Μεγάλη ζημιά γίνεται από τη λανθασμένη αντίληψη της ποίησης ως κάτι ελιτίστικο, απρόσιτο, ακαδημαϊκό , κατάλληλο μόνο για μυημένους. Η ποίηση είναι για όλους, για τον λεγόμενο «κοινό άνθρωπο», όχι μόνο για τον μελετητή. Η ποίηση είναι ένας μεγεθυντικός φακός μέσω του οποίου βλέπουμε το γρασίδι κάτω από τα πόδια μας και ένα τηλεσκόπιο μέσω του οποίου βλέπουμε τα αστέρια πάνω από το κεφάλι μας. Η ποίηση οξύνει την όρασή μας για να μπορέσουμε να διεισδύσουμε στο θαύμα του πραγματικού, στο οποίο συχνά εθελοτυφλούμε.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής λογοτεχνίας Τζον Σήνιορ στο «John Senior and the Restoration of Realism» («Ο Τζον Σήνιορ και η αποκατάσταση του ρεαλισμού») του Φρ. Μπέθελ, «Ο ποιητής είναι ο άνθρωπος που λέει “Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Δεν το έχετε ξαναδεί αυτό”. Και αν τον ακολουθήσετε, θα δείτε πολύ περισσότερα από όσα θα είχατε δει από μόνοι σας. Με αυτόν τον τρόπο, διευρύνετε την ικανότητά σας να βιώνετε τον κόσμο, δηλαδή να ζείτε».
Αυτή είναι η κλήση του ποιητή: να βλέπει αυτό που υπάρχει πραγματικά, σε όλη την ομορφιά και το μυστήριο του, και να βοηθά και τους άλλους να βλέπουν, ώστε να ζουν πιο ολοκληρωμένα.
Γιατί, όμως, χρειαζόμαστε τη βοήθεια του ποιητή για να δούμε; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, αλλά μια από τις σημαντικότερες είναι η παλιά παροιμία που λέει: «Η εξοικείωση γεννά περιφρόνηση». Η τριβή με τα καθημερινά θαύματα — όσο εκπληκτικά κι αν είναι — τείνει να αφανίζει την αντίληψή μας για αυτά. Πέφτουμε σε μια ρουτίνα. Κοιτάζουμε, αλλά δεν βλέπουμε πια.
Ποιητικά Θαύματα
Ο ποιητής και κληρικός της Αναγέννησης Τζον Νταν [John Donne, 1572-1631] εξήγησε την ιδέα των απονεκρωμένων αισθήσεών μας σε σχέση με τα θαύματα του φυσικού κόσμου ως εξής: «Δεν υπάρχει τίποτα που να έχει καθιερώσει ο Θεός σε μια σταθερή πορεία της φύσης, και το οποίο επομένως γίνεται καθημερινά, που δεν θα φαινόταν σαν θαύμα, θαμπώνοντάς μας, αν γινόταν μόνο μια φορά», παρατήρησε σε ένα κήρυγμα του Πάσχα το 1627. Φανταστείτε να μην είχε βρέξει ποτέ, και μια μέρα ξαφνικά να άνοιγαν οι ουρανοί. Μεγάλα πλήθη θα συγκεντρώνονταν στους δρόμους, στρέφοντας τα αστραφτερά και κατάπληκτα πρόσωπά τους στον ουρανό με έκσταση. Πώς γίνεται να πέφτει νερό από ψηλά;!
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες σχέσεις. Σκεφτείτε το θαύμα της απόκτησης ενός παιδιού. Όταν κρατάτε για πρώτη φορά το νεογέννητο στην αγκαλιά σας, αισθάνεστε ένα εντελώς νέο σύνολο νεύρων να ζωντανεύουν μέσα σας, νέα κανάλια να ανοίγονται μέσα στην καρδιά σας. Βλέπετε το παιδί ως το θαύμα που είναι. Αλλά καθώς περνούν τα χρόνια και το παιδί μεγαλώνει, αυτή η αρχική εντύπωση εξασθενεί — μέχρι που έρχεται μια από εκείνες τις σπάνιες στιγμές που το βλέμμα του παιδιού σας συναντά το δικό σας, τα μαλλιά του φέγγουν στο απογευματινό φως του ήλιου, τα άκρα του λάμπουν χρυσά και, τότε, βλέπετε ξανά αυτό που είχατε δει παλιά. Γνωρίζετε και πάλι αυτό που είχατε γνωρίσει πριν. Το θαύμα δεν έχει εξαφανιστεί — στην πραγματικότητα, έχει μεγαλώσει. Απλά το είχατε ξεχάσει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Μελέτη ενός ποιήματος
Η ποίηση κάνει τέτοιες στιγμές πιο συχνές. Στο ποίημά του, «Εκείνες οι κυριακές του χειμώνα», ο ποιητής Ρόμπερτ Χέιντεν διαλύει την ομίχλη ημών και των δώρων των πατεράδων και της πατρότητας:
Ακόμα και τις Κυριακές θα σηκωνόταν ο πατέρας μου νωρίς
Και θα ντυνότανε μέσα στο μαύρο κρύο,
Κι ύστερα, με χέρια ταλαιπωρημένα,
Που πόναγαν από τον μόχθο τον καθημερινό,
Άναβε μια λαμπερή φωτιά. Ποτέ δεν άκουσε ένα ευχαριστώ.
Ξυπνούσα κι άκουγα να σκάει το κρύο, να σπάει.
Όταν τα δωμάτια ήτανε πια ζεστά, θα φώναζε,
Κι εγώ αργά θα σηκωνόμουν να ντυθώ,
Φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,
Αδιάφορα μιλώντας σε εκείνον,
Που ’χε το κρύο αποδιώξει
Και τα καλά παπούτσια μου είχε γυαλίσει επίσης.
Τι ήξερα, τι ήξερα εγώ,
Για της αγάπης τους απλούς, μοναχικούς της τρόπους; [1]
Δεν μπορούμε να διαβάσουμε αυτό το ποίημα χωρίς να σκεφτούμε τον πατέρα μας και όλα όσα έχει κάνει για εμάς. Ίσως παρακινηθούμε να σκεφτούμε και την αχαριστία μας. Ακόμα, μικρά συνηθισμένα πράγματα όπως τα ταλαιπωρημένα χέρια, η φωτιά και τα παλιά παπούτσια αποκτούν βαθύτερη σημασία μετά την ανάγνωση του ποιήματος.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τη δύναμη της όρασής του για να μας δείξει αυτό που έχουμε δει χιλιάδες φορές στο παρελθόν σαν να ήταν για πρώτη φορά — με όλη τη συγκίνηση και την κατάπληξη που συνοδεύει την πρώτη ματιά. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε την ποίηση. Ο άνθρωπος που δεν ανανεώνεται ποτέ από την τέχνη κινδυνεύει να χάσει πολλά, ίσως μάλιστα τα χάσει όλα. Τι είναι η ζωή αν δεν βλέπουμε πραγματικά, αν μας τυφλώνει η δουλειά και η ρουτίνα;
Αλλά ο Χόπκινς συνεχίζει: «Και για όλα αυτά, η φύση δεν ξοδεύεται ποτέ/ Μέσα στα πράγματα βαθιά ζει η πιο αγαπημένη φρεσκάδα / Κι αν και τα τελευταία φώτα στη μαύρη Δύση σβήσαν/ Ω, το πρωινό, στο καφέ χείλος της ανατολής, φυτρώνει…»
Υπάρχουμε εμείς, υπάρχει και ο κόσμος. Ο κόσμος είναι φωτεινός. Είναι τα μάτια μας που, κατά καιρούς, είναι σκοτεινά, κουρασμένα, μισόκλειστα από τη νύστα. Μέχρι που κάποιος — ένας ποιητής — μάς ξυπνά.
Του Walker Larson
Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μετάφραση ποιήματος: Αλία Ζάε
Those Winter Sundays
by Robert Hayden
Sundays too my father got up early
and put his clothes on in the blueblack cold,
then with cracked hands that ached
from labor in the weekday weather made
banked fires blaze. No one ever thanked him.
I’d wake and hear the cold splintering, breaking.
When the rooms were warm, he’d call,
and slowly I would rise and dress,
fearing the chronic angers of that house,
Speaking indifferently to him,
who had driven out the cold
and polished my good shoes as well.
What did I know, what did I know
of love’s austere and lonely offices?
2. Μετάφραση ποιήματος: Αλία Ζάε