Παρασκευή, 29 Μαρ, 2024
Τανκς του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού περνάνε μπροστά από την πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου την 1η Οκτωβρίου 1999, κατά τη διάρκεια παρέλασης την Εθνική Ημέρα. (Robyn Beck / AFP μέσω Getty Images)

100 χρόνια KKK: Ένας αιώνας δολοφονιών και εξαπάτησης

Σημείωση: Ορισμένες αναφορές αυτού του άρθρου περιέχουν λεπτομέρειες βασανιστηρίων και άλλων μορφών κακοποίησης.

 

Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1921, σπέρνοντας τον θάνατο και την καταστροφή στον κινεζικό λαό, εδώ και έναν αιώνα.

Οπλισμένο με τη μαρξιστική ιδεολογία του «αγώνα» ή της «πάλης» ως κατευθυντήρια αρχή του, το Κ.Κ.Κ. ξεκίνησε πολλές εκστρατείες που στόχευαν έναν μακρύ κατάλογο εχθρικών ομάδων: ιδιοκτήτες γης, διανοούμενοι, αξιωματούχοι, φοιτητές υπέρ της δημοκρατίας, πιστοί, και εθνοτικές μειονότητες.

Με κάθε εκστρατεία, ο υποτιθέμενος στόχος του Κόμματος ήταν η δημιουργία ενός «κομμουνιστικού παραδείσου επί της γης». Αλλά ξανά και ξανά, τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια: Μαζική δυστυχία και θάνατος. Εν τω μεταξύ, μερικοί αξιωματούχοι του ΚΚΚ που ανήκαν στην πολιτική ελίτ εκείνοι και οι οικογένειές τους συσσώρευσαν τεράστια δύναμη και πλούτο.

Πάνω από 70 χρόνια κομματικής κυριαρχίας είχαν ως αποτέλεσμα την δολοφονία δεκάδων εκατομμυρίων Κινέζων και την διάλυση ενός πολιτισμού 5.000 ετών.

Ενώ η Κίνα έχει αναπτυχθεί οικονομικά τις τελευταίες δεκαετίες, το Κ.Κ.Κ. είναι στην φύση του ένα μαρξιστικό-λενινιστικό καθεστώς που προσπαθεί να παγιώσει την κυριαρχία του πάνω στην Κίνα και σε όλο τον κόσμο. Εκατομμύρια θρησκευτικές ομάδες, εθνοτικές μειονότητες και αντιφρονούντες εξακολουθούν να διώκονται βίαια έως σήμερα.

Ακολουθεί μια σύνοψη ορισμένων από τις μεγαλύτερες φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από το Κ.Κ.Κ. στην 100ετή ιστορία του.

Αντι-μπολσεβικικές δυνάμεις

Λιγότερο από μια δεκαετία μετά την ίδρυση του Κόμματος, ο Μάο Τσε Τουνγκ, τότε επικεφαλής μιας κομμουνιστικής επικράτειας στην επαρχία Τσιανγκσί της νοτιοανατολικής Κίνας, ξεκίνησε μια πολιτική εκκαθάριση των αντιπάλων του, γνωστή ως το συμβάν της αντι-μπολσεβικικής ένωσης. Ο Μάο κατηγόρησε τους αντιπάλους του ότι εργάζονταν για την αντι-μπολσεβικική ένωση, την υπηρεσία πληροφοριών του Κουομιντάνγκ, που ήταν τότε το κυβερνών κόμμα της Κίνας.

Το αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες μέλη του Κόκκινου Στρατού και του Κόμματος να χάσουν την ζωή τους στην εκκαθάριση.

Η μονοετής εκστρατεία που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1930 ήταν η πρώτη με επικεφαλής τον παρανοϊκό ηγέτη και ακολούθησαν και άλλες με την πάροδο του χρόνου. Μαζικές σφαγές συνέβαιναν μέχρι τον θάνατο του Μάο το 1976.

Παρόλο που δεν υπάρχει αρχείο που να δείχνει ακριβώς πόσα μέλη του ΚΚΚ σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια της εκστρατείας, ο Κινέζος ιστορικός Γκούο Χουά (Guo Hua) έγραψε σε ένα άρθρο του 1999 ότι μέσα σε έναν μήνα, 4.400 από τα 40.000 μέλη του Κόκκινου Στρατού δολοφονήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων δεκάδων στρατιωτικών ηγετών. Μέσα σε λίγους μήνες, η επιτροπή του ΚΚΚ στα νοτιοδυτικά της Τσιανγκσί είχε σκοτώσει περισσότερα από 1.000 από τα μη στρατιωτικά μέλη του.

Στο τέλος του κινήματος, η επιτροπή του ΚΚΚ στην Τσιανγκσί ανέφερε ότι το 80 έως 90 τοις εκατό των αξιωματούχων του ΚΚΚ στην περιοχή κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία και εκτελέστηκαν.

Μέλη των οικογενειών ανώτερων αξιωματούχων διώχθηκαν και δολοφονήθηκαν, ανέφερε το άρθρο. Οι μέθοδοι βασανιστηρίων που χρησιμοποιήθηκαν στα μέλη του ΚΚΚ, σύμφωνα με τον Γκούο, περιελάμβαναν το κάψιμο του δέρματος, το κόψιμο των μαστών των γυναικών και την ώθηση ράβδων μπαμπού κάτω από τα νύχια τους.

Ο Μάο παρευρίσκεται σε συνέδριο σχετικά με τις τέχνες και την λογοτεχνία στη Γιανάν το 1942. (Δημόσιος τομέας)

 

Το κίνημα επανόρθωσης της Γιανάν

Αφού χρίστηκε αρχηγός του Κόμματος, ο Μάο ξεκίνησε το «Κίνημα Επανόρθωσης της Γιανάν» – το πρώτο μαζικό ιδεολογικό κίνημα του Κ.Κ.Κ. – το 1942. Από την βάση του ΚΚΚ στην απομονωμένη ορεινή περιοχή της Γιανάν στη βορειοδυτική επαρχία Σαανσί, ο Μάο και οι ακόλουθοί του εργάστηκαν πάνω στη γνωστή τακτική της κατηγορίας των αντιπάλων τους για κατασκοπεία με σκοπό την εξάλειψη ανώτερων αξιωματούχων και άλλων μελών του Κόμματος.

Συνολικά, δολοφονήθηκαν περίπου 10.000 μέλη του ΚΚΚ.

Κατά την διάρκεια του κινήματος, άνθρωποι βασανίστηκαν και αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ψευδώς ότι ήταν κατάσκοποι, έγραψε ο Γουέι Τζουνγί (Wei Junyi) σε βιβλίο του 1998.

«Όλοι έγιναν κατάσκοποι στη Γιανάν, από μαθητές γυμνασίου έως μαθητές δημοτικού», έγραψε ο Γουέι, ο οποίος ήταν τότε συντάκτης του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων Xinhua. «Δώδεκα ετών, 11 ετών, 10 ετών, ακόμη και ένας 6χρονος κατάσκοπος βρέθηκε!»

Την τραγική μοίρα της οικογένειας του Σι Μποφού (Shi Bofu), ενός τοπικού ζωγράφου, αφηγήθηκε στο βιβλίο του ο Γουέι. Το 1942, αξιωματούχοι του ΚΚΚ ξαφνικά κατηγόρησαν τον Σι ότι ήταν κατάσκοπος και τον συνέλαβαν. Εκείνο το βράδυ, η σύζυγος του Σι, ανίκανη να αντιμετωπίσει την πιθανή θανατική ποινή του συζύγου της, πήρε τη ζωή της και αυτή των δύο μικρών παιδιών της. Λίγες ώρες αργότερα, αξιωματούχοι βρήκαν αυτήν και τα πτώματα των παιδιών και διακήρυξαν δημοσίως ότι η γυναίκα του Σι είχε «βαθύ μίσος» κατά του Κόμματος και των ανθρώπων, και άρα άξιζε να πεθάνει.

Ένας Κινέζος ιδιοκτήτης γης εκτελείται από έναν στρατιώτη του κομμουνιστικού κόμματος στο Φουκάνγκ της Κίνας. (Δημόσιος τομέας)

 

Εδαφική μεταρρύθμιση

Τον Οκτώβριο του 1949, το ΚΚΚ πήρε την εξουσία της Κίνας και ο Μάο έγινε ο πρώτος επικεφαλής του καθεστώτος. Μήνες αργότερα, στο πρώτο κίνημα του καθεστώτος, που ονομάστηκε «εδαφική μεταρρύθμιση», ο Μάο κινητοποίησε τους φτωχότερους αγρότες του έθνους να καταλάβουν με την βία την γη και άλλα περιουσιακά στοιχεία των «γαιοκτημόνων» – πολλοί από τους οποίους ήταν απλώς πιο εύποροι αγρότες. Εκατομμύρια πέθαναν.

Ο Μάο, το 1949, κατηγορήθηκε ότι ήταν δικτάτορας και το παραδέχτηκε.

«Αγαπητοί μου κύριοι, έχετε δίκιο, αυτό ακριβώς είμαστε», έγραψε, σύμφωνα με το περιοδικό China File, που εκδόθηκε από το Κέντρο Σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας στην Ασία. Σύμφωνα με τον Μάο, οι κομμουνιστές στην εξουσία πρέπει να είναι δικτατορικοί ενάντια στους ιμπεριαλιστές, τους γαιοκτήμονες, τους γραφειοκράτες της μπουρζουαζίας και τους αντιδραστικούς και συνεργούς τους, οι οποίοι συνδέονταν με την αντιπολίτευση Κουομιντάνγκ.

Φυσικά, οι κομμουνιστές αποφάσιζαν το ποιος μπορούσε να ονομαστεί, «ιμπεριαλιστής», «αντιδραστικός», ή ακόμα και «γαιοκτήμονας».

Σύμφωνα με τον ιστορικό Φρανκ Ντικότερ, ο οποίος έχει κάνει μια ενδελεχή χρονολόγηση των κτηνωδιών του Μάο, «πολλά από τα θύματα ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου και πυροβολήθηκαν, αλλά σε πολλές περιπτώσεις βασανίστηκαν για να τους κάνουν να αποκαλύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία – πραγματικά ή φανταστικά».

Το βιβλίο του 2019 «The Bloody Red Land» περιγράφει την ιστορία του  Λι Μαν, ενός ιδιοκτήτη γης από το Τσονγκτσίνγκ της νοτιοδυτικής Κίνας, που επέζησε των διώξεων. Αφότου το Κ.Κ.Κ. ανέλαβε την εξουσία, αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι η οικογένεια του Λι είχε αποθηκεύσει 1,5 τόνους χρυσού. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια, καθώς η οικογένεια είχε χρεοκοπήσει χρόνια νωρίτερα λόγω της τοξικομανίας του πατέρα τού Λι.

Χωρίς χρυσό για να δώσει στο Κ.Κ.Κ., ο Λι βασανίστηκε στα πρόθυρα του θανάτου.

«Έβγαλαν τα ρούχα μου, έδεσαν τα χέρια και τα πόδια μου σε ένα δοκάρι. Έπειτα έδεσαν ένα σχοινί γύρω από τα γεννητικά μου όργανα και έδεσαν μια πέτρα στα πόδια μου», εξήγησε ο Λι. Είπε ότι στη συνέχεια κρέμασαν το σχοινί σε ένα δέντρο. Αμέσως, «εκτοξεύτηκε αίμα από τον ομφαλό μου», είπε ο Λι.

Ο Λι τελικά σώθηκε από έναν αξιωματούχο του ΚΚΚ που τον έστειλε στο σπίτι ενός γιατρού κινεζικής ιατρικής. Ακόμα και μετά από σοβαρούς τραυματισμούς στα εσωτερικά του όργανα και στα γεννητικά όργανα, ο Λι εξακολουθούσε να θεωρείται τυχερός. Άλλα δέκα άτομα που βασανίστηκαν ταυτόχρονα με τον Λι έχασαν την ζωή τους. Τους επόμενους μήνες, οι στενοί συγγενείς και η ευρύτερη οικογένεια του Λι θα βασανίζονταν μέχρι θανάτου, ο ένας μετά τον άλλον.

Ως αποτέλεσμα των βασανιστηρίων, ο Λι – που ήταν 22 ετών τότε – έχασε την ικανότητα να έχει απογόνους. Κατά την διάρκεια των μεταγενέστερων εκστρατειών του Κ.Κ.Κ., ο Λι βασανίστηκε πολλές φορές, χάνοντας  την όρασή του.

Μια πεινασμένη οικογένεια, άγνωστη ημερομηνία. (Δημόσιος τομέας)

 

Μεγάλο άλμα προς τα εμπρός

Ο Μάο ξεκίνησε το «Μεγάλο άλμα προς τα εμπρός» το 1958, μια τετραετή εκστρατεία με την οποία προσπάθησε να αυξήσει εκθετικά την παραγωγή χάλυβα, ενώ ταυτόχρονα κολεκτιβοποιούσε την γεωργία με στόχο η παραγωγή της Κίνας να ξεπεράσει αυτήν της Βρετανίας και μετά της Αμερικής.

Οι αγρότες διατάχτηκαν να φτιάξουν φούρνους στις αυλές τους για να παράγουν χάλυβα, αφήνοντας παραμελημένες τις γεωργικές τους εκτάσεις. Ως αποτέλεσμα, οι αγρότες δεν είχαν τίποτα να τρώνε αφού παρέδιδαν το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργειών τους ως φόρους.

Αυτό που ακολούθησε ήταν η χειρότερη ανθρωπογενής καταστροφή στην ιστορία: ο Μεγάλος Λιμός, κατά τον οποίον δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από ασιτία, από το 1959 έως το 1961.

Οι πεινασμένοι αγρότες στράφηκαν για την τροφή τους στο κυνήγι άγριων ζώων, στα χόρτα, ακόμη και στον καολινίτη, ένα αργιλοπυριτικό ορυκτό. Η ακραία πείνα οδήγησε πολλούς στον κανιβαλισμό.

Υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις ανθρώπων να τρώνε πτώματα ξένων, φίλων και μελών της οικογένειας καθώς και γονείς που σκότωσαν τα παιδιά τους για φαγητό – και το αντίστροφο.

Ο Τζάσπερ Μπέκερ, ο οποίος έγραψε το «Hungry Ghosts», ανέφερε ότι οι Κινέζοι αναγκάστηκαν να εμπλακούν – από καθαρή απελπισία – στην πώληση ανθρώπινης σάρκας στην αγορά και την ανταλλαγή παιδιών, ώστε να μην τρώνε τα δικά τους.

Σε 13 επαρχίες, υπήρξαν συνολικά 3.000 έως 5.000 καταγεγραμμένες περιπτώσεις κανιβαλισμού.

Ο Μπέκερ σημειώνει ότι ο κανιβαλισμός στην Κίνα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 πιθανότατα συνέβη «σε κλίμακα άνευ προηγουμένου στην ιστορία του 20ου αιώνα».

Ο Κινέζος ιστορικός Γιου Σιγκουάνγκ (Yu Xiguang) στη δεκαετία του 1980 βρήκε μια φωτογραφία αρχείου από την πατρίδα του στην επαρχία Χουνάν. Φαίνεται ότι ένας άντρας με το όνομα Λιού Τζιαγιουάν στέκεται δίπλα στο κεφάλι και τα κόκκαλα του ενός χρόνου γιου του. Ο Λιού τελικά εκτελέστηκε για δολοφονία.

Ο Γιου αργότερα πήρε συνέντευξη από τα επιζήσαντα μέλη της οικογένειας του Λιού την πρώτη δεκαετία του 2000 για να επαληθεύσει την ιστορία. Έγραψε σε μια αναφορά: «Ο Λιού Τζιαγιουάν ήταν εξαιρετικά πεινασμένος. Σκότωσε τον γιο του και μαγείρεψε την σάρκα του. Πριν τελειώσει το φαγητό του, τα μέλη της οικογένειάς του βρήκαν το έγκλημά του και τον ανέφεραν στην αστυνομία. Στη συνέχεια συνελήφθη και εκτελέστηκε».

Περίπου 45 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν κατά την διάρκεια του «Μεγάλου άλματος προς τα εμπρός», σύμφωνα με τον ιστορικό Ντικότερ, συγγραφέα του «Μεγάλου Λιμού του Μάο».

Στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος κρεμούν μια πινακίδα στον λαιμό ενός Κινέζου άνδρα κατά την διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης το 1966. Στην πινακίδα αναφέρεται το όνομα του άνδρα και τον κατηγορούν ότι είναι μέλος της «μαύρης τάξης» (Δημόσιος τομέας)

 

Πολιτιστική επανάσταση

Μετά την καταστροφική αποτυχία του Μεγάλου άλματος προς τα εμπρός, ο Μάο, που αισθάνθηκε ότι έχανε την δύναμη του στην εξουσία, ξεκίνησε την Πολιτιστική Επανάσταση το 1966 σε μια προσπάθεια να χρησιμοποιήσει τον κινέζικο λαό για να ισχυροποιήσει τον έλεγχό του επί του ΚΚΚ. Δημιουργώντας μια προσωπολατρεία του εαυτού του, ο Μάο είχε ως στόχο να «συντρίψει τα πρόσωπα που έχουν την εξουσία και ακολουθούν τον καπιταλιστικό δρόμο» ώστε να ενισχύσει τις δικές του ιδεολογίες.

Μέσα σε περισσότερο από 10 χρόνια χάους, εκατομμύρια σκοτώθηκαν ή οδηγήθηκαν σε αυτοκτονία εν μέσω της κρατικής βίας, ενώ οι ενθουσιώδεις νεαροί ιδεολόγοι, οι περίφημοι Κόκκινοι Φρουροί, ταξίδεψαν ανά την χώρα καταστρέφοντας και δυσφημίζοντας τις παραδόσεις και την κληρονομιά της Κίνας.

Ήταν μια προσπάθεια ολόκληρης της κοινωνίας, με το Κόμμα να ενθαρρύνει ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα να καταδίδουν συναδέλφους, γείτονες, φίλους, ακόμη και μέλη της οικογένειας που ήταν «αντεπαναστάτες» – οποιονδήποτε με πολιτικά λανθασμένες σκέψεις ή συμπεριφορές .

Τα θύματα, που περιελάμβαναν διανοούμενους, καλλιτέχνες, αξιωματούχους του Κ.Κ.Κ. και άλλους που θεωρούνταν «ταξικοί εχθροί», υποβάλλονταν σε τελετουργική ταπείνωση – δημόσιες συγκεντρώσεις όπου τα θύματα θα αναγκάζονταν να παραδεχτούν τα υποτιθέμενα εγκλήματά τους και να υποστούν σωματική και λεκτική κακομεταχείριση από το πλήθος. Στην συνέχεια βασανίζονταν και αποστέλλονταν στην ύπαιθρο για καταναγκαστική εργασία.

Ο παραδοσιακός κινεζικός πολιτισμός και οι παραδόσεις αποτέλεσαν άμεσο στόχο της εκστρατείας του Μάο για την εξόντωση των «Τεσσάρων Παλαιών» – παλιά έθιμα, παλιός πολιτισμός, παλιές συνήθειες και παλιές ιδέες. Ως αποτέλεσμα, καταστράφηκαν αμέτρητα πολιτιστικά κειμήλια, ναοί, ιστορικά κτήρια, αγάλματα και βιβλία.

Η Τζανγκ Τζισίν (Zhang Zhixin), ένα μέλος της ελίτ του Κ.Κ.Κ. που εργαζόταν στην επαρχία Λιαονίνγκ, ήταν μεταξύ των θυμάτων της εκστρατείας. Σύμφωνα με ένα άρθρο κινεζικών μέσων ενημέρωσης μετά την Πολιτιστική Επανάσταση, ένας συνάδελφος ανέφερε την Τζανγκ το 1968 αφού σχολίασε στον συνάδελφό της ότι δεν μπορούσε να καταλάβει κάποιες από τις ενέργειες του ΚΚΚ. Η 38χρονη συνελήφθη τότε σε ένα τοπικό κέντρο εκπαίδευσης στελεχών του Κόμματος, όπου κρατούνταν περισσότερα από 30.000 μέλη του προσωπικού της επαρχιακής κυβέρνησης.

Ενώ ήταν υπό κράτηση, αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι έκανε κάτι λάθος και παρέμεινε στις πολιτικές της απόψεις. Ήταν αφοσιωμένη στο Κόμμα, αλλά διαφωνούσε με ορισμένες από τις πολιτικές του Μάο. Εστάλη στην φυλακή.

Εκεί, η Τζανγκ υπέφερε τρομερά καθώς αξιωματούχοι προσπάθησαν να την αναγκάσουν να εγκαταλείψει τις απόψεις της. Οι φρουροί των φυλακών χρησιμοποιούσαν ένα σιδερένιο σύρμα για να κρατήσουν το στόμα της ανοιχτό και στη συνέχεια να του βάλουν μέσα μια βρόμικη σφουγγαρίστρα. Έδεσαν τα χέρια της πίσω από την πλάτη της και κρέμασαν ένα σιδερένιο βαρίδιο 40 κιλών από τις αλυσίδες. Οι επαρχιακοί αξιωματούχοι του ΚΚΚ της ξερίζωσαν τα μαλλιά και συχνά παρακινούσαν άλλους άνδρες κρατούμενους να την βιάζουν ομαδικά.

Η Τζανγκ προσπάθησε να αυτοκτονήσει, αλλά απέτυχε, γεγονός που έκανε τους φρουρούς της φυλακής να εντείνουν τον έλεγχό τους. Ο σύζυγός της εξαναγκάστηκε επίσης από τις αρχές να την χωρίσει. Στις αρχές του 1975, η Τζανγκ τρελάθηκε και τον Απρίλιο του ίδιου έτους, εκτελέστηκε. Πριν πυροβολήσουν, οι φρουροί της φυλακής έκοψαν την τραχεία της για να την σιωπήσουν. Πέθανε σε ηλικία 45 ετών.

Κατά την διάρκεια της κράτησης της Τζανγκ, ο σύζυγός της και τα δύο μικρά παιδιά τους αναγκάστηκαν να διακόψουν κάθε σχέση μαζί της. Μόλις πληροφορήθηκαν για τον θάνατό της, δεν τόλμησαν ούτε να κλάψουν – φοβούμενοι ότι θα τους ακούσουν οι γείτονες και θα ανέφεραν την δυσαρέσκειά τους στο Κόμμα.

Η καταστροφική εκστρατεία έληξε τον Οκτώβριο του 1976, λιγότερο από ένα μήνα μετά τον θάνατο του Μάο.

Η επίδραση της Πολιτιστικής Επανάστασης πηγαίνει πολύ πέραν των ζωών που καταστράφηκαν, σύμφωνα με τον Ντικότερ.

Σύμφωνα με τον Ντικότερ «δεν ήταν τόσο ο θάνατος που χαρακτήρισε την Πολιτιστική Επανάσταση, όσο το ψυχικό τραύμα», είπε στο NPR το 2016.

«Ήταν ο τρόπος με τον οποίον οι άνθρωποι στράφηκαν ο ένας εναντίον του άλλου, ήταν υποχρεωμένοι να καταγγείλουν οικογενειακά μέλη, τους συναδέλφους, τους φίλους τους. Πρόκειται για απώλεια, απώλεια εμπιστοσύνης, απώλεια φιλίας, απώλεια πίστης σε άλλους ανθρώπους, απώλεια προβλεψιμότητας στις κοινωνικές σχέσεις. Και αυτό είναι πραγματικά το σημάδι που άφησε η Πολιτιστική Επανάσταση».

 

Ένα νεαρό ορφανό κορίτσι κάθεται στην κούνια σε ένα ορφανοτοφείο στο Πεκίνο στις 2 Απριλίου 2014. (Kevin Frayer / Getty Images)

 

Πολιτική ενός παιδιού

Το 1979, το καθεστώς ξεκίνησε την «πολιτική ενός παιδιού», η οποία επέτρεπε στα παντρεμένα ζευγάρια να έχουν μόνο ένα παιδί, σε μια εκστρατεία που φαινόταν φαινομενικά να ενισχύει το βιοτικό επίπεδο περιορίζοντας την αύξηση του πληθυσμού. Η πολιτική προκάλεσε μαζικές εξαναγκαστικές αμβλώσεις, αναγκαστικές στειρώσεις και ανθρωποκτονία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας της Κίνας που ανέφεραν κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης, έγιναν 336 εκατομμύρια εκτρώσεις από το 1971 έως το 2013.

Η Σιά Ρουνγίνγκ, χωρικός από την επαρχία Τσιανγκσί που υπέστη αναγκαστική άμβλωση, έγραψε σε δημόσια επιστολή το 2013 ότι η οικογένειά της ζήτησε να αναβληθεί η χειρουργική επέμβαση λόγω της κακής υγείας της. Ο τοπικός αξιωματούχος, ωστόσο, είπε ότι θα έκαναν την χειρουργική επέμβαση ακόμα κι αν έπρεπε να είναι δεμένη με σχοινιά.

Άρχισε να ουρεί αίμα και να έχει πονοκεφάλους και στομαχόπονο μετά την επέμβαση. Αργότερα, αναγκάστηκε να σταματήσει να εργάζεται.

Το καθεστώς διέκοψε την πολιτική του ενός παιδιού το 2013, επιτρέποντας δύο παιδιά. Στις 31 Μαΐου, ανακοίνωσε ότι οι οικογένειες μπορούν να έχουν τρία παιδιά.

Μια τραυματισμένη νέα μετά την επίθεση του στρατού κατά φοιτητών στις 4 Ιουνίου 1989, κοντά στην πλατεία Τιενανμέν. (MANUEL CENETA / AFP / Getty Images)

 

Σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν

Αυτό που ξεκίνησε ως μια φοιτητική συγκέντρωση τον Απρίλιο του 1989 για να θρηνήσει τον θάνατο του πρώην ηγέτη της Κίνας Χου Γιάο-Μπανγκ μεταμορφώθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες διαμαρτυρίες που είχε δει ποτέ το καθεστώς. Φοιτητές πανεπιστημίου που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου ζήτησαν από το Κ.Κ.Κ. να ελέγξει τον έντονο πληθωρισμό, να περιορίσει τη διαφθορά αξιωματούχων, να αναλάβει την ευθύνη για προηγούμενα σφάλματα και να υποστηρίξει την ελευθερία τύπου και δημοκρατικές ιδέες.

Μέχρι τον Μάιο, φοιτητές από όλη την Κίνα, και κάτοικοι του Πεκίνου από όλα τα κοινωνικά στρώματα, είχαν συμμετάσχει στη διαδήλωση. Παρόμοιες διαδηλώσεις εμφανίστηκαν σε όλη τη χώρα.

Οι ηγέτες του ΚΚΚ δεν συμφώνησαν με τα αιτήματα των φοιτητών.

Αντ’ αυτού, το καθεστώς διέταξε τον στρατό να συντρίψει την διαμαρτυρία. Το απόγευμα της 3ης Ιουνίου, τεθωρακισμένα άρματα άρχισαν να κυκλοφορούν στην πόλη και να περιβάλλουν την πλατεία. Πλήθος άοπλων διαδηλωτών σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν αφού συντρίφθηκαν από τανκς ή πυροβολήθηκαν από στρατιώτες οι οποίοι πυροβολούσαν αδιάκριτα στο πλήθος. Υπολογίζεται ότι χιλιάδες έχασαν την ζωή τους.

Η Λίλι Τζανγκ, η οποία ήταν επικεφαλής νοσοκόμα σε νοσοκομείο του Πεκίνου που ήταν 15 λεπτά με τα πόδια από την πλατεία, περιέγραψε στην Epoch Times την αιματοχυσία εκείνης της νύχτας. Ξύπνησε με τον ήχο των πυροβολισμών και έσπευσε στο νοσοκομείο το πρωί της 4ης Ιουνίου, αφού άκουσε για τη σφαγή.

Ήταν τρομοκρατημένη όταν έφτασε στο νοσοκομείο και αντίκρισε μια σκηνή που έμοιαζε με «πολεμική ζώνη». Μια άλλη νοσοκόμα, που έκλαιγε, της είπε ότι το νοσοκομείο ήταν γεμάτο από τραυματίες διαδηλωτές που αιμορραγούσαν βαριά.

Στο νοσοκομείο της Τζανγκ, τουλάχιστον 18 είχαν πεθάνει την ώρα που τους έφεραν στις εγκαταστάσεις.

Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν σφαίρες «νταμ-νταμ», οι οποίες θα επεκτείνονταν μέσα στο σώμα του θύματος και θα προκαλούσαν περαιτέρω τραυματισμούς, είπε η Τζανγκ. Πολλοί υπέστησαν σοβαρές πληγές και αιμορραγούσαν τόσο βαριά που ήταν «αδύνατο να τους επαναφέρουμε».

Στην πύλη του νοσοκομείου, ένας τραυματισμένος δημοσιογράφος από την κρατική εφημερίδα China Sports Daily είπε στους δύο εργαζόμενους στον τομέα της υγείας που τον έφεραν ότι «δεν φαντάστηκε ότι το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα άνοιγε πυρ».

«Να πυροβολείς άοπλους φοιτητές και απλούς πολίτες — τι είδους κυβερνών κόμμα είναι αυτό;» ήταν τα τελευταία του λόγια, θυμήθηκε η Τζανγκ.

Ο τότε Κινέζος ηγέτης Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ο οποίος διέταξε την αιματηρή καταστολή, αναφέρθηκε από ένα κανάλι της βρετανικής κυβέρνησης να λέει ότι «διακόσιοι νεκροί θα μπορούσαν να φέρουν 20 χρόνια ειρήνης στην Κίνα», ένα μήνα πριν από τη σφαγή τον Μάιο του 1989.

Μέχρι σήμερα, το καθεστώς αρνείται να αποκαλύψει τον πραγματικό αριθμό που σκοτώθηκε στη σφαγή ή τα ονόματά τους και καταστέλλει αυστηρά τις πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό.

Δύο αστυνομικοί με πολιτικά συλλαμβάνουν έναν ασκούμενο του Φάλουν Γκονγκ στην πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο, στις 31 Δεκεμβρίου 2000. (Minghui.org)

 

Δίωξη του Φάλουν Γκονγκ

Μια δεκαετία αργότερα, το καθεστώς αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια ακόμα αιματηρή καταστολή.

Στις 20 Ιουλίου 1999, οι αρχές ξεκίνησαν μια ευρεία εκστρατεία με στόχο περίπου 70 έως 100 εκατομμύρια ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ, μιας πνευματικής άσκησης που περιλαμβάνει διαλογιστικές ασκήσεις και ηθικές διδασκαλίες που επικεντρώνονται στις αξίες της αλήθειας, της συμπόνιας και της ανεκτικότητας.

Σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα, έναν ιστότοπο με πληροφορίες για το Φάλουν Γκονγκ, εκατομμύρια ασκούμενοι απολύθηκαν από την δουλειά τους, εκδιώχθηκαν από το σχολείο, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν ή σκοτώθηκαν απλώς και μόνο επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πίστη τους.

Το 2019, ένα ανεξάρτητο δικαστήριο εθελοντών στο Λονδίνο επιβεβαίωσε ότι το καθεστώς έχει πραγματοποιήσει βίαιη συγκομιδή οργάνων «σε σημαντική κλίμακα» και ότι οι φυλακισμένοι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ ήταν «πιθανότατα η κύρια πηγή».

Ο Λιφάνγκ, ένας 45χρονος ασκούμενος του Φάλουν Γκονγκ από την Τσινγκτάο, μια πόλη στην επαρχία Σαντόνγκ, πέθανε μετά από φυλάκιση δύο μηνών. Οι συγγενείς του είπαν ότι υπήρχαν τομές στο στήθος και την πλάτη του. Το πρόσωπό του έμοιαζε  σαν να υπέμενε πόνο και υπήρχαν πληγές σε όλο του το σώμα, σύμφωνα με τον Minghui.org, έναν ιστότοπο που συγκεντρώνει πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία για την δίωξη του Φάλουν Γκονγκ.

 

Ένας περιμετρικός φράχτης κατασκευάστηκε γύρω από αυτό που είναι επίσημα γνωστό ως «εκπαιδευτικό κέντρο εποχικών ικανοτήτων» στην Νταμπαντσένγκ, επαρχία Σιντζιάνγκ, Κίνα, 4 Σεπτ. 2018.  (Thomas Peter / Reuters)

 

Καταστολή θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων

Για την διατήρηση της εξουσίας του, το καθεστώς του Κ.Κ.Κ. μετέφερε μεγάλο αριθμό ανθρώπων της εθνοτικής ομάδας Χαν στο Θιβέτ, την Σιντζιάνγκ και την Εσωτερική Μογγολία, όπου οι εθνοτικές ομάδες ζουν με τους δικούς τους πολιτισμούς και γλώσσες. Το καθεστώς ανάγκασε τα τοπικά σχολεία να χρησιμοποιούν τα Κινέζικα μανδαρινικά ως επίσημη γλώσσα.

Το 2008, οι Θιβετιανοί διαδήλωσαν για να εκφράσουν τον θυμό τους για τον έλεγχο του καθεστώτος. Το καθεστώς, σε απάντηση, έστειλε την αστυνομία. Εκατοντάδες Θιβετιανοί έχασαν την ζωή τους.

Από το 2009, περισσότεροι από 150 Θιβετιανοί αυτοπυρπολούνται, ελπίζοντας ότι οι θάνατοί τους ίσως σταματήσουν τον αυστηρό έλεγχο του καθεστώτος στο Θιβέτ.

Στην Σιντζιάνγκ, οι αρχές του καθεστώτος έχουν κατηγορηθεί για γενοκτονία εναντίον Ουιγούρων και άλλων εθνοτικών μειονοτήτων, τμήμα της οποίας είναι η κράτηση ενός εκατομμυρίου ανθρώπων σε μυστικά στρατόπεδα «πολιτικής επανεκπαίδευσης».

Πέρυσι, το καθεστώς στο Πεκίνο θέσπισε μια νέα πολιτική που επιβάλλει την διδασκαλία μόνο Κινέζικων Μανδαρινικών σε ορισμένα σχολεία της Εσωτερικής Μογγολίας. Όταν οι γονείς και οι μαθητές διαμαρτυρήθηκαν, απειλήθηκαν με σύλληψη, κράτηση και απώλεια θέσεων εργασίας.

Το καθεστώς χρησιμοποιεί επίσης ένα σύστημα παρακολούθησης για την παρακολούθηση εθνοτικών ομάδων. Κάμερες παρακολούθησης έχουν εγκατασταθεί σε μοναστήρια του Θιβέτ και στην Σιντζιάνγκ συλλέγονται βιομετρικά δεδομένα.

 

Η Eva Fu, ο Jack Phillips, ο Leo Timm και η Cathy He συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.

Ακολουθήστε μας στο Telegram @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο Facebook @epochtimesgreece
Ακολουθήστε μας στο SafeChat @epochtimesgreece

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

ΣΧΕΤΙΚΑ

Σχολιάστε