Κυριακή, 22 Δεκ, 2024
Η αφιέρωση στο μπαλέτο στην εισαγωγή της ταινίας “Unfinished Dance.” MGM. (Fair Use): «Πολύ πριν τραγουδήσουν, οι άνθρωποι χόρευαν. Από τον χορό τους αναπτύχθηκε ένας νέος κόσμος, παράξενος και θαυμαστός – ο κόσμος του μπαλέτου.»

Οι χορευτές πρέπει να χορεύουν: «Ο ατελείωτος χορός» και «Τα κόκκινα παπούτσια»

Aπό την Tiffany Brannan

Μετάφραση: Αλία Ζάε

Η καραντίνα, που η επιδημία του COVID-19 επέβαλλε και στις ΗΠΑ, ήταν ένα σκληρό χτύπημα για τις παραστατικές τέχνες, και ιδιαίτερα για το μπαλέτο. Λίγοι χορευτές έχουν τον απαιτούμενο χώρο να χορέψουν αν δεν πάνε στα στούντιο ή στα θέατρα, και δεν μπορούν να κάνουν ένα «pas de deux» (ντουέτο) κρατώντας τις ζητούμενες «κοινωνικές αποστάσεις»!

Δυστυχώς, το 2020 είναι χρονιά κάποιων σημαντικών επετείων, όπως της 80ής επετείου του Θεάτρου Αμερικάνικων Μπαλέτων (American Ballet Theatre, ABT). Οι ειδικές παραστάσεις και τα δρώμενα που είχαν προγραμματιστεί για την ανοιξιάτικη, καλοκαιρινή και φθινοπωρινή σεζόν ακυρώθηκαν. Τα εικονικά δρώμενα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον χορό για τους χορευτές του μπαλέτου.

Προς τιμήν της τραγικά ακυρωμένης 80ής επετείου του ΑΒΤ, ας δούμε δυο κλασικές ταινίες του κινηματογράφου για το μπαλέτο: τον «Ατελείωτο χορό» (“The Unfinished Dance”, 1947) και τα «Κόκκινα παπούτσια» (“The Red Shoes”, 1948). Αν και η πρώτη ταινία είναι αμερικάνικη, ενώ η δεύτερη βρετανική, και οι δύο μας δείχνουν ότι οι χορευτές πρέπει να χορεύουν.

Στον «Ατελείωτο χορό», μια μαθήτρια σχολής μπαλέτου, η νεαρή Μεγκ Μέρλιν (Μάργκαρετ Ο’ Μπράιεν), προτιμά να παρακολουθεί την πρίμα μπαλαρίνα Αριάν Μπουσέ (Σιντ Σαρίς) να χορεύει, αντί να πηγαίνει στα μαθήματά της. Όταν έρχεται η διάσημη μπαλαρίνα Λα Νταρίνα (Κάριν Μπουθ) για να πρωταγωνιστήσει σε τρεις παραγωγές, η Μεγκ στενοχωριέται βλέποντας να παραγκωνίζεται η αγαπημένη της Αριάν. Αποφασίζει να ταπεινώσει την Νταρίνα σβήνοντας τα φώτα κατά τη διάρκεια μιας παράστασης. Όμως, κατά λάθος, ανοίγει μια καταπακτή και προκαλεί ένα τρομερό ατύχημα, που διδάσκει στη Μεγκ, την Αριάν και την Νταρίνα πολλά για τον χορό, την αγάπη και τη συγχώρεση.

Στα «Κόκκινα παπούτσια», ο συνθέτης Τζούλιαν Κράστερ (Μάριους Γκόρινγκ) μαθαίνει ότι ο καθηγητής του του έκλεψε τη μουσική που είχε συνθέσει για ένα μπαλέτο. Όταν ομολογεί στον Μπόρις Λέρμοντοφ (Άντον Γουώλμπρουκ), τον ιμπρεσάριο, ότι αυτός είναι ο πραγματικό συνθέτης, εκείνος τον προσλαμβάνει ως βοηθό ορχήστρας. Παράλληλα, ο Λέρμοντοφ συναντά σε ένα πάρτι τη γλυκιά μπαλαρίνα Βικτόρια Πέιτζ (Μόιρα Σίρερ) και προσλαμβάνει και αυτήν. Όταν, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, αποσύρεται η πρίμα μπαλαρίνα (Λιουντμίλα Τσερίνα) για να παντρευτεί, η Βίκι γίνεται πρωταγωνίστρια στο νέο μπαλέτο «Τα κόκκινα παπούτσια» και ο Τζούλιαν γράφει τη μουσική. Ο ρόλος απογειώνει την καριέρα της Βίκι, αλλά η σχέση της με τον Τζούλιαν δυσαρεστεί τον Λέρμοντοφ. Πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στον χορό και την αγάπη.

Στιγμιότυπο από την ταινία «Τα κόκκινα παπούτσια». Από τη συλλογή Τα κόκκινα παπούτσια (1948) των Ailina Dance Archives (CC BY-SA 4.0)

Βρετανικές και αμερικάνικες κλασικές ταινίες

Πριν από το 1968, δεν υπήρχε στο Χόλιγουντ κάποιο σύστημα ταξινόμησης των ταινιών. Από το 1934 μέχρι το 1968, ο Κώδικας για την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών (Motion Picture Production Code) όριζε το πλαίσιο της ευπρέπειας όπου έπρεπε να βρίσκονται οι αμερικάνικες ταινίες. Η Διοίκηση του Κώδικα Παραγωγής (Production Code Administration, PCA), που επέβαλλε τον Κώδικα, καθόριζε ποιο περιεχόμενο ήταν επιτρεπτό. Καμία ταινία δεν μπορούσε να παιχτεί στις ΗΠΑ χωρίς τη σφραγίδα έγκρισης του PCA, που επικύρωνε ότι η ταινία ήταν προσιτή σε όλους. Αυτό το πρότυπο διατηρούνταν από το 1934 μέχρι το 1954, όσο ο Τζόζεφ Ι. Μπριν, επικεφαλής της PCA, επέβαλλε τον Κώδικα αποτελεσματικά.

Δεν τηρούσαν όλες οι ταινίες εκείνων των χρόνων τα πρότυπα της ευπρέπειας. Μόνο οι αμερικάνικες ταινίες αυτορυθμίζονταν μέσω της PCA. Για τις βρετανικές ταινίες ήταν υπεύθυνη η Βρετανική Επιτροπή Λογοκριτών Κινηματογράφου (British Board of Film Censors, BBFC), μια επιτροπή κινηματογραφιστών που συστήθηκε το 1912 για να παίξει τον ρόλο του εσωτερικού ρυθμιστή στη βιομηχανία του κινηματογράφου και να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη λογοκρισία. Καθώς όμως δεν υπήρχαν γραπτές κατευθυντήριες γραμμές, δεν ήταν σαφές το τι επιτρεπόταν και τι όχι. Όταν ανέλαβε την προεδρία ο Τ.Π. Ο’ Κόνορ το 1961, ξεκαθάρισε τα πράγματα φτιάχνοντας έναν κατάλογο 43 θεμάτων, που συνήθως έπρεπε να αποφεύγονται.

Η Σιντ Σαρίς (Cyd Charisse) το 1949, δυο χρόνια μετά από την κυκλοφορία της ταινίας «Ατελείωτος χορός». (Public Domain)

 

Αν και η PCA και η BBFC δημιουργήθηκαν για την αυτορρύθμιση της βιομηχανίας, μόνο στη μία περίπτωση αυτό συνέβαινε πραγματικά. Καθώς η PCA εξέταζε τις ταινίες στο στάδιο της προ-παραγωγής, απαλείφοντας τότε το ακατάλληλο περιεχόμενο, η επεξεργασία που γινόταν μετά από την παραγωγή ήταν ελάχιστη. Αντίθετα, η BBFC σπάνια κοίταζε το περιεχόμενο πριν από την παραγωγή (παρόλο που όλο και περισσότεροι κινηματογραφιστές άρχισαν να αναζητούν συμβουλές για τα σενάρια μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Η BBFC συνήθως έβλεπε και έκοβε τις ολοκληρωμένες ταινίες. Παρόλο που αυτό γινόταν από μια επιτροπή συστημένη από την ίδια τη βιομηχανία, δεν έπαυε να είναι λογοκρισία, που ποτέ δεν μπορεί να δημιουργήσει το είδος της αξιόλογης ψυχαγωγίας που δημιουργεί η αυτορρύθμιση.

Αν και η PCA ενέκρινε την κυκλοφορία πολλών ξένων ταινιών στις ΗΠΑ, αυτές δεν είχαν συνήθως το ίδιο επίπεδο ευπρέπειας με τις αμερικάνικες ταινίες. Η διαφορά είναι εμφανείς στις δυο αυτές ταινίες για το μπαλέτο. Πέρα από τα ηθικά ζητήματα, είναι κυρίως η σκοτεινή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο βρετανικό φιλμ, που τις ξεχωρίζει.

Οι πουέντ στο Σελιλόιντ

Ο «Ατελείωτος χορός» ήταν μια από τις πρώτες ταινίες του Χόλιγουντ για το μπαλέτο. Η πρωταγωνίστρια Σιντ Σαρίς άρχισε να μαθαίνει μπαλέτο στα 6 για λόγους υγείας, και το αγάπησε αμέσως. Στα 12, μαθήτευσε στο Λος Άντζελες κοντά στους μεγάλους του μπαλέτου Άντολφ Μπομ και Μπρανισλάβα Νίζινσκα. Στα 14, πέρασε από οντισιόν για τα Ρώσικα Μπαλέτα του Μόντε Κάρλο, προσλήφθηκε και πήγε μαζί τους σε περιοδεία στην Ευρώπη. Στο Παρίσι, παντρεύτηκε τον χορογράφο και χορευτή Νίκο Σαρίς, δάσκαλό της παλιότερα στο Λος Άντζελες. Όταν διαλύθηκαν τα Ρώσικα Μπαλέτα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πήγαν μαζί στο Χόλιγουντ.

Η Κάριν Μπουθ, όμως, δεν ήταν χορεύτρια, γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε αντικαταστάτρια στα μακρινά πλάνα. Παρόλα αυτά, πάντα «χόρευε λιγάκι» και είχε κάποτε κάνει ένα μάθημα με τη Μία Σλαβένσκα. Σύμφωνα με τους Λος Άντζελες Τάιμς, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων εξασκούνταν καθημερινά με τον Ντέιβιντ Λίσιν, τον Ρώσο χορογράφο της ταινίας, ώστε να δείχνει πειστική στα κοντινά πλάνα.

Η 9-χρονη Μάργκαρετ Ο’ Μπράιεν χόρευε από όταν ήταν «μωρό». Ακολουθούσε πρόθυμα τις οδηγίες των Ρώσων χορευτών, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα τη δουλειά με τον κ. Λίσιν. Έκανε μόνη της όλα τα χορευτικά της πλάνα, ακόμα και αυτά με τις πουέντ*.

Τα «Κόκκινα παπούτσια» διακρίνονται για το ότι οι ηθοποιοί είναι ταυτόχρονα και αληθινοί χορευτές του μπαλέτου. Η πρωταγωνίστρια Μόιρα Σίρερ ήταν μια ανερχόμενη μπαλαρίνα στα Αγγλικά Μπαλέτα Σάντλερς Γουέστ (Sadler’s Wells dance company). Ήταν ο Ρόμπερτ Χέλπμαν, ο Αυστραλός χορευτής που υποδύεται τον Ιβάν Μπολεσλάφσκι, πρώτο χορευτή των Μπαλέτων Λέρμοντοφ, αυτός που τη σύστησε στους κινηματογραφιστές Μάικλ Πάουελ και Έμερικ Πρέσμπεργκερ. Έχοντας ήδη συνεργαστεί μαζί της στα Σάντλερς Γουέστ γνώριζε ότι η Μόιρα είχε και την ομορφιά και το υποκριτικό ταλέντο και τις απαιτούμενες χορευτικές ικανότητες. Σύμφωνα με το άρθρο της Αντριέν Λ. ΜακΛίν στο Dance Chronicle το 1987, η Μόιρα αποδέχτηκε απρόθυμα τον ρόλο μετά από έναν χρόνο.

Διαφημιστικό έντυπο για τα «Κόκκινα παπούτσια». Από τη συλλογή Τα κόκκινα παπούτσια (1948) των Ailina Dance Archives (CC BY-SA 4.0)

 

Τον Γκρίσκα Λιούμποφ, χορογράφο και δεύτερο χορευτή των Μπαλέτων Λέρμοντοφ, έπαιζε ο Λεονίντ Μασίν, διάσημος Ρώσος χορευτής και χορογράφος, που ήταν ο ίδιος και χορογράφος του ρόλου του στο «Μπαλέτο των κόκκινων παπουτσιών». Για τα υπόλοιπα 17 λεπτά της σεκάνς, χορογράφος ήταν ο Χέλπμαν. Τον ρόλο της αρχικής πρώτης χορεύτριας, Ιρίνα Μπορόνσκαγια, είχε η Λιουντμίλα Τσερίνα, Γαλλίδα χορεύτρια που προσέλαβε ο Μάικλ Πάουελ, όπως μας λέει ο ιστορικός και ακαδημαϊκός μέσων Μαρκ Κόνελι, λόγω της «αντισυμβατικής ομορφιάς» της.

