Παρασκευή, 19 Απρ, 2024
Το λογότυπο του World Health Organization (WHO) από τα κεντρικά γραφεία του στη Γενεύη (Φωτογραφία - FABRICE COFFRINI/AFP από Getty Images)

Για ποιον νοιάζεται ο WHO;

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), ο οποίος αποκαλείται σε διαδικτυακά σχόλια στην Κίνα και «Wuhan Health Organization», μαζί με τον γενικό διευθυντή του, κ. Tedros Adhanom Ghebreyesus, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα όσον αφορά την πολιτικοποίηση του θεσμού που γίνεται εμφανής από τις χωρίς ντροπή προσπάθειές του να ικανοποιεί την κινεζική κομμουνιστική ηγεσία, ενώ το Πεκίνο συνεχίζει να αποκρύπτει στοιχεία σχετικά με τον ιό Γουχάν.

Ο WHO, έχει ήδη ένα κακό ιστορικό αντιμετώπισης θανατηφόρων επιδημιών τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, το 2015, υπό την ηγεσία της υποστηριζόμενης από το Πεκίνο Μάργκαρετ Τσαν, ο WHO παραδέχτηκε ότι «δεν ήταν καλά προετοιμασμένος» για να διαχειριστεί σωστά το ξέσπασμα του Έμπολα.

Σύμφωνα με ένα άρθρο των Times, ο WHO δημοσίευσε οκτώ «μαθήματα» που πήρε μέσα από αυτή την κρίση, με ένα από αυτά να είναι «η επικοινωνία με έναν πιο ανοιχτό τρόπο», και στη συνέχεια πρότεινε εννέα διορθωτικά μέτρα ώστε να δρα καλύτερα σε πιθανά μελλοντικά κρούσματα, όπως το να δημιουργήσει την «Παγκόσμια Ομάδα Εκτάκτων Καταστάσεων», με ένα ταμείο έκτακτης ανάγκης.

Το αφήγημα του Πεκίνου

Ωστόσο, αυτήν τη φορά, η αποτυχία του WHO δεν οφείλεται μόνο στην ανεπάρκειά του ως οργανισμός, αλλά και στην προσπάθειά του να αναπαράγει το αφήγημα του Πεκίνου στην τρέχουσα κρίση του ιού.

Υπήρξαν επικρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο κατά του WHO, που αντηχούσε το Πεκίνο, υποβαθμίζοντας την κρισιμότητα της κατάστασης στις αρχές Ιανουαρίου.  Ειδικοί στον τομέα της υγείας σε όλο τον κόσμο έχουν επίσης απογοητευτεί βλέποντας ότι, δεδομένου του τυραννικού ελέγχου των πληροφοριών από το Πεκίνο, που περιλαμβάνει την απειλή με σύλληψη ιατρικού προσωπικού για να μην μιλήσει, ο επικεφαλής του WHO θα επαινούσε το Πεκίνο για «παροχή ασφάλειας», και θα ανακήρυττε κατάσταση παγκόσμιας πανδημίας λίγες μόνο μέρες μετά την καραντίνα της Γουχάν, του επικέντρου της επιδημίας, στις 23 Ιανουαρίου.

Αλλά έως τότε, ο θανατηφόρος ιός είχε ήδη φτάσει στην Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.

Φοβούμενος μήπως προσβάλλει το Πεκίνο, ο WHO μετά από ελιγμούς αρκετών ημερών, τελικά μετονόμασε τον ιό Γουχάν σε «COVID-19». Η νωχελική απόκριση του WHO για την προειδοποίηση του υπόλοιπου κόσμου σχετικά με αυτήν τη θανατηφόρα ασθένεια, οδήγησε στη δημόσια κατακραυγή εναντίον του Ghebreyesus. Μέσα σε λίγες μόνο μέρες, περισσότεροι από 456.000 άνθρωποι υπέγραψαν στο Change.org για την παραίτησή του.

