς συζήτηση στην Ολομέλεια. Κοινοβουλευτικοί αξιωματούχοι επεσήμαναν βέβαια ένα διαδικαστικό κενό: ο Κανονισμός της Βουλής δεν προβλέπει ρητά τη διαδικασία αφαίρεσης υπογραφών αφού μια πρόταση έχει κατατεθεί και πάρει αριθμό πρωτοκόλλου. Παρ’ όλα αυτά, πολιτικά θεωρείται βέβαιο ότι η συγκεκριμένη πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα φτάσει σε ψηφοφορία, καθώς οι ίδιοι οι συνυπογράφοντες την απέσυραν και πλέον το κόμμα έχει στραφεί στη στήριξη της πρότασης των συγγενών. Η όλη εξέλιξη προκάλεσε αμηχανία στην ηγεσία ΣΥΡΙΖΑ, που ουσιαστικά είδε την πρότασή της να καπελώνεται από εκείνη του συλλόγου θυμάτων, και μάλιστα με τη συνδρομή βουλευτών προσκείμενων στον δικό της αρχηγό.
Συνοψίζοντας, αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο ενεργές προτάσεις προανακριτικής που αναμένεται να τεθούν σε συζήτηση και ψηφοφορία: μία της ΝΔ και μία του ΠΑΣΟΚ (αμφότερες εστιάζουν κυρίως στα πρόσωπα των υπουργών Υποδομών). Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ έχει πρακτικά ματαιωθεί, ενώ η πρόταση των οικογενειών (Καρυστιανού) – αν και έχει κατατεθεί επίσημα με 32 υπογραφές – πιθανότατα θα συζητηθεί μαζί με τις άλλες αλλά δεν θα συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία λόγω αντίθεσης της κυβέρνησης. Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται έτσι στην πολιτική διαχείριση: η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώκει να περιορίσει το εύρος της διερεύνησης (στο πρόσωπο του Κ. Καραμανλή) και να αποφύγει μία εφ’ όλης της ύλης εξέταση των δικών της ευθυνών, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης (με διαφορετικούς τρόπους) πιέζουν για ευρύτερη λογοδοσία. Οι οικογένειες των θυμάτων, από την πλευρά τους, δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν να αγωνίζονται για δικαίωση και αλήθεια, είτε εντός είτε εκτός Βουλής.