Οι χορευτές πρέπει να χορεύουν

Για τους επαγγελματίες χορευτές μπαλέτου, ο χορός είναι κάτι παραπάνω από μια δουλειά. Είναι η ζωή τους. Και οι δυο ταινίες τονίζουν πόσο ζωτικό είναι για τους χορευτές το να χορεύουν. Στον «Ατελείωτο χορό», ο κ. Πανέρος (Ντάνι Τόμας), προσωρινός κηδεμόνας της Μεγκ, προσπαθεί να την πείσει να εγκαταλείψει το μπαλέτο. Με σοβαρότητα του απαντά ότι «αν μια χορεύτρια δεν μπορεί πια να χορέψει, τότε πεθαίνει.» Στα «Κόκκινα παπούτσια», όταν ο Λέρμοντοφ μαθαίνει ότι η Βίκι είναι μπαλαρίνα, και τη ρωτά «Γιατί θέλεις να χορεύεις;», αυτή αντερωτά «Γιατί θέλεις να ζεις;». Ο Λέρμοντοφ απαντά «Δεν ξέρω γιατί ακριβώς, αλλά πρέπει», και η Βίκι τότε του λέει «Αυτή είναι και η δική μου απάντηση».

Συγκρίνετε τις δυο ταινίες και παρατηρήστε τις καλλιτεχνικές και ηθικές τους διαφορές. Στα «Κόκκινα παπούτσια» οι χορευτές είναι επαγγελματίες του κλασικού μπαλέτου, όμως η έλλειψη αυτορρύθμισης της ταινίας είναι εμφανής. Τα «Κόκκινα παπούτσια» μας δείχνουν μια μπαλαρίνα διχασμένη ανάμεσα στον έρωτα και την τέχνη, κάτι που τελικά την οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Η τραγική κατάληξη σκοτεινιάζει όλη την ταινία, μετατρέποντας την ιστορία πίσω από τις κουίντες** σε ένα μελόδραμα που επηρέασε τις κατοπινές ταινίες για διαταραγμένες χορεύτριες.

Αντίθετα, ο «Ατελείωτος χορός» παρουσιάζει μια χορεύτρια που ξεπερνά ένα καταστροφικό ατύχημα, βρίσκοντας πλήρωση στη διδασκαλία. Ενώ σε μια μη αμερικάνικη ταινία, η Νταρίνα ίσως τρελαινόταν ή αυτοκτονούσε, στην ταινία του Κώδικα την βλέπουμε να βρίσκει τη χαρά διδάσκοντας τη Μεγκ. Ενώ η μια ταινία κλείνει με ένα ζοφερό συμβολισμό, η άλλη μας δείχνει τη λυτρωτική δύναμη της συγχώρεσης.

Ο «Ατελείωτος χορός» αρχίζει με την ακόλουθη αφιέρωση: «Πολύ πριν τραγουδήσουν, οι άνθρωποι χόρευαν. Από τον χορό τους αναπτύχθηκε ένας νέος κόσμος, παράξενος και θαυμαστός – ο κόσμος του μπαλέτου». Ελπίζω πως, όσο τα θέατρα παραμένουν άδεια, οι θεατές θα μπορέσουν τουλάχιστον να απολαύσουν κλασικές ταινίες για τον χορό και εύχομαι πως οι σύγχρονοι χορευτές και χορεύτριες μπορούν, όπως η Νταρίνα, να βρουν χαρά και ικανοποίηση σε άλλες πλευρές του μπαλέτου, εκτός από τον καθαυτό χορό, μέχρι να ανέβουν στη σκηνή ξανά!

Η Τίφανι Μπράναν είναι μια 18-χρονη τραγουδίστρια όπερας, ιστορικός του Χόλιγουντ, συγγραφέας ταξιδιών, blogger ταινιών, ειδικός στη μόδα vintage και συγγραφέας μπαλέτου. Το 2016, μαζί με την αδελφή της ίδρυσαν την Pure Entertainment Preservation Society, μια οργάνωση αφιερωμένη στην αναμόρφωση των τεχνών μέσω της αποκατάστασης του Κώδικα για την Παραγωγή Κινηματογραφικών Ταινιών.

* ΣτΜ: πουέντ (pointes ή toe shoes): τα ειδικά παπούτσια που φορούν οι μπαλαρίνες για να στέκονται στις μύτες.

**ΣτΜ: κουίντα (quinta): το παραπέτασμα της θεατρικής σκηνής.

Πώς διαφέρει η Epoch Times από άλλες εφημερίδες;

Η Epoch Times είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ανεξάρτητη εφημερίδα στην Αμερική. Είμαστε διαφορετικοί από άλλους οργανισμούς μέσων μαζικής ενημέρωσης επειδή δεν επηρεαζόμαστε από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Ο μόνος μας στόχος είναι να φέρουμε στους αναγνώστες μας ακριβείς πληροφορίες και να είμαστε υπεύθυνοι στο κοινό.
Δεν ακολουθούμε την ανθυγιεινή τάση στο σημερινό περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης, της δημοσιογραφίας που έχει μια ατζέντα, και αντ’ αυτού χρησιμοποιούμε τις αρχές μας Αλήθεια και Παράδοση ως πυξίδα.

[give_form id=”3924″]

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε