Από μια μικρή πόλη της Θράκης έως τα τείχη της Ρώμης, η ζωή του στρατηγού Βελισάριου μοιάζει βγαλμένη από επικό μυθιστόρημα. Υπήρξε ο πιο λαμπρός πολέμαρχος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄, οδηγώντας τον βυζαντινό στρατό σε θριάμβους στην Ανατολή και τη Δύση. Γνώρισε ακραία δόξα αλλά και απότομη δυσμένεια, με διαδοχικές εναλλαγές από τον θρίαμβο στον παραμερισμό. Ας ακολουθήσουμε τα βήματα του Βελισάριου από τη νεανική του ανέλιξη μέχρι το πικρό τέλος, σκιαγραφώντας τις μεγάλες νίκες, τη στρατηγική ιδιοφυΐα και την προσωπικότητά του.
Καταγωγή και άνοδος στο προσκήνιο
Ο Φλάβιος Βελισάριος γεννήθηκε γύρω στο 505 μ.Χ. στη Θράκη, πιθανότατα στο χωριό Γερμέν (σημερινό Ορμένιο Έβρου). Ανήκε σε λατινόφωνη οικογένεια γαιοκτημόνων και για τα παιδικά του χρόνια γνωρίζουμε ελάχιστα. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατετάγη ως αξιωματικός στην αυτοκρατορική φρουρά του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄. Εκεί γνωρίστηκε με τον ανιψιό και διάδοχο του αυτοκράτορα, τον Ιουστινιανό, o οποίος διέκρινε τα χαρίσματά του. Ο Ιουστινιανός τον πήρε στη προσωπική του φρουρά ως βουκελάριο, δίνοντας το έναυσμα για μια ραγδαία στρατιωτική ανέλιξη. Ήδη ως νεαρός αξιωματικός, ο Βελισάριος επέδειξε τόλμη και ικανότητα: μαζί με τον φίλο του Σίττα ηγήθηκε τολμηρών ιππικών επιδρομών σε περσοκρατούμενα εδάφη της Αρμενίας, αποσπώντας πλούσια λάφυρα και φήμη για το όνομά του.
Πρώτες εκστρατείες και νίκες στην Ανατολή
Το 529, μόλις περίπου 24 ετών, ο Βελισάριος ορίστηκε ανώτατος στρατηγός της Ανατολής (magister militum per Orientem), αναλαμβάνοντας την αρχηγία στον πόλεμο κατά των πανίσχυρων Σασσανιδών Περσών. Πολύ σύντομα βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη πρόκληση: οι Πέρσες εισέβαλαν στη Μεσοποταμία και εκείνος έπρεπε να τους αναχαιτίσει. Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση κοντά στο φρούριο του Δάρα (529) δεν στέφθηκε από επιτυχία για τον νεαρό στρατηγό – οι Πέρσες τον νίκησαν τακτικά, αν και δεν κατάφεραν να καταλάβουν το ισχυρό φρούριο ούτε να προελάσουν ως την Αντιόχεια. Όμως το επόμενο έτος, το 530, ο Βελισάριος αντιμετώπισε εκ νέου τον περσικό στρατό, αυτή τη φορά με 25.000 άνδρες εναντίον περίπου 40.000 υπό τον στρατηγό Φιρούζ. Προετοίμασε έξυπνα το πεδίο της μάχης γύρω από το Δάρας, σκάβοντας ορύγματα και τοποθετώντας τα στρατεύματά του με τρόπο που εξουδετέρωνε την αριθμητική υπεροχή του εχθρού. Η μάχη εξελίχθηκε όπως την είχε υπολογίσει: οι περσικές ενισχύσεις δεν ωφέλησαν και η κατά μέτωπον επίθεση των Σασσανιδών συνετρίβη. Ο Βελισάριος πέτυχε μια λαμπρή νίκη με βαρύτατες απώλειες για τον εχθρό – την πρώτη μεγάλη βυζαντινή νίκη επί των Περσών ύστερα από πολλά χρόνια συνεχών πολέμων.
Ωστόσο, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν. Το 531, σε μια αιματηρή μάχη στο Καλλίνικο του Ευφράτη, η κατάσταση ήταν αμφίρροπη: οι δυνάμεις του Βελισάριου βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν την ολοσχερή καταστροφή. Παρότι και οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρές απώλειες και εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός θεώρησε φρόνιμο να ανακαλέσει τον Βελισάριο στην Κωνσταντινούπολη (φθινόπωρο 531). Έπειτα από μια τόσο απαιτητική εκστρατεία, ο νεαρός στρατηγός επέστρεψε στη βάση του, χωρίς να γνωρίζει πως τον περίμενε μια νέα αποστολή εντός των τειχών.
Η στάση του Νίκα και απόλυτη πίστη στον θρόνο
Με την άφιξη του στην Κωνσταντινούπολη, βρήκε την πόλη σε αναβρασμό. Στις αρχές του 532, οι αντίπαλες φατρίες του ιπποδρόμου – Βένετοι και Πράσινοι – ένωσαν απρόσμενα τις δυνάμεις τους και ξεσήκωσαν τον λαό εναντίον του αυτοκράτορα, στην περίφημη Στάση του Νίκα. Καθώς η εξέγερση φούντωνε, ο Ιουστινιανός κινδύνευσε να χάσει τον θρόνο. Ο Βελισάριος ρίχτηκε με ζήλο στην αποστολή της καταστολής. Αρχικά συνάντησε δυσκολίες – πολλοί από τους φρουρούς των ανακτόρων δίσταζαν να πολεμήσουν εναντίον συμπολιτών τους. Με την αποφασιστική παρακίνηση όμως της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, ο Βελισάριος συντόνισε τις ενέργειές του με τον στρατηγό Μούνδο και τον ευνούχο Ναρσή. Οι τρεις τους κύκλωσαν τον εξαγριωμένο όχλο στον Ιππόδρομο και προχώρησαν σε σφαγή χιλιάδων στασιαστών, τερματίζοντας βίαια την ανταρσία. Η αφοσίωση που έδειξε ο Βελισάριος σώζοντας τον κλονιζόμενο Ιουστινιανό στερέωσε τη φήμη του ως έναν από τους πλέον έμπιστους συνεργάτες του αυτοκράτορα. Ως ανταμοιβή, ο Ιουστινιανός του ανέθεσε αμέσως το τολμηρό σχέδιο που απεργαζόταν: την ανάκτηση των χαμένων δυτικών επαρχιών, αρχής γενομένης από το βασίλειο των Βανδάλων στην Αφρική.
Εκστρατεία στην Αφρική και συντριβή των Βανδάλων
Ο Ιουστινιανός ξεκίνησε με ορμή την εκστρατεία για την ανακατάληψη της Βόρειας Αφρικής, και έθεσε επικεφαλής τον Βελισάριο με τον τίτλο του στρατηγού-αυτοκράτορα (αρχιστράτηγος). Η πρόκληση ήταν τεράστια: ο Βελισάριος διέθετε μια σχετικά μικρή δύναμη, περίπου 15.000 στρατιωτών (10.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 3.000 μισθοφόρους), αριθμός ανεπαρκής κατ’ όλους τους υπολογισμούς για την κατάκτηση ολόκληρου βασιλείου. Παρ’ όλα αυτά, με έναν στόλο 500 μεταγωγικών και 92 πολεμικών πλοίων, απέπλευσε τον Ιούνιο του 533 και έφθασε αιφνιδιαστικά στη Σικελία. Εκεί πληροφορήθηκε πως οι Βάνδαλοι ήταν εντελώς απροετοίμαστοι: ο βασιλιάς Γελίμερος είχε στείλει μεγάλο μέρος του στρατού του μακριά, στη Σαρδηνία, για να καταπνίξει μια ανταρσία – εξέλιξη που ο Ιουστινιανός φρόντισε διπλωματικά να συμβεί προς όφελός του. Με τις ειδήσεις αυτές, ο Βελισάριος κινήθηκε με ακόμη μεγαλύτερη μυστικότητα προς την Αφρική. Αποβίβασε τα στρατεύματά του σε μια απόμερη ακτή, περίπου 200 χιλιόμετρα μακριά από την Καρχηδόνα, ώστε να μην δώσει στόχο. Εκεί έστησε προφυλαγμένο στρατόπεδο, ξεκούρασε τους άνδρες του και έπειτα προέλασε ταχύτατα προς την βανδαλική πρωτεύουσα, παράλληλα με τον στόλο που τον υποστήριζε.
Η αποφασιστική αναμέτρηση δεν άργησε. Ο Γελίμερος, αιφνιδιασμένος από την απόβαση, έσπευσε να αναχαιτίσει τον «μικρό» στρατό του Βελισάριου. Συγκέντρωσε όσες δυνάμεις διέθετε (30-40 χιλιάδες άνδρες) και σχεδίασε ενέδρα στη θέση Δέκιμο, λίγο νότια της Καρχηδόνας. Εκεί, στις 13 Σεπτεμβρίου 533, οι Βάνδαλοι επιτέθηκαν από τρεις κατευθύνσεις, προκαλώντας στιγμιαία σύγχυση στους Βυζαντινούς. Όμως η έλλειψη συντονισμού και η ψυχραιμία του Βελισάριου ανέτρεψαν την κατάσταση: οι βανδαλικές δυνάμεις διασπάστηκαν και ηττήθηκαν συντριπτικά (μάχη στο Δέκιμο). Ο Γελίμερος τράπηκε σε φυγή προς τη ενδοχώρα, ενώ ο Βελισάριος μπήκε θριαμβευτικά στην Καρχηδόνα δύο μέρες αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου. Αμέσως φρόντισε να οργανώσει την άμυνα της πόλης και, το κυριότερο, επέβαλε αυστηρή πειθαρχία στα στρατεύματά του: απαγόρευσε τις λεηλασίες και προστάτευσε τους κατοίκους και τις περιουσίες τους, κερδίζοντας έτσι τη συνεργασία του τοπικού πληθυσμού.
Σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, το άλλοτε κραταιό βανδαλικό βασίλειο είχε καταρρεύσει. Τον Δεκέμβριο του 533, στη μάχη στο Τρικάμαρον, οι ενωμένες δυνάμεις Βανδάλων και ντόπιων συμμάχων (Βερβερίνων) κατατροπώθηκαν ολοσχερώς από τον Βελισάριο. O τελευταίος βασιλιάς των Βανδάλων, ο Γελίμερος, κρύφτηκε στα βουνά αλλά τελικά παραδόθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, αφού έλαβε την υπόσχεση του Βελισάριου ότι θα του χαρίσει τη ζωή. Η αστραπιαία επιτυχία του στρατηγού, παρά τις μεγάλες αντιξοότητες, προκάλεσε θαυμασμό αλλά και φθόνο. Στην Κωνσταντινούπολη πολλοί αυλικοί διέδιδαν συκοφαντίες, υποστηρίζοντας ότι ο θριαμβευτής της Αφρικής ίσως σκόπευε να κρατήσει τις κατακτημένες επαρχίες και να ανακηρύξει εκεί δική του αυτοκρατορία. Ο Ιουστινιανός, υποψιαζόμενος και αυτός τις προθέσεις του στρατηγού, αποφάσισε να τον δοκιμάσει: πρότεινε στον Βελισάριο να διαλέξει αν ήθελε να παραμείνει στην Αφρική ως τοποτηρητής ή να επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Ο Βελισάριος, ενημερωμένος για τις συκοφαντίες, δεν δίστασε – επέλεξε να επιστρέψει. Το καλοκαίρι του 534, επιβιβάστηκε εκ νέου στον στόλο και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με ανεκτίμητα λάφυρα. Ο αυτοκράτορας, ικανοποιημένος και ανακουφισμένος, του επέτρεψε να τελέσει έναν λαμπρό θρίαμβο: ο Βελισάριος παρήλασε στους δρόμους της Πόλης εν μέσω επευφημιών, με τον αιχμάλωτο Γελίμερο και πλήθος αιχμαλώτων και θησαυρών σε δημόσια θέα. Στα λάφυρα περιλαμβάνονταν μάλιστα και οι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βάνδαλοι από τη Ρώμη το 455, συμβολίζοντας την εκδίκηση της Κωνσταντινούπολης για την παλιά λεηλασία. Ήταν η πρώτη φορά μετά από περίπου 550 χρόνια (από την εποχή του Αυγούστου) που ένας μη αυτοκράτορας τιμήθηκε με θρίαμβο στη ρωμαϊκή-βυζαντινή ιστορία.
Πόλεμος στην Ιταλία και μάχες με τους Οστρογότθους
Μετά την κατάλυση του βανδαλικού κράτους, ο Ιουστινιανός στράφηκε αμέσως στο επόμενο φιλόδοξο σχέδιό του: την ανακατάκτηση της Ιταλίας από τους Οστρογότθους. Η δολοφονία της βασίλισσας Αμαλασούνθας το 535 του έδωσε το πρόσχημα για επέμβαση, και η πρόσφατη εύκολη νίκη στην Αφρική τον έπεισε ότι μια εκστρατεία στη Δύση θα μπορούσε επίσης να πετύχει. Ο Βελισάριος, ήδη θρυλικός από τους θριάμβους του, ανέλαβε επικεφαλής. Την άνοιξη του 535 αποβιβάστηκε στη Σικελία με δύναμη περίπου 12.000 ανδρών και κατέλαβε το νησί σχεδόν αμαχητί μέσα σε λίγους μήνες. Μόνο το οχυρό της Πάνορμου (Παλέρμο) προέβαλε αντίσταση και αυτή κάμφθηκε σύντομα. Στις αρχές του 536, ο στρατηγός διατάχθηκε να αντιμετωπίσει μια ανταρσία μισθοφόρων στην Αφρική, γεγονός που προσωρινά καθυστέρησε την ιταλική εκστρατεία. Όμως, μέσα σε σύντομο διάστημα ο Βελισάριος αποκατέστησε την τάξη στην Καρχηδόνα και επέστρεψε δριμύτερος. Αποβιβάστηκε στο νότιο άκρο της Καλαβρίας στα μέσα του 536 και ξεκίνησε ακάθεκτος προς βορρά. Οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Κάτω Ιταλίας τον υποδέχονταν ως ελευθερωτή, ενώ ακόμα και φρουρές των Γότθων παραδίδονταν χωρίς μάχη – ορισμένοι Οστρογότθοι ηγεμόνες προτίμησαν να υποταχθούν παρά να αντιμετωπίσουν τον δαιμόνιο στρατηγό.
Η προέλαση του Βελισάριου συνεχίστηκε σχεδόν ασταμάτητη. Το φθινόπωρο του 536 έφτασε έξω από τα τείχη της Ρώμης. Η Αιώνια Πόλη, παρά τη σημαντική γοτθική φρουρά της, δεν πολέμησε: ύστερα από σύντομες διαπραγματεύσεις, η παλαιά Ρώμη άνοιξε τις πύλες της στους στρατιώτες της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) στις 9 Δεκεμβρίου 536, ενώ οι Γότθοι φύλακες της πόλης την εγκατέλειψαν ειρηνικά. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας πίστεψε για μια στιγμή πως η Ιταλία θα ανακαταληφθεί τόσο εύκολα όσο και η Αφρική. Ο έμπειρος όμως Βελισάριος δεν είχε ψευδαισθήσεις. Γνώριζε ότι οι Γότθοι δεν θα άφηναν το βασίλειό τους αμαχητί. Άρχισε αμέσως να προετοιμάζεται για αντεπίθεση του εχθρού, οχυρώνοντας τη Ρώμη και συγκεντρώνοντας εφόδια για πολιορκία. Για την υπεράσπιση της αιώνιας πόλης διέθετε μόλις 5.000 άνδρες, καθώς οι υπόλοιποι στρατιώτες του είχαν διασκορπιστεί φρουρώντας τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία.
Οι προβλέψεις του επιβεβαιώθηκαν δραματικά. Την άνοιξη του 537, ο νέος βασιλιάς των Οστρογότθων, ο Ουίτιγις, συγκέντρωσε μια τεράστια στρατιά (πηγές της εποχής αναφέρουν – ίσως καθ’ υπερβολήν – 150.000 οπλισμένους ιππείς) και βάδισε εναντίον της Ρώμης αποφασισμένος να την ανακαταλάβει. Οι Γότθοι περικύκλωσαν την πόλη, πολιορκώντας για πρώτη φορά στην ιστορία βυζαντινά στρατεύματα εντός της Ρώμης. Πίσω από τα τείχη, ο Βελισάριος δεν αρκέστηκε σε μια παθητική άμυνα. Με τους λιγοστούς άνδρες του, εφάρμοσε τακτικές φθοράς: έκανε ξαφνικές εξόδους και επιθέσεις-αστραπή κατά των πολιορκητών, αιφνιδιάζοντάς τους ξανά και ξανά. Έτσι, δεν άφηνε τον εχθρό να αναπαυθεί ούτε να οργανώσει αποτελεσματικά τον αποκλεισμό. Για μεγάλο διάστημα οι Βυζαντινοί κατάφεραν να διατηρούν ανοικτή την τροφοδοσία της πόλης μέσω θαλάσσης, ενώ το στρατόπεδο των Γότθων αποδεκατιζόταν από ασθένειες. Εν τούτοις, ο κλοιός έσφιγγε σταδιακά και η πείνα άρχισε να θερίζει τους πολιορκημένους. Μερικά μέλη της συγκλήτου και αριστοκράτες της Ρώμης δυσανασχετούσαν με την αντίσταση και μυστικά διαπραγματεύονταν με τον εχθρό – ο Βελισάριος δεν δίστασε να συλλάβει ακόμα και τον Πάπα Σιλβέριο ως ύποπτο συνεργασίας με τους Γότθους, εξορίζοντάς τον, κατόπιν διαταγής του αυτοκρατορικού ζεύγους.
Τελικά, στα τέλη του 537 κατέφθασαν ενισχύσεις περίπου 5.000 ανδρών από την Ανατολή. Με τη νέα αυτή δύναμη, ο Βελισάριος πραγματοποίησε ακόμη τολμηρότερες επιχειρήσεις. Επιτέθηκε στα μετόπισθεν των πολιορκητών, έκοψε τις γραμμές ανεφοδιασμού τους και ανακατέλαβε ορισμένα φρούρια-κλειδιά. Από πολιορκητής, ο γοτθικός στρατός βρέθηκε ο ίδιος πολιορκημένος από τα βυζαντινά αποσπάσματα. Τον Μάρτιο του 538, έπειτα από έναν εξαντλητικό χρόνο και εννέα ημέρες, οι Γότθοι αναγκάστηκαν να άρουν την πολιορκία της Ρώμης και να υποχωρήσουν βόρεια.
Με την αποχώρηση των εχθρών, ο Βελισάριος πέρασε στην αντεπίθεση και τους καταδίωξε προς βορρά, απελευθερώνοντας αρκετές πόλεις στην πορεία. Έως το 539 οι Βυζαντινοί είχαν ουσιαστικά αποκαταστήσει τον έλεγχό τους σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας, αναγκάζοντας τους Γότθους να οχυρωθούν στην πρωτεύουσά τους, τη Ραβέννα. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, όμως, είχε αρχίσει να ανησυχεί για τις εξελίξεις. Οι πιεσμένοι Γότθοι προσπάθησαν να ζητήσουν βοήθεια από την Περσία, ανοίγοντας ένα δεύτερο μέτωπο, και τα νέα αυτά διπλωματικά τεχνάσματα τον τάραξαν. Προκειμένου να μην παραταθεί ο πόλεμος στη Δύση, ο Ιουστινιανός διέταξε τον Βελισάριο να εγκαταλείψει την εκστρατεία και να επιστρέψει εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη, εν όψει νέου πολέμου με τους Πέρσες. Ο Βελισάριος, μετά από τόσους κόπους, δίσταζε να αφήσει την πολιορκία της Ραβέννας στη μέση. Με την έγκριση – ή την ανοχή – του αυτοκράτορα, αποφάσισε να επιχειρήσει μια τελευταία κίνηση για να κλείσει νικηφόρα και αυτό το κεφάλαιο. Επιτάχυνε τις πολιορκητικές του προσπάθειες και τον Μάιο του 540 κατάφερε να εξαναγκάσει τη Ραβέννα σε παράδοση με τέχνασμα. Οι ευγενείς των Οστρογότθων, απελπισμένοι από τη μακρά πολιορκία, είχαν προτείνει στον Βελισάριο κάτι αδιανόητο: να τον ανακηρύξουν αυτοκράτορα της Δύσης, αν πρόδιδε τον Ιουστινιανό και συμπορευόταν μαζί τους. Ακόμη και ο βασιλιάς Ουίτιγις φαίνεται πως διαπραγματεύτηκε μυστικά με τον Βυζαντινό στρατηγό, τάζοντάς του το στέμμα της Ιταλίας. Ο Βελισάριος, αινιγματικός, έδειξε να συμφωνεί με όλες τις πλευρές. Όταν όμως εισήλθε ως νικητής στη Ραβέννα, ανακοίνωσε ότι καταλαμβάνει την πόλη στο όνομα του αυτοκράτορα. Η πίστη του στο θρόνο έμεινε ακλόνητη. Στη συνέχεια συνέλαβε τον Ουίτιγι και πολλούς Γότθους ηγέτες, τους οποίους – μαζί με ανεκτίμητους θησαυρούς – έστειλε δέσμιους στην Κωνσταντινούπολη ως τρόπαια του πολέμου.
Ύστερες δοκιμασίες και τελευταίες μάχες
Παρά τις νέες του νίκες, η υποδοχή που επεφύλασσε η Αυλή στον Βελισάριο το 540 ήταν ψυχρή. Ο Ιουστινιανός δεν του απέδωσε τιμές ή πανηγυρισμούς, αλλά αντίθετα, τον αντιμετώπισε με καχυποψία. Είχε θορυβηθεί από τις προτάσεις των Γότθων προς τον αρχιστράτηγό του και, παρότι οι ενέργειες του Βελισάριου είχαν αποδείξει τη νομιμοφροσύνη του, ο αυτοκράτορας έκτοτε διατηρούσε αμφιβολίες. Στο μεταξύ, τα νέα από την Ανατολή ήταν δυσοίωνα: ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης Α΄ εκμεταλλεύτηκε την απουσία των ρωμαϊκών στρατευμάτων στη Δύση και εισέβαλε στη Συρία, λεηλατώντας το 540 την Αντιόχεια – την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της βυζαντινής επικράτειας – με πρωτοφανή αγριότητα. Ο Ιουστινιανός, παρά την ψυχρότητα, χρειαζόταν και πάλι τον ικανότερο στρατηγό του. Έστειλε εκ νέου τον Βελισάριο στο ανατολικό μέτωπο, όπου όμως η κατάσταση ήταν δύσκολη. Ο Βελισάριος και άλλοι έμπειροι στρατηγοί δεν μπόρεσαν να σημειώσουν αποφασιστική νίκη κατά των Περσών, που είχαν πλέον αποκτήσει το πάνω χέρι. Μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα, το 542 ξέσπασε στην αυτοκρατορία φοβερή επιδημία πανώλης – ο περίφημος «Λοιμός του Ιουστινιανού». Ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσβλήθηκε από την νόσο και για ένα διάστημα φαινόταν πως δεν θα επιζούσε. Στους κύκλους της Αυλής άρχισε δειλά να συζητάται το ζήτημα της διαδοχής, και ανάμεσα στα ονόματα των πιθανών διεκδικητών ακούστηκε και εκείνο του Βελισάριου, που είχε την υποστήριξη πολλών στρατιωτών και μερίδας της αριστοκρατίας. Ο ίδιος δεν εξέφρασε ποτέ καμία τέτοια φιλοδοξία – πιστός στην τάξη, κρατήθηκε μακριά από τις δολοπλοκίες. Παρ’ όλα αυτά, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα θορυβήθηκε και αντέδρασε αστραπιαία: καθαίρεσε τον Βελισάριο από κάθε αξίωμα, διέλυσε την προσωπική του φρουρά και δήμευσε την τεράστια περιουσία του, επικαλούμενη οικονομικές ατασθαλίες. Ο άλλοτε ένδοξος αρχιστράτηγος βρέθηκε μόνος, φοβούμενος για τη ζωή του. Η φιλία της συζύγου του, Αντωνίνας, με την αυτοκράτειρα τον διέσωσε προσωρινά από χειρότερα. Όταν ο Ιουστινιανός ανάρρωσε από την ασθένεια, αναίρεσε τις ενέργειες της Θεοδώρας: αποκατέστησε τον Βελισάριο και του επέστρεψε τιμές και περιουσία, μη δίνοντας βάση στις φήμες περί προδοσίας.
Εκείνο τον καιρό, το μέτωπο της Ιταλίας είχε πάρει δραματική τροπή. Χωρίς τον Βελισάριο, οι Βυζαντινοί είχαν χάσει σχεδόν ό,τι είχαν κερδίσει. Ένας χαρισματικός νέος βασιλιάς των Γότθων, ο Τωτίλας, είχε ανασυντάξει το έθνος του και εξαπέλυσε μια σαρωτική αντεπίθεση: ως το 543 οι δυνάμεις του ανακατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας, περιορίζοντας τους Ρωμαίους μόνο σε λίγες μεγάλες πόλεις. Έτσι, για ακόμη μια φορά, το καλοκαίρι του 544, ο Βελισάριος στάλθηκε εσπευσμένα πίσω στην Ιταλία για να σώσει την κατάσταση. Όμως αυτή τη φορά η αποστολή του ήταν σχεδόν αδύνατη. Διέθετε ελάχιστες δυνάμεις – μερικές χιλιάδες νεοσύλλεκτους που ο ίδιος περιέγραψε ως «ένα μικρό αξιοθρήνητο και ανεκπαίδευτο συνονθύλευμα». Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε με πονηριά να εισέλθει κρυφά στη Ρώμη και να οργανώσει την άμυνα ενάντια στον πολιορκητή Τωτίλα. Για δεύτερη φορά υπερασπίστηκε τη Ρώμη από τους Γότθους, δυσκολεύοντάς τους τόσο, ώστε μια ξαφνική αντεπίθεσή του τους εκανε να τράπουν σε φυγή και έλυσε προσωρινά την πολιορκία. Ωστόσο, με τις οικτρές του δυνάμεις, ο Βελισάριος αδυνατούσε να επιφέρει κάποιο αποφασιστικό πλήγμα. Για περίπου δυο χρόνια περιόρισε απλώς τον Τωτίλα, χωρίς να μπορεί να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη. Αποκαρδιωμένος από την άρνηση του αυτοκράτορα να του στείλει ουσιαστικές ενισχύσεις, ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 548 αποσύρθηκε από την ενεργό διοίκηση. Την ολοκλήρωση του Γοτθικού Πολέμου ανέλαβε αργότερα ένας άλλος αξιωματούχος, ο ευνούχος Ναρσής, με πολύ ισχυρότερο στράτευμα.
Η ύστατη αποστολή και το τέλος μιας εποχής
Το 559, η βαλκανική χερσόνησος συγκλονίστηκε από μια μαζική επιδρομή βαρβαρικών φύλων. Οι Κουτρίγουροι Ούννοι (μια φυλή συγγενική προς τους Βουλγάρους) πέρασαν τον παγωμένο Δούναβη μαζί με πλήθος Σλάβων συμμάχων και προήλασαν προς τα νότια ανενόχλητοι. Ένα τμήμα τους, περί τους 2.000 ιππείς, κατευθύνθηκε απειλητικά προς την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Ο ηλικιωμένος πια Ιουστινιανός πανικοβλήθηκε. Ελλείψει επαρκών μάχιμων στρατευμάτων στην πρωτεύουσα, στράφηκε ξανά στον έμπειρο σωτήρα του: ο Βελισάριος κλήθηκε εσπευσμένα να αναλάβει την αναχαίτιση των εισβολέων. Ο σχεδόν εξηντάχρονος στρατηγός μάζεψε ό,τι μπορούσε: ένα ετερόκλητο πλήθος από άμαθους πολίτες της πρωτεύουσας και χωρικούς της Θράκης που είχαν καταφύγει έντρομοι εντός των τειχών, καθώς και 300 μόνο παλαίμαχους στρατιώτες – τα τελευταία «λιοντάρια» από τις παλιές του λεγεώνες. Με αυτούς τους λιγοστούς και άνισους ανθρώπους, ο Βελισάριος κατέστρωσε ένα τέχνασμα αντάξιο της φήμης του. Γνώριζε ότι οι 2.000 έφιπποι εχθροί θα προέβαλαν σύντομα. Έστησε ενέδρα με 200 από τους πιο έμπειρους βετεράνους του και έκρυψε τους υπόλοιπους πίσω από λόφους. Την κατάλληλη στιγμή διέταξε όλους τους άνδρες του να ορμήσουν με τρομερή ορμή και πολεμικές ιαχές κατά των εχθρών. Την ίδια στιγμή, οι κρυμμένοι στρατιώτες του τους χτύπησαν στα πλευρά. Οι βαρβαρικοί όχλοι αιφνιδιάστηκαν και πανικοβλήθηκαν: νόμισαν ότι τους επιτέθηκε ολόκληρος αυτοκρατορικός στρατός και τράπηκαν άτακτα σε φυγή. Σύμφωνα με τις πηγές, περίπου 400 Ούννοι έπεσαν νεκροί, ενώ οι απώλειες των Βυζαντινών ήταν ελάχιστες, μόλις λίγοι τραυματίες. Με αυτόν τον ευφυή και σχεδόν αναίμακτο τρόπο, η άμεση απειλή κατά της Κωνσταντινούπολης εξουδετερώθηκε. Ο Βελισάριος είχε προσθέσει έναν ακόμα θρίαμβο στο ενεργητικό του – τον τελευταίο.
Παρόλο που ο λαός και ο ίδιος ο Ιουστινιανός ανακουφίστηκαν, οι μηχανορραφίες της Αυλής δεν άφησαν ήσυχο τον γηραιό ήρωα. Το 561 (ή 562) ο Βελισάριος κατηγορήθηκε ξανά ότι συμμετείχε σε μια συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα. Η αντίδραση υπήρξε σκληρή: για ακόμη μια φορά η περιουσία του δημεύθηκε και εκείνος τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, παρά τα όσα είχε προσφέρει. Ευτυχώς, λίγους μήνες αργότερα ο Ιουστινιανός συνειδητοποίησε το σφάλμα και αποκατέστησε τον πιστό του στρατηγό, επιστρέφοντάς του τιμές και αγαθά. Ο Βελισάριος αποσύρθηκε οριστικά από τον δημόσιο βίο, κουρασμένος από τους πολέμους αλλά ίσως περισσότερο από την αχαριστία της εξουσίας.
Θάνατος και υστεροφημία ενός τραγικού ήρωα
Ο Βελισάριος πέθανε ήσυχα τον Μάρτιο του 565, σε ηλικία περίπου 60 ετών, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή και ο Ιουστινιανός. Δεν έφυγε περιτριγυρισμένος από δόξα, παράσημα και τιμές – αντίθετα, έφυγε σχεδόν αφανής, χωρίς την αναγνώριση που άρμοζε σε έναν τόσο λαμπρό στρατηγό. Ωστόσο, η φήμη του γιγαντώθηκε μετά θάνατον. Η ζωή και τα κατορθώματά του έγιναν αντικείμενο θαυμασμού ανά τους αιώνες, τροφοδοτώντας μύθους, θρύλους και έργα τέχνης. Στους μετέπειτα χρόνους γεννήθηκε ο θρύλος του ‘τυφλού ζητιάνου’ Βελισάριου: μια λαϊκή διήγηση – εμφανώς αναληθής – ότι ο Ιουστινιανός τάχα τον τύφλωσε και τον έριξε να ζητιανεύει στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Αυτός ο μεσαιωνικός μύθος, αν και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (διαδόθηκε κυρίως από τον 12ο αιώνα και μετά), ενέπνευσε καλλιτέχνες της δυτικής Ευρώπης. Ο Γάλλος ζωγράφος Ζακ-Λουί Νταβίντ απεικόνισε το 1781 τον Βελισάριο ως τυφλό επαίτη σε έναν διάσημο πίνακα, προσωποποιώντας την τραγική μοίρα του ήρωα. Στην πραγματική ιστορία, όμως, ο Βελισάριος στέκει ως ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς όλων των εποχών – συνώνυμο της στρατιωτικής ευφυΐας, της ανδρείας αλλά και της αχαριστίας της εξουσίας απέναντι στους άξιους. Η περίπτωσή του, από τις ανεπανάληπτες νίκες μέχρι τις προσωπικές περιπέτειες, αποτελεί ένα από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια της βυζαντινής ιστορίας και μια ζωντανή υπενθύμιση ότι η δόξα και η πτώση μπορούν να απέχουν ελάχιστα στην ταραχώδη σκηνή της ανθρώπινης μοίρας.