Παρασκευή, 29 Μαρ, 2024
Ένας διαδηλωτής της Antifa κρατά μια σκισμένη και καμένη σημαία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της «Πορείας του Ντένβερ ενάντια στον Νόμο Σαρίας» στο Ντένβερ, 10 Ιουνίου 2017. (Jason Connolly/AFP μέσω Getty Images)

Ο φιλόσοφος της Antifa

Γράφει ο Dinesh D’Souza.

Σχολιασμός

Ο τυπικός σοσιαλιστής σήμερα δεν είναι κάποιος συνδικαλιστής που θέλει υψηλότερους μισθούς. Είναι μια τρανσέξουαλ περιβαλλοντο-φεμινίστρια που συμμετέχει στις συγκεντρώσεις των Antifa και Black Lives Matter και ρίχνει τσιμεντόλιθους στους πολιτικούς της αντιπάλους.

Το βλέπουμε στις ταραχές και τις λεηλασίες που σάρωσαν την χώρα μετά τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ. Η σοσιαλιστική αριστερά σήμερα ασχολείται λιγότερο με την εργατική εκμετάλλευση από την μπουρζουαζία και περισσότερο με την φυλή, το φύλο και τα παράπονα των τρανσέξουαλ, όλα θέματα της πολιτικής ταυτοτήτων. Το αποκαλώ σοσιαλισμό ταυτοτήτων.

Οι σημερινοί σοσιαλιστές θέλουν μια Αμερική που ενσωματώνει τις ομάδες που θεωρούνταν αποκλεισμένες παλαιότερα, ενώ αποκλείει την ομάδα που ήταν παλαιότερα ενσωματωμένη. «Εάν είστε λευκοί, άρρενες, ετεροφυλόφιλοι και θρησκευτικά και/ή κοινωνικά συντηρητικοί», γράφει στο ιστολόγιό του ο Ροντ Ντρέερ, «δεν υπάρχει θέση για εσάς» στην προοδευτική αριστερά. Αντιθέτως, πρέπει τώρα να αναμένεται ότι στην κοινωνία «άνθρωποι σαν εσάς πρόκειται να πρέπει να χάσουν τη δουλειά και την επιρροή τους».

Με άλλα λόγια, για τους σοσιαλιστές ταυτοτήτων και για την αριστερά γενικότερα, οι μαύροι και οι Λατίνοι είναι μέσα· οι λευκοί είναι έξω. Οι γυναίκες είναι μέσα· οι άντρες είναι έξω. Οι ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι, τρανσέξουαλ, μαζί με άλλους, πιο εξωτικούς τύπους είναι μέσα· οι ετεροφυλόφιλοι είναι έξω. Οι παράνομοι είναι μέσα· οι ημεδαποί πολίτες είναι έξω. Κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι αυτά είναι όλα μέρος της πολιτικής της ένταξης, αλλά αν το πιστεύουμε αυτό παίρνουμε μόνο τη μισή εικόνα. Το θέμα, για την αριστερά, δεν είναι απλώς να συμπεριλάβει, αλλά και να αποκλείσει, να απομακρύνει τους αντιπάλους της από την πατρίδα τους.

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Για να κατανοήσουμε τον σοσιαλισμό ταυτοτήτων, πρέπει να μάθουμε για τον άνθρωπο που κατάλαβε πώς να δημιουργήσει τα διάφορά του σκέλη, τον Χέρμπερτ Μαρκούζε.

Η επανάσταση του Μαρκούζε

Ένας Γερμανός φιλόσοφος εν μέρει εβραϊκής καταγωγής, ο Μαρκούζε σπούδασε υπό τον φιλόσοφο Χάιντεγκερ προτού δραπετεύσει από τη Γερμανία πριν από τη ναζιστική εξουσία. Μετά από κάποιον χρόνο στο Κολούμπια, το Χάρβαρντ και Μπραντέι, ο Μαρκούζε μετακόμισε στην Καλιφόρνια, όπου πήρε μια θέση στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια–Σαν Ντιέγκο και έγινε ο γκουρού της Νέας Αριστεράς στη δεκαετία του ’60.

Ο Μαρκούζε επηρέασε μια ολόκληρη γενιά νέων ριζοσπαστών, από τον συνιδρυτή του Weather Underground Μπιλ Έιερς έως τον ακτιβιστή Yippie Άμπι Χόφμαν και τον Τομ Χέιντεν, πρόεδρο της ακτιβιστικής ομάδας Student for a Democratic Society (SDS). Η Άντζελα Ντέιβις, που αργότερα προσχώρησε στους Μαύρους Πάνθηρες και διεκδίκησε επίσης την αντιπροεδρία υπό το Κομμουνιστικό Κόμμα, ήταν μαθήτρια του Μαρκούζε και επίσης στον στενό του κύκλο. Ήταν ο Μαρκούζε, είπε η Ντέιβις, ο οποίος «μου δίδαξε ότι ήταν δυνατόν να είμαι ακαδημαϊκός, ακτιβίστρια, διανοούμενη και επαναστάτρια».

Ο Μαρκούζε υποκίνησε τους ακτιβιστές της δεκαετίας του 1960 να καταλάβουν κτίρια και να ανατρέψουν την ιεραρχία του πανεπιστημίου, ως ένα είδος πρώτου βήματος για την υποδαύλιση σοσιαλιστικής επανάστασης στην Αμερική. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ρόναλντ Ρήγκαν — τότε κυβερνήτης της Καλιφόρνιας — έκανε δυνατή την απόλυση του Μαρκούζε. Ωστόσο, ο Μαρκούζε διατήρησε τη διασημότητα και την επιρροή του στους ριζοσπάστες της εποχής. Φυσικά, δεν δημιούργησε τις δυνάμεις του σοσιαλισμού ταυτοτήτων, αλλά είδε, ίσως νωρίτερα από οποιονδήποτε άλλον, πώς θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για έναν νέο και «βιώσιμο» σοσιαλισμό στην Αμερική. Αυτός είναι ο σοσιαλισμός που αντιμετωπίζουμε τώρα.

Για να κατανοήσουμε το πρόβλημα που είχε ο Μαρκούζε, πρέπει να πάμε πίσω μέχρι τον Μαρξ. Ο Μαρξ είδε τον εαυτό του ως προφήτη, όχι υποκινητή, για την έλευση του σοσιαλισμού. Θεωρούμε τον Μαρξ ως ένα είδος ακτιβιστή, που προσπάθησε να οργανώσει μια εργατική επανάσταση, αλλά ο Μαρξ τόνισε εξαρχής ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα έρθει αναπόφευκτα· τίποτα δεν έπρεπε να γίνει για να την προκαλέσει. Η μαρξιστική άποψη συνοψίζεται καλά από έναν από τους Γερμανούς οπαδούς του Μαρξ, τον Καρλ Κάουτσκυ, ο οποίος έγραψε: «Το καθήκον μας δεν είναι να οργανώσουμε την επανάσταση αλλά να οργανώσουμε τον εαυτό μας για την επανάσταση. Δεν είναι να κάνουμε την επανάσταση, αλλά να την εκμεταλλευτούμε».

Αλλά τι συμβαίνει όταν η εργατική τάξη νιώθει πολύ ασφαλής και ικανοποιημένη για εξέγερση; Ο Μαρξ δεν το περίμενε αυτό. Στην πραγματικότητα, η έλλειψη έστω και μίας εργατικής εξέγερσης του είδους που προέβλεπε ο Μαρξ, οπουδήποτε στον κόσμο, είναι μια πλήρης και αποφασιστική διάψευση του «επιστημονικού» μαρξισμού. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι μαρξιστές σε όλο τον κόσμο γνώριζαν πλήρως αυτό το πρόβλημα. Ο Λένιν το έλυσε συγκεντρώνοντας έναν επαγγελματικό στρατό επαναστατών. Εάν η επανάσταση δεν θα γίνει από την εργατική τάξη, επέμεινε, θα έπρεπε να γίνει για αυτούς.

Ο Μαρκούζε καθόρισε το πρόβλημα με τον ίδιο τρόπο που έκανε ο Λένιν: Εάν η εργατική τάξη δεν είναι υπέρ του σοσιαλισμού, πού μπορώ να βρω ένα νέο προλεταριάτο για να τον φέρει; Ο Μαρκούζε γνώριζε ότι οι σύγχρονες βιομηχανικές χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν μπορούσαν να έχουν πληθυσμούς αγροτών χωρίς γη και επαγγελματιών στρατιωτών — τα απομεινάρια μιας καθυστερημένης φεουδαρχικής κοινωνίας —  στα οποία βασίστηκε ο Λένιν. Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να πάρει τον ρόλο του ανύπαρκτου προλεταριάτου που θα χρειαζόταν για να προκαλέσει την αναστάτωση που χρειάζεται για τον σοσιαλισμό στην Αμερική;

«Ανύψωση συνείδησης»

Ο Μαρκούζε κοίταξε τριγύρω για να εντοπίσει ποιες ομάδες είχαν μια φυσική αντιπάθεια στον καπιταλισμό. Ο Μαρκούζε ήξερε ότι μπορούσε να βασιστεί στους μποέμ καλλιτέχνες και διανοούμενους που από καιρό μισούσαν τον βιομηχανικό πολιτισμό, εν μέρει επειδή θεωρούσαν τον εαυτό τους ανώτερο από τους επιχειρηματίες και τους καταστηματάρχες. Αυτοί οι αυτοαποκαλούμενοι «παρίες» ήταν φυσικοί νεοσύλλεκτοι για αυτό που ο Μαρκούζε ονόμαζε Μεγάλη Άρνηση — την βαθιά άρνηση της κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς.

Το πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ότι αυτοί οι μποέμ βρίσκονταν σε μικρούς τομείς της δυτικής κοινωνίας: στην περιοχή Σβάμπινγκ του Μονάχου, στην Αριστερή Όχθη του Παρισιού, στο χωριό Γκρίνουιτς στη Νέα Υόρκη και σε λίγες μόνο πανεπιστημιουπόλεις. Από μόνοι τους, δεν ήταν αρκετοί ούτε για να πραγματοποιήσουν μια διαδήλωση, πόσω μάλλον να κάνουν επανάσταση.

Έτσι ο Μαρκούζε έπρεπε να ψάξει περαιτέρω. Έπρεπε να σκεφτεί έναν τρόπο να βάλει την μποέμ κουλτούρα στην θέση του παγιωμένου πολιτισμού, να κάνει τους παρίες να φαίνονται φυσιολογικοί και να μετατρέψει τους φυσιολογικούς ανθρώπους σε παρίες. Ξεκίνησε με μια πολύ περίεργη ομάδα προλεταρίων: τους νέους της δεκαετίας του 1960. Εδώ, τελικά, ήταν μια ομάδα που θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα μαζικό κίνημα.

Όμως τι ομάδα! Ευτυχώς, ο Μαρξ δεν ήταν κοντά να την δει· θα είχε ξεσπάσει σε γέλια. Άμπι Χόφμαν; Τζέρι Ρούμπιν; Μάριο Σάβιο; Πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι αυτής της αξιολύπητης κατάστασης, αυτά τα νωθρά, κακομαθημένα παράγωγα της μεταπολεμικής ευημερίας, αυτές οι παρωδίες της ανθρωπότητας, αυτοί οι λάγνοι βαριεστημένοι αργόσχολοι εντελώς αποξενωμένοι από τα προβλήματα του πραγματικού κόσμου, και νευρωτικά εστιασμένοι στον εαυτό τους, τα ναρκωτικά τους και την σεξουαλική τους ζωή και την τρελή «μουσική», να λειτουργήσουν ως τάγματα εφόδου της επανάστασης;

Ο Χέρμπερτ Μαρκούζε (1898-1979), γεννημένος στην Γερμανία Αμερικανός φιλόσοφος και ακραίος πολιτικός θεωρητικός, σχετιζόμενος με την Κριτική Θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης. (Keystone/Getty Images)

 

Ο Μαρκούζε απάντησε: «Ανυψώνοντας την συνείδησή τους». Οι φοιτητές ήταν ήδη κάπως αποξενωμένοι από την ευρύτερη κοινωνία. Ζούσαν σε αυτές τις σοσιαλιστικές κομμούνες που ονομάζονταν πανεπιστήμια. Θεωρούσαν δεδομένες τις ανέσεις τους. Αχάριστοι «γυμνοσάλιαγκες» [οκνηροί] που ήταν, περιφρονούσαν αντί να εκτιμούν τους γονείς τους για τις θυσίες που έκαναν για λογαριασμό τους. Αναζήτησαν «κάτι περισσότερο», μια μορφή αυτοεκπλήρωσης που ξεπερνούσε την υλική ολοκλήρωση.

Εδώ, ο Μαρκούζε αναγνώρισε, ήταν η πραγματική πρώτη ύλη από την οποία ο σοσιαλισμός δημιουργείται σε μια πλούσια, επιτυχημένη κοινωνία. Ίσως υπήρχε ένας τρόπος να τους διδάξει την καταπίεση, να μετατρέψει την κακή διάθεση από το πνευματικό τους κενό, σε πολιτική δυσαρέσκεια. Ο Μαρκούζε ήταν πεπεισμένος ότι μια ακτιβιστική ομάδα καθηγητών θα μπορούσε να «ανυψώσει» τη συνείδηση μιας ολόκληρης γενιάς φοιτητών, ώστε να μπορούν να αισθάνονται υποκειμενικά καταπιεσμένοι ακόμη και αν δεν υπήρχαν αντικειμενικές δυνάμεις που τους καταπιέζουν. Τότε θα γίνονταν ακτιβιστές για να πολεμήσουν όχι ενάντια στην καταπίεση κάποιου άλλου, αλλά για την δική τους.

Φυσικά θα χρειαζόταν κάποια δουλειά για να μετατρέψει εγωιστές εγωκεντρικούς φοιτητές σε ακτιβιστές με ενός είδους κοινωνικής συνείδησης. Αλλά για την απίστευτη καλή τύχη του Μαρκούζε, η δεκαετία του ’60 ήταν η δεκαετία του πολέμου του Βιετνάμ. Οι φοιτητές αντιμετώπιζαν την προοπτική επιστράτευσης. Έτσι είχαν εγωιστικούς λόγους να αντιταχθούν στον πόλεμο. Ωστόσο, αυτός ο εγωισμός θα μπορούσε να αξιοποιηθεί διδάσκοντας στους φοιτητές ότι δεν ήταν φυγόστρατοι δειλοί· αντίθετα, ήταν ευγενείς αντιστεκόμενοι μέρος ενός παγκόσμιου αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Με αυτόν τον τρόπο, η ίδια η κακή συνείδηση θα μπορούσε να στρατολογηθεί για λογαριασμό του αριστερού ακτιβισμού.

Ο Μαρκούζε απεικόνισε τον Χο Τσι Μιν και τους Βιετκόνγκ ως ένα είδος προλεταριάτου του Τρίτου Κόσμου, αγωνιζόμενο να απελευθερωθεί από την αμερικανική ηγεμονία. Αυτό αντιπροσώπευε μια μεταφορά μαρξιστικών κατηγοριών. Η νέα εργατική τάξη ήταν οι «μαχητές της ελευθερίας» του Βιετνάμ. Οι κακοί καπιταλιστές ήταν Αμερικανοί στρατιώτες που υπηρετούσαν εξ ονόματος της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η μεγαλοφυΐα του Μαρκούζε ήταν να πει στους αριστερούς φοιτητές της δεκαετίας του 1960 ότι οι Βιετναμέζοι «μαχητές της ελευθερίας» δεν θα μπορούσαν να πετύχουν χωρίς αυτούς.

«Μόνο η εσωτερική αποδυνάμωση της υπερδύναμης», έγραψε ο Μαρκούζε στο «Ένα δοκίμιο για την απελευθέρωση», «μπορεί τελικά να σταματήσει τη χρηματοδότηση και τον εξοπλισμό της καταστολής στις καθυστερημένες χώρες».

Στο όραμά του, οι φοιτητές ήταν οι «μαχητές της ελευθερίας» μέσα στην κοιλιά του καπιταλιστικού θηρίου. Μαζί, οι επαναστάτες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό θα συνεργάζονταν στην Μεγάλη Άρνηση. Θα τερμάτιζαν από κοινού τον πόλεμο και θα λύτρωναν το Βιετνάμ και την Αμερική. Και πώς θα έμοιαζε αυτή η λύτρωση; Στα λόγια του Μαρκούζε, «Συλλογική ιδιοκτησία, συλλογικός έλεγχος και σχεδιασμός των μέσων παραγωγής και διανομής». Με άλλα λόγια, κλασικός σοσιαλισμός.

Αντικαθιστώντας την κοινωνική τάξη

Εντάξει, λοιπόν τώρα έχουμε τους νέους. Ποιον άλλον; Ο Μαρκούζε κοίταξε γύρω από την Αμερική για περισσότερους υποψήφιους προλετάριους και βρήκε, εκτός από τους φοιτητές, τρεις ομάδες ώριμες για κατάληψη. Η πρώτη ήταν το κίνημα της Μαύρης Δύναμης, το οποίο βοηθούσε το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων. Η ομορφιά αυτής της ομάδας, από την άποψη του Μαρκούζε, είναι ότι δεν θα χρειαζόταν να εκπαιδευθούν στην τέχνη του παράπονου· οι μαύροι είχαν παράπονα για αιώνες.

Κατά συνέπεια, εδώ ήταν μια ομάδα που θα μπορούσε να κινητοποιηθεί ενάντια στο status quo και αν το status quo μπορούσε να ταυτιστεί με τον καπιταλισμό, ιδού μια ομάδα που θα έπρεπε να είναι ανοιχτή στον σοσιαλισμό. Μέσα από ένα είδος μαρξιστικής μετάθεσης, οι «μαύροι» θα γίνουν η εργατική τάξη, οι «λευκοί» η καπιταλιστική τάξη. Η φυλή, σε αυτήν την ανάλυση, αντικαθιστά την τάξη. Έτσι παίρνουμε τον Αφρο-σοσιαλισμό, και από εκεί είναι ένα σύντομο βήμα προς τον Λατίνο-σοσιαλισμό και κάθε άλλο είδος εθνοτικού σοσιαλισμού.

Μια άλλη αναδυόμενη πηγή δυσαρέσκειας ήταν οι φεμινίστριες. Ο Μαρκούζε αντιλήφθηκε ότι με αποτελεσματική «ανύψωση» της συνείδησης, αυτές θα μπορούσαν επίσης να διδαχθούν να βλέπουν τον εαυτό τους ως καταπιεσμένο προλεταριάτο. Αυτό φυσικά θα απαιτούσε μια άλλη μαρξιστική μεταφορά: «Οι γυναίκες» θα θεωρούνταν τώρα ως εργατική τάξη και οι «άντρες» η καπιταλιστική τάξη· η κατηγορία τάξης αλλάζει τώρα με το φύλο.

«Το κίνημα γίνεται ριζοσπαστικό», έγραψε ο Μαρκούζε, «στον βαθμό στον οποίο στοχεύει, όχι μόνο στην ισότητα εντός της δομής εργασίας και αξιών της καθιερωμένης κοινωνίας… αλλά μάλλον σε μια αλλαγή στην ίδια την δομή». Ο στόχος του Μαρκούζε δεν ήταν μόνο η πατριαρχία· ήταν η μονογαμική οικογένεια. Σε Γκραμσιανούς όρους, ο Μαρκούζε θεωρούσε την ίδια την ετεροφυλόφιλη οικογένεια ως έκφραση αστικού πολιτισμού, οπότε κατά την άποψή του, η κατάργηση της οικογένειας θα βοηθούσε στην επιτάχυνση της εμφάνισης του σοσιαλισμού.

Ο Μαρκούζε δεν έγραψε συγκεκριμένα για ομοφυλόφιλους ή τρανσέξουαλ, αλλά γνώριζε πολύ καλά από εξωτικές και τρελές μορφές σεξουαλικής συμπεριφοράς και η λογική του σοσιαλισμού ταυτοτήτων μπορεί εύκολα να επεκταθεί σε όλες αυτές τις ομάδες. Για άλλη μια φορά χρειαζόμαστε κάποια δημιουργική μαρξιστική μετάθεση. Οι ομοφυλόφιλοι και οι τρανσέξουαλ γίνονται το ακόμα πιο νέο προλεταριάτο και οι ετεροφυλόφιλοι — ακόμη και οι μαύροι και θηλυκοί ετεροφυλόφιλοι — γίνονται καταπιεστές τους.

Ρίζες της αλληλεπικάλυψης

Βλέπουμε εδώ τις ρίζες της «αλληλεπικάλυψης». Όπως θεωρεί τώρα η αριστερά, μια μορφή καταπίεσης είναι καλή, αλλά δύο είναι καλύτερες και τρεις ή περισσότερες είναι το καλύτερο. Το συγκεντρωτικό παράδειγμα του σοσιαλισμού ταυτοτήτων είναι ένας μαύρος ή καφέ άντρας που μετατρέπεται σε γυναίκα, με καταγωγή Τρίτου Κόσμου, και προσπαθεί παράνομα να μπει σε αυτήν τη χώρα, επειδή η χώρα του — ουπς, της — λέγεται ότι εξαφανίστηκε από τον χάρτη λόγω κλιματικής αλλαγής.

Αυτές οι τελευταίες εξελίξεις ξεπερνούν τον Μαρκούζε. Δεν ήξερε για την αλληλεπικάλυψη, αλλά αναγνώρισε το αναδυόμενο περιβαλλοντικό κίνημα ως ευκαιρία περιορισμού και ρύθμισης του καπιταλισμού. Ο στόχος, τόνισε, ήταν «να οδηγήσει την οικολογία στο σημείο που δεν είναι πλέον περιορισμένη μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο», αν και αναγνώρισε ότι αυτό «σημαίνει πρώτα την επέκταση της κίνησης μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο».

Ο Μαρκούζε ανέστρεψε επίσης τον Φρόιντ για να υποστηρίξει την «απελευθέρωση» του έρωτα. Ο Φρόιντ ισχυριζόταν ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένος στην «αρχή της ευχαρίστησης», αλλά καθώς προχωρά ο πολιτισμός, η αρχή της ευχαρίστησης πρέπει να εξαρτάται από αυτό που ο Φρόιντ ονόμασε «αρχή της πραγματικότητας». Με άλλα λόγια, ο πολιτισμός είναι το προϊόν της υποταγής του ενστίκτου στη λογική. Η καταστολή, υποστήριξε ο Φρόιντ, είναι το απαραίτητο τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για τον πολιτισμό.

Ο Μαρκούζε υποστήριξε ότι σε κάποιο σημείο, ωστόσο, ο πολιτισμός φτάνει σε ένα σημείο όπου οι άνθρωποι μπορούν να πάνε προς τα πίσω. Μπορούν να απελευθερώσουν τα πολύ φυσικά ένστικτα που έχουν κατασταλεί για τόσο πολύ καιρό και να υποτάξουν την αρχή της πραγματικότητας στην αρχή της ευχαρίστησης. Αυτό θα συμπεριλάμβανε την δημιουργία αυτού που ο Μαρκούζε ονόμασε «πολυμορφική σεξουαλικότητα» και την «επανενεργοποίηση όλων των ερωτογόνων ζωνών». Βρισκόμαστε κοντά πλέον στο πλήρες σύνολο των παράξενων σύγχρονων δραστηριοτήτων, από την αμφιφυλοφιλία έως την τρανσεξουαλικότητα και πέρα από αυτά.

Ο Μαρκούζε αναγνώρισε ότι η κινητοποίηση όλων αυτών των ομάδων — φοιτητές, περιβαλλοντιστές, μαύροι, φεμινίστριες, ομοφυλόφιλοι — θα απαιτούσε χρόνο και θα απαιτούνταν πολλή «ανύψωση» συνείδησης ή επανεκπαίδευση. Είδε το πανεπιστήμιο ως τον ιδανικό χώρο για την εκτέλεση αυτού του έργου, για αυτό αφιέρωσε τη ζωή του στη διδασκαλία και την εκπαίδευση μιας γενιάς σοσιαλιστών και αριστερών ακτιβιστών. Με την πάροδο του χρόνου, ο Μαρκούζε πίστευε ότι το πανεπιστήμιο θα μπορούσε να παράγει έναν νέο τύπο πολιτισμού και ότι ο πολιτισμός θα έκανε μετάσταση έπειτα στην ευρύτερη κοινωνία για να μολύνει τα μέσα ενημέρωσης, τον κινηματογράφο, ακόμα και τον τρόπο ζωής των τιτάνων της ίδιας της καπιταλιστικής τάξης.

Το έργο του Μαρκούζε — η κατάκτηση του αμερικανικού πανεπιστημίου, για να γίνει ένα εργαλείο σοσιαλιστικής καθοδήγησης — δεν πέτυχε στη ζωή του. Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πήρε δρόμο όταν ο Ρήγκαν πίεσε τους προέδρους του πανεπιστημιακού συστήματος να μην ανανεώσουν το συμβόλαιο του Μαρκούζε. Με τον καιρό όμως, ο Μαρκούζε πέτυχε, καθώς η ακτιβιστική γενιά της δεκαετίας του 1960 πήρε σταδιακά τα ελίτ πανεπιστήμια. Σήμερα, η σοσιαλιστική κατήχηση είναι ο κανόνας στην αμερικανική πανεπιστημιούπολη και το όνειρο του Μαρκούζε έχει πραγματοποιηθεί.

«Καταπιεστική ανοχή»

Ο Μαρκούζε είναι επίσης ο φιλόσοφος της Antifa. Υποστήριξε, σε ένα διάσημο δοκίμιο που ονομάζεται «Repressive Tolerance» [Καταπιεστική Ανοχή], ότι η ανοχή δεν είναι κανόνας ή δικαίωμα που πρέπει να επεκταθεί σε όλους τους ανθρώπους. Ναι, η ανοχή είναι καλή, αλλά όχι όταν πρόκειται για άτομα που δεν μπορούν να ανεχθούν κάτι. Είναι εντάξει να είμαστε μη ανεκτικοί εναντίον τους, να τους εμποδίζουμε, να σταματάμε τις εκδηλώσεις τους, να τους εμποδίζουμε να μιλήσουν, ακόμη και να καταστρέφουμε την καριέρα και την περιουσία τους.

Ο Μαρκούζε δεν χρησιμοποίησε τον όρο «μίσος», αλλά εφυήρε το επιχείρημα ότι είναι εντάξει να έχεις μίσος εναντίον όσων μισούν. Για τον Μαρκούζε, δεν υπήρχαν όρια σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει για να δυσφημιστούν και να καταστραφούν αυτοί οι άνθρωποι. Ήθελε η αριστερά να τους νικήσει «με κάθε δυνατό τρόπο». Ο Μαρκούζε ενέκρινε ακόμη και ορισμένες μορφές εγχώριας τρομοκρατίας, όπως τον βομβαρδισμό από το Weather Underground στο Πεντάγωνο, με το επιχείρημα ότι οι δράστες προσπαθούσαν να σταματήσουν μια μεγαλύτερη βία που οι δυνάμεις των ΗΠΑ επιβάλλουν σε ανθρώπους στο Βιετνάμ και σε άλλες χώρες.

Ο κόσμος μας είναι πολύ διαφορετικός τώρα από ό,τι ήταν την δεκαετία του 1960, και όμως υπάρχουν τόσα πολλά που φαίνονται περίεργα οικεία. Όσον αφορά τον σοσιαλισμό ταυτοτήτων, εξακολουθούμε να ζούμε με την κληρονομιά του Μαρκούζε.

Ο Dinesh D’Souza είχε μια εξέχουσα καριέρα ως συγγραφέας, ειδικός και διανοούμενος στην δημόσια σφαίρα, και έχει γίνει επίσης βραβευμένος σκηνοθέτης. Το νέο του βιβλίο είναι «Ηνωμένες Πολιτείες του Σοσιαλισμού: Ποιος είναι πίσω από αυτό. Γιατί είναι κακό. Πώς να το σταματήσουμε».

Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι οι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα την γνώμη της Epoch Times.

 

Πώς διαφέρει η Epoch Times από άλλες εφημερίδες;

Η Epoch Times είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ανεξάρτητη εφημερίδα στην Αμερική. Είμαστε διαφορετικοί από άλλους οργανισμούς μέσων μαζικής ενημέρωσης επειδή δεν επηρεαζόμαστε από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Ο μόνος μας στόχος είναι να φέρουμε στους αναγνώστες μας ακριβείς πληροφορίες και να είμαστε υπεύθυνοι στο κοινό.
Δεν ακολουθούμε την ανθυγιεινή τάση στο σημερινό περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης, της δημοσιογραφίας που έχει μια ατζέντα, και αντ’ αυτού χρησιμοποιούμε τις αρχές μας Αλήθεια και Παράδοση ως πυξίδα.

[give_form id=”3924″]

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε