Την 28η Μαΐου 2025, ένα αιγυπτιακό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση σχετικά με τη Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Όρος Σινά, πυροδοτώντας έντονες αντιδράσεις και διπλωματικές διεργασίες μεταξύ Αθήνας και Καΐρου.
Η απόφαση – που αφορά αμφισβητούμενες εκτάσεις γύρω από το μοναστήρι – φέρεται να επαναβεβαιώνει το ειδικό καθεστώς της Μονής, κατοχυρώνοντας μεν τη συνέχιση της μοναστικής παρουσίας, αλλά παράλληλα εγείροντας ζητήματα για την ιδιοκτησία της περιουσίας της.
Η δικαστική απόφαση της 28ης Μαΐου 2025
Η επίμαχη απόφαση εκδόθηκε από το Εφετείο Ισμαηλίας (Τμήμα Τουρ Σινά) και αφορούσε διαφιλονικούμενες εκτάσεις γης στην επαρχία Νοτίου Σινά.
Σύμφωνα με τα αιγυπτιακά μέσα, το δικαστήριο έκρινε ότι οι μοναχοί της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης έχουν δικαίωμα χρήσης του μοναστηριού και των θρησκευτικών-αρχαιολογικών χώρων της περιοχής της Αγίας Αικατερίνης, ενώ η ιδιοκτησία των χώρων αυτών ανήκει στο αιγυπτιακό κράτος ως δημόσια περιουσία. Η απόφαση στηρίζεται στο σκεπτικό ότι η μοναστική αδελφότητα ασκεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα εκεί υπό την ηγεσία του εκάστοτε Μητροπολίτη Σινά (ο οποίος διορίζεται με προεδρικό διάταγμα από το 1974) και ότι οι χώροι της μονής αποτελούν αρχαιολογικά μνημεία υπό την εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου.
Παράλληλα, το δικαστήριο αποφάνθηκε πως τα συμβόλαια μεταξύ της τοπικής διοίκησης της πόλης Σινά και της Μονής – που αφορούν συγκεκριμένα τεμάχια γης τα οποία χρησιμοποιούν οι μοναχοί – πρέπει να γίνουν σεβαστά, αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε αυθαίρετη παραβίαση ή κατάληψη των εκτάσεων αυτών. Με άλλα λόγια, αναγνωρίστηκε η ισχύς υφιστάμενων συμφωνιών παραχώρησης χρήσης γης υπέρ της μονής, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου οι εκτάσεις αυτές είχαν χαρακτηριστεί φυσικά καταφύγια. Ωστόσο, για τις υπόλοιπες αμφισβητούμενες εκτάσεις το δικαστήριο έκρινε ότι πρόκειται για περιοχές εντός προστατευόμενων φυσικών καταφυγίων, που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο δημόσιο και δεν μπορούν να μεταβιβαστούν ή να αποκτηθούν με χρησικτησία, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας.
Επί της ουσίας, λοιπόν, η δικαστική απόφαση κατοχυρώνει νομικά για πρώτη φορά το ιδιαίτερο καθεστώς της Μονής: οι μοναχοί δύνανται να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη λατρευτική ζωή και χρήση των χώρων, αλλά η κυριότητα της γης – συμπεριλαμβανομένου του κύριου μοναστηριακού συγκροτήματος – αναγνωρίζεται στο αιγυπτιακό Δημόσιο.
Η λεπτομερής αυτή ρύθμιση θεωρείται κομβικής σημασίας. Από τη μία πλευρά, οι αιγυπτιακές αρχές επισημαίνουν ότι για πρώτη φορά ρυθμίζεται νομικά το καθεστώς της Μονής, επιβεβαιώνοντας την ιερότητα και την πνευματική της αξία εντός της αιγυπτιακής έννομης τάξης. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η μονή δεν αναγνωρίζεται ως ιδιοκτήτρια της περιουσίας που κατείχε επί αιώνες προκάλεσε ανησυχίες πως η απόφαση συνιστά de facto δήμευση της μοναστηριακής περιουσίας. Πρακτικά, εάν εφαρμοζόταν κατά γράμμα το σκεπτικό αυτό, η Μονή Σινά θα περιερχόταν υπό τον πλήρη έλεγχο του αιγυπτιακού Δημοσίου – ένα σενάριο που μοναχοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες θεώρησαν ότι απειλεί τη βιωσιμότητα και την αποστολή του ιστορικού μοναστηριού.
Αντιδράσεις στην Ελλάδα
Οι πρώτες πληροφορίες για τη δικαστική απόφαση – διατυπωμένες μάλιστα από ορισμένους ως «κλείσιμο» της Μονής και μετατροπή της σε μουσείο – προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, σε οξύτατη δήλωσή του, έκανε λόγο για «βίαιη καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων» και προειδοποίησε ότι ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία βιώνουν «μία ακόμη ιστορική άλωση».
«Δεν θέλω και δεν μπορώ να πιστέψω πως σήμερα ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία βιώνουν μία ακόμη ιστορική ‘άλωση’», τόνισε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως «αυτό δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε».
Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος κάλεσε την ελληνική πολιτεία και τη διεθνή κοινότητα να παρέμβουν άμεσα, εκφράζοντας την αμέριστη συμπαράστασή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Σινά Δαμιανό και την αδελφότητα της Μονής.
Σε ανάλογο πνεύμα, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος προειδοποίησε ότι τυχόν εφαρμογή της απόφασης θα συνιστούσε «κατάπατηση των θρησκευτικών ελευθεριών, των ατομικών δικαιωμάτων και αμφισβήτηση της διαχρονικής ιστορίας της Μονής στον συγκεκριμένο τόπο». Υπενθύμισε μάλιστα τη θετική συμβολή της Μονής στην τοπική κοινωνία, σημειώνοντας ότι επί αιώνες η μοναστική κοινότητα συνυπάρχει αρμονικά με τις τοπικές φυλές Βεδουίνων, στηρίζοντας τους υλικά, χωρίς θρησκευτικές διακρίσεις .
Εκ μέρους της ίδιας της Μονής, ο Αρχιμανδρίτης Πορφύριος Φραγκάκος – εκπρόσωπος του μοναστηριού στην Αθήνα – εμφανίστηκε συγκρατημένος απέναντι στις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις που ακολούθησαν.
«Δεν είπε κανείς ότι χάνεται η Μονή ή φεύγουν οι μοναχοί», διευκρίνισε σχετικά, τονίζοντας όμως ότι «από τον 5ο αιώνα μέχρι σήμερα ουδέποτε διαλύθηκε η Μονή ώστε η περιουσία της να διασκορπιστεί. Ερχόμαστε λοιπόν στον 21ο αιώνα όπου Αδελφοί Μουσουλμάνοι λένε ‘αυτά που έχετε από τον 5ο αιώνα δεν ανήκουν σε εσάς, αλλά στο αιγυπτιακό κράτος’». Ο Αρχιμανδρίτης υπογράμμισε πως δεν πρόκειται για εκτεταμένες εύφορες εκτάσεις, «αλλά για το βασικό κτήριο της Μονής», σημειώνοντας με νόημα: «Βρείτε μου ένα σημείο στις ανακοινώσεις που να λέει ότι το κτήριο της Μονής ανήκει στους μοναχούς» .
Σύμφωνα με τον ίδιο, μάλιστα, η εξέλιξη αυτή ήρθε απρόσμενα και ανέτρεψε μια λύση που είχε δρομολογηθεί. Όπως αποκάλυψε, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2024 η Μονή είχε καταλήξει, μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με τις αιγυπτιακές αρχές. Η συμφωνία εκείνη – αποδεκτή κατ’ αρχήν και από τις δύο πλευρές – προέβλεπε ότι και οι 71 επίμαχες εκτάσεις θα περιέρχονταν και τυπικά στην κυριότητα της Μονής .
«Βαδίσαμε προς τις υπογραφές, ήμασταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή, και χωρίς καμία προειδοποίηση… εκδίδεται στις 28 Μαΐου μια δικαστική απόφαση τελείως κόντρα με τον εξωδικαστικό [συμβιβασμό]», ανέφερε χαρακτηριστικά ο αρχιμανδρίτης Πορφύριος. Πρόσθεσε δε ότι η πρόσφατη ανακοίνωση των αιγυπτιακών αρχών αναφέρεται μόνο σε «φιλοξενούμενους μοναχούς», γεγονός που – κατά την άποψη της Μονής – καταδεικνύει πως η αιγυπτιακή πλευρά αντιμετωπίζει πλέον τους Σιναΐτες μοναχούς ως ενοίκους σε κρατικό χώρο και όχι ως ιδιοκτήτες .
«Δεν θα έπρεπε να ειδοποιηθούμε εγκαίρως –εμείς και η Ελληνική Κυβέρνηση– ότι τελικά θα πάμε σε δικαστική απόφαση;» διερωτήθηκε, εκφράζοντας τη δυσαρέσκεια του για τον αιφνιδιασμό.
Οι εγχώριες αντιδράσεις δεν περιορίστηκαν στην Εκκλησία. Η υπόθεση προκάλεσε πολιτικές αναταράξεις, με εκπροσώπους όλου του φάσματος να τοποθετούνται. Ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς μίλησε για «διεθνή ανυποληψία» της κυβέρνησης μπροστά σε μια νέα «Άλωση», ενώ κόμματα της αντιπολίτευσης κατηγόρησαν την Αθήνα για καθυστέρηση και πλημμελή χειρισμό της κρίσης . Ακόμα και στελέχη της κυβερνώσας παράταξης έσπευσαν να ζητήσουν ενεργοποίηση όλων των διπλωματικών και διεθνών διαύλων για τη σωτηρία της Μονής (μεταξύ αυτών, οι Ντόρα Μπακογιάννη, Δημήτρης Αβραμόπουλος, Ευριπίδης Στυλιανίδης κ.ά.) . Είναι σαφές ότι το ζήτημα άγγιξε ευαίσθητες χορδές στην ελληνική κοινή γνώμη, καθώς η Μονή Σινά θεωρείται σημαντικότατο κομμάτι της ελληνικής και ορθόδοξης κληρονομιάς εκτός συνόρων.
Η αιγυπτιακή απάντηση και οι διπλωματικές επαφές
Καθώς η είδηση πήρε διεθνείς διαστάσεις, το ζήτημα μεταφέρθηκε ταχύτατα στο διπλωματικό επίπεδο. Η ελληνική κυβέρνηση ενεργοποιήθηκε άμεσα, επιδιώκοντας να αποσαφηνίσει την κατάσταση και να εξασφαλίσει διαβεβαιώσεις από το Κάιρο. Το απόγευμα της 29ης Μαΐου, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, επικοινώνησε με τον Αιγύπτιο ομόλογό του Σαμέχ Σούκρι, υπογραμμίζοντας ότι «δεν υπάρχει κανένα περιθώριο απόκλισης» από την κοινή κατανόηση που είχαν πρόσφατα επιβεβαιώσει οι ηγέτες των δύο χωρών. Σύμφωνα με το ελληνικό ΥΠΕΞ, Αθήνα και Κάιρο είχαν εργαστεί συστηματικά το τελευταίο διάστημα για μια συμφωνία που θα διασφαλίζει τον ιερό ελληνορθόδοξο χαρακτήρα της περιοχής του Σινά . Η ξαφνική δικαστική εξέλιξη, λοιπόν, προκάλεσε εύλογη ανησυχία και κρίθηκε απαραίτητο να υπάρξουν εγγυήσεις ότι δεν θα ανατραπούν όσα είχαν συμφωνηθεί σε ανώτατο επίπεδο. Κυβερνητικές πηγές στην Αθήνα ανέφεραν ότι υπήρξε αρχικά αιφνιδιασμός από την απόφαση, δεδομένου ότι μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα – στο πλαίσιο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Αιγύπτου στην Αθήνα (7 Μαΐου 2025) – ο πρόεδρος Αλ-Σίσι είχε προσωπικά διαβεβαιώσει τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη πως επίκειται λύση που θα θωρακίσει το καθεστώς της Μονής .
Πράγματι, ο ίδιος ο Αιγύπτιος πρόεδρος, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, είχε χαρακτηρίσει τον δεσμό της Μονής Σινά με το αιγυπτιακό κράτος ως «ένα αιώνιο συμβόλαιο που κανείς δεν μπορεί να αγγίξει». Ο κος Μητσοτάκης, στο κοινό τους ανακοινωθέν, εξέφρασε τότε τις ευχαριστίες του για αυτή τη στάση. Με βάση αυτά τα δεδομένα, η ελληνική πλευρά ζήτησε επίσημες εξηγήσεις μόλις έγινε γνωστή η δικαστική ετυμηγορία.
Η Αίγυπτος επιχείρησε να διασκεδάσει αυτές τις ανησυχίες. Το βράδυ της 29ης Μαΐου, σε έκτακτες ανακοινώσεις, τόσο το υπουργείο Εξωτερικών όσο και η Προεδρία της Αιγύπτου διέψευσαν κατηγορηματικά ότι αλλάζει το καθεστώς της Μονής Αγίας Αικατερίνης. Ο εκπρόσωπος του αιγυπτιακού ΥΠΕΞ, απαντώντας σε ερώτημα του κρατικού πρακτορείου MENA, ξεκαθάρισε ότι «οι φήμες περί κατάσχεσης της Μονής και των εκτάσεών της είναι απολύτως ψευδείς» . Όπως διευκρίνισε, από την ανασκόπηση του πλήρους κειμένου της δικαστικής απόφασης προκύπτει ότι: (α) «δεν υπάρχει καμία απολύτως βλάβη ή κίνδυνος» για τη Μονή, τις συναφείς αρχαιολογικές δομές, τους ναούς και τα κοιμητήριά της – αντιθέτως, η απόφαση «αναγνωρίζει και κατοχυρώνει τον ιερό θρησκευτικό χαρακτήρα» του μοναστηριού · (β) η απόφαση «ενέκρινε τη συνέχιση της χρήσης» της Μονής και των θρησκευτικών και αρχαιολογικών χώρων από τους μοναχούς, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πνευματική σημασία του χώρου · και (γ) αναφέρεται στην ύπαρξη «ορισμένων απομακρυσμένων περιοχών εντός των φυσικών καταφυγίων, εντελώς μακριά από τη Μονή και ακατοίκητων, για τις οποίες δεν υπάρχουν έγγραφα ιδιοκτησίας – ως εκ τούτου, οι εκτάσεις αυτές θεωρούνται κρατική περιουσία» . Με αυτά τα σημεία, το Κάιρο ουσιαστικά επιχείρησε να καταδείξει ότι η δικαστική απόφαση δεν θίγει τα δικαιώματα της Μονής στα λειτουργικά της όρια, παρά μόνο επιβεβαιώνει το ιδιοκτησιακό καθεστώς εκτάσεων όπου δεν υπήρχαν νόμιμοι τίτλοι.
Στο ίδιο πνεύμα, η επίσημη ανακοίνωση της αιγυπτιακής Προεδρίας επαναβεβαίωσε «την πλήρη δέσμευση της να διατηρήσει το μοναδικό και ιερό θρησκευτικό καθεστώς της Μονής Αγίας Αικατερίνης και να διασφαλίσει ότι αυτό δεν παραβιάζεται». Επιπλέον, τονίστηκε ότι «η πρόσφατη δικαστική απόφαση εδραιώνει το καθεστώς αυτό» και ότι το δικαστικό πόρισμα «συνάδει με όσα επιβεβαίωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου». Η αιγυπτιακή ηγεσία, σε μια εμφανή προσπάθεια να αμβλύνει τις εντυπώσεις, υπογράμμισε επίσης «τη σημασία της διατήρησης των στενών και αδελφικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και της μη διατάραξής τους».
Οι διευκρινίσεις αυτές έγιναν δεκτές από την Αθήνα . Κυβερνητικοί αξιωματούχοι εξέφρασαν ικανοποίηση για το ‘νυχτερινό μπαράζ’ διαβεβαιώσεων της αιγυπτιακής πλευράς, επισημαίνοντας όμως ότι αναμένουν από το Κάιρο να τηρήσει έως τέλους τις δεσμεύσεις του. Κοινός τόπος αποτελεί η ανάγκη να ολοκληρωθεί και τυπικά η συμφωνία για την οριστική θωράκιση του καθεστώτος της Μονής. Όπως ανέφερε ο Έλληνας κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προσδοκά την άμεση υπογραφή της σχετικής συμφωνίας, προκειμένου να κατοχυρωθεί έμπρακτα ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας του μοναστηριού στο Σινά . Ελληνικές διπλωματικές πηγές τόνιζαν δε ότι παρά τις διαβεβαιώσεις δεν παραβλέπεται το γεγονός πως υπήρξε ένας αρχικός αιφνιδιασμός – «ντροπιαστικός», όπως τον χαρακτήρισαν, «για όσους έσπευσαν να σηκώσουν το λάβαρο της επανάστασης χωρίς να έχουν διαβάσει την απόφαση».
Ιστορικό και νομικό καθεστώς της Μονής Σινά
Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του Θεοβάδιστου Όρους Σινά ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα (περί τα 548–565 μ.Χ.) επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού, γεγονός που την καθιστά το αρχαιότερο εν λειτουργίᾳ χριστιανικό μοναστήρι στον κόσμο. Βρίσκεται στους πρόποδες του Όρους Σινά, στο σημείο όπου –κατά την παράδοση– ο Θεός εμφανίστηκε στον Μωυσή (η τοποθεσία της Καιόμενης Βάτου). Η Μονή Σινά, λόγω της ιερότητας και της αρχαιολογικής της αξίας, ανέκαθεν απολάμβανε ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας από τις εκάστοτε κοσμικές εξουσίες. Χαρακτηριστική είναι η παράδοση περί του «Χάρτη του Μωάμεθ» (Ashtiname) – ενός εγγράφου που αποδίδεται στον Προφήτη Μωάμεθ και φέρεται να εγγυάται την ασφάλεια και τα δικαιώματα των μοναχών του Σινά, απαλλάσσοντάς τους από φόρους και θρησκευτικές διώξεις. Είτε ο θρύλος αυτός ανταποκρίνεται σε πραγματικό γεγονός είτε όχι, είναι γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της Ισλαμικής περιόδου οι μοναχοί του Σινά συνήθως έχαιραν σεβασμού από τις τοπικές φυλές και τις αρχές. Οι εκάστοτε σουλτάνοι, χαλίφες και ηγεμόνες της περιοχής παραχωρούσαν φιρμάνια και προστατευτικά διατάγματα στη Μονή, αναγνωρίζοντας τον ξεχωριστό χαρακτήρα της ως τόπου προσευχής και προσκυνήματος.
Στα νεότερα χρόνια, μετά την ίδρυση του σύγχρονου αιγυπτιακού κράτους, το νομικό στάτους της Μονής συνέχισε να είναι ιδιαίτερο αλλά όχι πάντα ξεκάθαρο. Η Μονή Σινά διοικητικά δεν ανήκει στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας (της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αιγύπτου), αλλά αποτελεί αυτόνομη εκκλησιαστική οντότητα υπαγόμενη στον Ορθόδοξο Πατριάρχη Ιεροσολύμων, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραϊθώ (ο οποίος ταυτόχρονα είναι και ηγούμενος της Μονής). Η ιδιότυπη αυτή αυτοδιοίκηση, αναγνωρισμένη και από τους υπόλοιπους Ορθόδοξους προκαθημένους, καθιστά τη Μονή Αγίας Αικατερίνης κάτι ανάλογο με το Άγιον Όρος ως προς το εκκλησιαστικό καθεστώς της. Από την άλλη πλευρά, το έδαφος επί του οποίου βρίσκεται η Μονή είναι κυρίαρχο έδαφος της Αιγύπτου. Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967), η χερσόνησος του Σινά τελούσε υπό ισραηλινή κατοχή έως ότου επανέλθει στην Αίγυπτο το 1982, βάσει των συμφωνιών ειρήνης. Κατά την ενδιάμεση αυτή περίοδο, οι μοναχοί συνεργάστηκαν και με τις ισραηλινές αρχές προκειμένου να προστατευθούν οι αρχαιότητες και τα κειμήλια της Μονής. Το 1979, η UNESCO ανακήρυξε την ευρύτερη περιοχή του Σινά ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (για τη φυσική και πολιτιστική της αξία), ενώ η Αιγυπτιακή Πολιτεία εξέδωσε διατάγματα που αναγνώριζαν τη Μονή ως ζώνη ιδιαίτερης αρχαιολογικής σημασίας.
Παρά τις γενικές αυτές διασφαλίσεις, η ιδιοκτησιακή κατάσταση πολλών εκτάσεων παρέμενε επί δεκαετίες ρευστή. Η Μονή κατείχε ιστορικά μεγάλες εκτάσεις γης πέρα από το κύριο τείχος της – συμπεριλαμβανομένων παρεκκλησίων, κελιών ερημιτών, κήπων και βοηθητικών χώρων – χωρίς όμως σύγχρονους τίτλους ιδιοκτησίας αναγνωρισμένους από το αιγυπτιακό κτηματολόγιο. Αυτό άνοιξε το πεδίο για νομικές αμφισβητήσεις. Όπως σημειώνουν έγκυρες πηγές, σειρά δικαστικών προσφυγών είχαν ξεκινήσει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της βραχύβιας κυβέρνησης των «Αδελφών Μουσουλμάνων» στην Αίγυπτο (2012–2013) . Ακραίοι ισλαμιστικοί κύκλοι τότε φέρονται να αξίωσαν την υπαγωγή της μοναστηριακής περιουσίας στο κράτος, θεωρώντας ότι η Μονή δεν διέθετε νόμιμους τίτλους. Παρότι το καθεστώς Σίσι που ακολούθησε έθεσε εκτός νόμου τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, οι δικαστικές διαδικασίες φαίνεται ότι συνέχισαν τον δρόμο τους στα αιγυπτιακά δικαστήρια. Πριν τη φετινή απόφαση, υπήρξαν φήμες και τοπικά δημοσιεύματα περί σχεδίων «τουριστικής αξιοποίησης» της περιοχής του Σινά, με μετατροπή της Μονής σε μουσείο και ανάπτυξη των πέριξ εγκαταστάσεων . Τίποτε από αυτά δεν είχε επιβεβαιωθεί επίσημα, ωστόσο το θέμα παρέμενε ένα υφέρπον ζήτημα στις ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις, με διακριτικούς χειρισμούς στο παρασκήνιο.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τον Αύγουστο του 2020 η Αιγυπτιακή κυβέρνηση είχε δημιουργήσει την «Πόλη της Αγίας Αικατερίνης» (Saint Catherine City) ως διοικητική οντότητα, ανακοινώνοντας παράλληλα σχέδια ανάπλασης και ανάπτυξης οικοτουρισμού στην περιοχή του Σινά. Η Μονή εξέφρασε τότε επιφυλάξεις, φοβούμενη ότι η υπέρμετρη τουριστική εκμετάλλευση θα διατάρασσε την ιερότητα του χώρου. Το ζήτημα τελικώς αντιμετωπίστηκε μέσω διαλόγου, με το κράτος να διαβεβαιώνει ότι θα σεβαστεί πλήρως τον χαρακτήρα του τόπου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η διαπραγμάτευση για μια συνολική διμερή συμφωνία προστασίας: Αθήνα και Κάιρο, αναγνωρίζοντας την ιστορική σημασία της Μονής για αμφότερες τις χώρες, εργάζονταν εδώ και καιρό προς μια λύση που θα αποσαφήνιζε οριστικά το καθεστώς της. Η συμφωνία αυτή – όπως ανέφεραν Έλληνες αξιωματούχοι – είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί στις λεπτομέρειές της, πριν ανατραπεί αιφνιδιαστικά από την πρόσφατη δικαστική απόφαση.
Σημασία της Μονής για την Ορθοδοξία και τις ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις
Η Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά αποτελεί έναν πολύτιμο θησαυρό της παγκόσμιας πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς. Στους χώρους της φυλάσσονται ανεκτίμητα κειμήλια της Ορθοδοξίας: η βιβλιοθήκη της μονής περιλαμβάνει τη δεύτερη σημαντικότερη συλλογή χειρογράφων παγκοσμίως (μετά το Βατικανό), ενώ η συλλογή βυζαντινών εικόνων της – με εμβληματικό παράδειγμα την εικόνα του Παντοκράτορα του Σινά του 6ου αι. – είναι μοναδική . Το μοναστήρι, πέρα από ενεργό τόπο λατρείας, λειτουργεί και ως ζωντανό μουσείο της χριστιανικής παράδοσης στην Ανατολή. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, το «Θεοβάδιστο Όρος» έχει ξεχωριστή σημασία, καθώς συνδέει τη χριστιανική πίστη με τη βιβλική ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης. Κάθε χρόνο προσκυνητές από όλον τον κόσμο – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και των σλαβικών χωρών – ταξιδεύουν στο Σινά για να ανάψουν ένα κερί στη Μονή και να ανέβουν στην κορυφή του όρους όπου ο Μωυσής παρέλαβε, κατά την παράδοση, τις Δέκα Εντολές.
Ταυτόχρονα, η Μονή Σινά λειτουργεί ιστορικά ως γέφυρα φιλίας μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων. Από την εποχή του Μωάμεθ και των πρώτων χαλίφηδων μέχρι το σύγχρονο αιγυπτιακό κράτος, η παρουσία των Ελλήνων μοναχών στην καρδιά του Σινά συμβολίζει τη δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης του Ισλάμ με τον Χριστιανισμό. H ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί ανέκαθεν στενά τα ζητήματα της Μονής, θεωρώντας τη μέρος της εθνικής κληρονομιάς που βρίσκεται εκτός συνόρων. Αντίστοιχα, η Αίγυπτος υπερηφανεύεται ότι φιλοξενεί στο έδαφός της έναν τόσο σημαντικό ορθόδοξο και ιστορικό θεσμό. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά που Έλληνες ηγέτες επισκέπτονται επισήμως την Αίγυπτο (ή το αντίστροφο), η Μονή Αγίας Αικατερίνης αναφέρεται στις διμερείς συνομιλίες ως παράδειγμα των «αδελφικών» σχέσεων των δύο λαών . Ο ίδιος ο πρόεδρος αλ Σίσι έχει χαρακτηρίσει την προστασία του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα της Μονής προσωπική του δέσμευση, ενώ η υπόσχεση για την επίτευξη μιας ρητής συμφωνίας που θα εγγυάται το status quo της μονής δόθηκε δημοσίως στο ανώτατο επίπεδο.
Η υπόθεση της Μονής Αγίας Αικατερίνης παραμένει στο προσκήνιο, καθώς συνεχίζονται οι διπλωματικές και διοικητικές διεργασίες για τη ρύθμιση του καθεστώτος της. Εν αναμονή των επόμενων εξελίξεων, το ενδιαφέρον παραμένει στραμμένο στις ενέργειες των εμπλεκόμενων πλευρών και στις όποιες αποφάσεις ακολουθήσουν, τόσο σε επίπεδο κυβερνήσεων όσο και στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής παρουσίας στο Σινά.