Ο ιός Γουχάν, εν τέλει, εντοπίστηκε για πρώτη φορά από Κινέζους γιατρούς τον Δεκέμβριο του 2019. Ωστόσο, το Πεκίνο απέκρυψε την ύπαρξή του μέχρι τις 23 Ιανουαρίου. Σύμφωνα με μια πρόσφατη ερευνητική εργασία με τίτλο «Censored Contagion» που δημοσίευσε το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, το Πεκίνο από τον Δεκέμβριο του 2019 επικεντρώνεται στην λογοκρισία περιεχομένου σχετικά με τον ιό Γουχάν, σε πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπως το δημοφιλές WeChat και YY και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να αποκρύπτει στοιχεία. Για παράδειγμα, αποκρύφθηκαν αναφορές στον Λι Γουενλιάνγκ, τον γιατρό που εξέθεσε την κατάσταση και πέθανε από τον ιό Γουχάν. Απόκρυψη πληροφοριών όπως αυτή μπορεί να περιορίσει την επικοινωνία σχετικά με τον ιό και την πρόληψη, σύμφωνα με την ερευνητική εργασία.

Τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, οι κυβερνήσεις και ο WHO φαίνεται να αποδίδουν αξιοπιστία στα στοιχεία από το Πεκίνο, καθώς τα αναφέρουν ως πηγές χωρίς δισταγμό.

Αυτός ο διεθνής οργανισμός φαίνεται να επικεντρώνεται στην διευκόλυνση των κομμουνιστών ηγετών του Πεκίνου, αντί στην ευημερία 1,3 δισεκατομμυρίων Κινέζων και 23,7 εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ταϊβάν.

Το θαύμα της Ταϊβάν

Τα τελευταία χρόνια, η ανάμειξη της πολιτικής με την δημόσια υγεία δεν είναι κάτι ασυνήθιστο για τον WHO.

Παρά τις σχολαστικές προσπάθειες πολλών χωρών μελών, η Ταϊβάν δεν έχει κατορθώσει να πάρει μια έδρα μέσα στον WHO. Αυτή η απόρριψη εμποδίζει την Ταϊβάν να αποκτήσει πρόσβαση στα δεδομένα και τους πόρους του οργανισμού, γεγονός που την επιβάρυνε στην κρίση του SARS το 2003, και την ζημιώνει στην τρέχουσα επιδημία επίσης.

Για να προσελκύσει την Ταϊβάν να υιοθετήσει την πολιτική «μία χώρα, δύο συστήματα», με την προπαγάνδα του το Πεκίνο φτάνει στο σημείο να αποκαλεί τους Ταϊβανούς «συμπατριώτες με την ίδια σάρκα και αίμα». Ωστόσο ο δεσμός αίματος εξαφανίζεται, όταν η Ταϊβάν βρίσκεται σε κρίσεις υγείας, όπως του SARS και του ιού Γουχάν, ή όταν η Ταϊβάν επιδιώκει την ένταξή της στον WHO.

Σύμφωνα με τον γιατρό Τσεν Τσιεν-τζεν, έναν επιδημιολόγο του πανεπιστημίου John Hopkins και αντιπροέδρου της [κυβέρνησης της] Ταϊβάν, η Ταϊπέι έλαβε πληροφορίες σχετικά με τον SARS από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς το Πεκίνο αρνήθηκε να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια.

Ένα άρθρο εξωτερικής πολιτικής ανέφερε ότι «περίπου 60.000 πτήσεις μεταφέρουν 10 εκατομμύρια επιβάτες μεταξύ Ταϊβάν και Κίνας κάθε χρόνο. Η Ταϊβάν έχει παρουσιάσει έντονο ενδιαφέρον, για την προστασία της και την ευημερία του κόσμου από αυτήν την τελευταία απειλή για την υγεία. […] Ωστόσο, η Ταϊβάν έχει αποκλειστεί από τις έκτακτες συνεδριάσεις του WHO για την κρίση του νέου κορωνοϊού».

Ως ανεξάρτητη δημοκρατία, η Ταϊβάν απέχει μόλις 130 χιλιόμετρα από την Κίνα. Η παρεμπόδιση της Ταϊβάν από το Πεκίνο, να γίνει μέλος του WHO κατά το διάστημα της έξαρσης του SARS, δίδαξε στο νησιωτικό έθνος να αναπτύσσει τις υποδομές του στην δημόσια υγεία, ώστε να είναι έτοιμο για μια επόμενη κρίση.

Την ίδια στιγμή, η Ταϊβάν αποφάσισε να απορρίψει το κομμουνιστικό καθεστώς της Κίνας. Στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές η πρόεδρος Τσάι Ινγκ-γουέν έλαβε έναν πρωτοφανώς μεγάλο αριθμό ψήφων—αποδεικνύοντας την ισχυρή επιθυμία του κοινού να διατηρήσει την αυτονομία του από την Κίνα, απορρίπτοντας έτσι τον υποψήφιο [πρόεδρο] που είχε την υποστήριξη του Πεκίνου, καθώς και την πρόταση του καθεστώτος για «μία χώρα, δύο συστήματα».

Με περισσότερους από 850.000 Ταϊβανούς να ζουν μόνιμα στην ηπειρωτική Κίνα και άλλους 400.000 να εργάζονται εκεί, η Ταϊβάν δέχτηκε περίπου 2,7 εκατομμύρια Κινέζους επισκέπτες πέρυσι, κάνοντας το νησί ίσως το πιο ευάλωτο μέρος για μια έξαρση του ιού Γουχάν.

Ωστόσο, η διαφάνεια της Ταϊβάν, η καραντίνα, η κοινωνική απομάκρυνση, τα βήματα επιτήρησης, η χρήση προηγμένης ψηφιακής τεχνολογίας και μια αποτελεσματική Κεντρική Διοίκηση [για την καταπολέμηση του ιού], έχουν αποδειχθεί κρίσιμοι παράγοντες στην καταστολή αυτής της θανατηφόρου ασθένειας, σε μόλις 77 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις, μέχρι και τις 17 Μαρτίου (σύμφωνα με ένα άρθρο στο StanfordHealth Policy στις 3 Μαρτίου).

Το σημαντικότερο βήμα, όπως παρατηρήθηκε από πολλούς ειδικούς, ήταν η ταχεία απόφαση της κυβέρνησης της Ταϊβάν να επιβάλλει απαγορεύσεις μετακίνησης από και προς την Κίνα και το Χονγκ Κονγκ, πριν ο ιός μπορέσει να διαδοθεί.

Ακολουθώντας τα συμφέροντα της Κίνας

Η Νότια Κορέα ωστόσο, καθώς και η Ιαπωνία, η Ιταλία και το Ιράν, δεν πήραν άμεσα μέτρα, ή αρνήθηκαν να αναστείλουν πτήσεις, με αποτέλεσμα βαρύτατες επιπτώσεις στην επιδημία του κορωνοϊού. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο ιός Γουχάν φαίνεται να έχει πλήξει περισσότερο τις χώρες που έχουν ευθυγραμμιστεί με τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της Κίνας.

Ενώ η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία απολαμβάνουν ένα παρόμοιο υψηλό επίπεδο υγειονομικής περίθαλψης με την Ταϊβάν, και οι δύο, αντίθετα από την Ταϊβάν, επιδίωξαν να έχουν στενότερους οικονομικούς και διπλωματικούς δεσμούς με το κομμουνιστικό Κεντρικό Βασίλειο.

Πολλές εταιρείες της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας συνεργάζονται με το Πεκίνο, καθιστώντας τες όλο και πιο εξαρτημένες από την Κίνα. Πολλοί Νότιο-Κορεάτες, βλέποντας τους συνεχώς αναπτυσσόμενους δεσμούς του έθνους με την Κίνα, τώρα ζητούν την παραίτηση του προέδρου Μουν Τζε-ιν, λόγω της στάστης του υπέρ του Πεκίνου, και τον αποκαλούν «Κινέζο πρόεδρο Μουν».

Η Ιταλία ήταν το πρώτο (και μόνο) κράτος των G-7 που συμμετείχε στο «Πρόγραμμα μία ζώνη, ένας δρόμος» (BRI) του Πεκίνου, και είχε τα σύνορά της εντελώς ανοιχτά σε ανθρώπους από την Κίνα, ακόμα και αφότου ο ιός Γουχάν εμφανίστηκε στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Guardian πριν από εννέα χρόνια, μόνο στο Πράτο της Τοσκάνης, ο αριθμός των Κινέζων κατοίκων είχε ήδη φτάσει πάνω από 50.000 και αποτελούσε περισσότερο από το 30% του πληθυσμού της πόλης. Το 32% των παιδιών που γεννήθηκαν στο κεντρικό νοσοκομείο του Πράτο είχαν Κινέζες μητέρες.

Σήμερα, η Ιταλία έχει μια αυξανόμενη κινεζική κοινότητα μεταναστών, που υποστηρίζει μια κομμουνιστική ατζέντα υπέρ του Πεκίνου.

Είναι σίγουρα λυπηρό το γεγονός ότι η Κίνα έχει παραδώσει στην Ιταλία έναν θανατηφόρο ιό πριν την υποσχόμενη οικονομική ανάταση από το πρόγραμμα BRI («Μία ζώνη, ένας δρόμος»). Η απόφαση της Ιταλίας για καραντίνα σε εθνικό επίπεδο ήρθε λίγο αργά, όπως επισημαίνουν οι επικρίσεις.

Ως ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ιράν, η Κίνα έχει τεράστια επιρροή στην οικονομία του Ιράν και στην εξωτερική του πολιτική. Το Ιράν υποστηρίζει την Κίνα σχεδόν σε όλα τα ζητήματα των Ηνωμένων Εθνών και τώρα έχει πληγεί σκληρά από τον ιό Γουχάν. Κάποιοι κορυφαίοι Ιρανοί ηγέτες συγκαταλέγονται στα θύματα κορωνοϊού, που ξεπερνούν τα 7.000 άτομα.

Είναι λυπηρό το γεγονός ότι μεγάλοι αρχαίοι πολιτισμοί όπως το Ιράν και η Κίνα κυβερνώνται σήμερα από άνομες δικτατορίες που ενδιαφέρονται περισσότερο για την εξουσία παρά για την ευημερία του λαού τους.

Για αιώνες, πολλοί άνθρωποι στην Ασία πίστευαν βαθιά στην καρμική ανταπόδοση —η ιδέα αυτή είναι παρόμοια με ένα ρητό της χριστιανικής παράδοσης «ό,τι σπείρεις θα θερίσεις».

Εκ των υστέρων, η άρνηση του WHO για την ένταξη της Ταϊβάν [στον οργανισμό], μπορεί να ήταν μια μεταμφιεσμένη ευλογία, καθώς η Ταϊβάν ανταποκρίθηκε γρήγορα από μόνη της, χωρίς τις αναξιόπιστες  συμβουλές του WHO, που βασίζονται σε πολιτικούς υπολογισμούς.
Όπως σοφά έγραψε ο Σαίξπηρ στο «Τέλος καλό όλα καλά»: «Καμία κληρονομιά δεν είναι τόσο πολύτιμη όσο η ειλικρίνεια».

Ο Πήτερ Τζανγκ (Peter Zhang) είναι ερευνητής στην πολιτική οικονομία της Κίνας και Ανατολικής Ασίας. Είναι πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Διεθνών Σπουδών του Πεκίνου, της Σχολής Δικαίου και Διπλωματίας Fletcher και του Harvard Kennedy School.

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι η γνώμη του συγγραφέα και δεν αντανακλούν κατ’ ανάγκην τις απόψεις της Epoch Times.

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε