Η ισραηλινή κυβέρνηση βρίσκεται σε περίοδο έντονης πολιτικής κρίσης, καθώς η εκτελεστική εξουσία προχωρά σε πρωτοφανείς αποφάσεις που αφορούν τη Γενική Εισαγγελέα και τον επικεφαλής της υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας. Παράλληλα, η απόφαση επανέναρξης των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα δημιουργεί νέα ερωτήματα για τις προθέσεις της κυβέρνησης Νετανιάχου και τις επιπτώσεις που θα έχει στο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο της χώρας.
Αποπομπή Γενικής Εισαγγελέως και εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις
Την Κυριακή, η κυβέρνηση του Ισραήλ ψήφισε πρόταση δυσπιστίας κατά της Γενικής Εισαγγελέως, Γκάλι Μπαχαράβ-Μιαρά, γεγονός που σηματοδοτεί το πρώτο βήμα για την αποπομπή της. Η απόφαση αυτή έρχεται λίγο μετά την απόλυση του επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ, γεγονός που έχει πυροδοτήσει έντονες διαμαρτυρίες. Σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιαρίβ Λεβίν, η κίνηση αυτή δικαιολογείται από «σοβαρές και παρατεταμένες διαφωνίες» μεταξύ της κυβέρνησης και της νομικού συμβούλου, που, σύμφωνα με την εκτελεστική εξουσία, εμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους.

Η απόφαση αυτή εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, όπου η κυβέρνηση Νετανιάχου αντιμετωπίζει εσωτερικές προκλήσεις. Ο πρωθυπουργός επιδιώκει να διατηρήσει τη συνοχή της κυβερνητικής του συμμαχίας και να αποφύγει πρόωρες εκλογές, ειδικά εν όψει της ανάγκης ψήφισης του προϋπολογισμού του 2025. Οι εντάσεις στο εσωτερικό της κυβερνητικής συμμαχίας είναι εμφανείς, καθώς η προσπάθεια στρατολόγησης των υπερορθόδοξων (Χαρεντί) στον στρατό προκαλεί αντιδράσεις, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη ομάδα παραδοσιακά απολάμβανε απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία.
Η επιστροφή στον πόλεμο και οι πολιτικές προεκτάσεις
Η επανέναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Γάζα, μετά την αποτυχία των ειρηνευτικών συνομιλιών και την άρνηση της Χαμάς να απελευθερώσει επιπλέον ομήρους, θεωρείται από πολλούς αναλυτές ως μία πολιτική κίνηση του Νετανιάχου. Ο Μάρτιν Ίντικ, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Ισραήλ, επισημαίνει ότι η απόφαση αυτή υπαγορεύεται περισσότερο από εσωτερικές πολιτικές ανάγκες παρά από στρατηγικούς στόχους εξωτερικής πολιτικής.

Οι πρώτες επιθέσεις σημειώθηκαν στις 18 Μαρτίου, με την ισραηλινή αεροπορία να πλήττει στόχους στη Γάζα, προκαλώντας εκατοντάδες θανάτους. Στη συνέχεια, στις 19 Μαρτίου, ξεκίνησε μια «περιορισμένη χερσαία επιχείρηση» με στόχο την ανακατάληψη του Διαδρόμου Νετσαρίμ, ο οποίος είχε δημιουργηθεί για να αποκόψει τις μετακινήσεις της Χαμάς. Την επόμενη μέρα, ισραηλινές δυνάμεις εισήλθαν στη Ράφα, αιφνιδιάζοντας τις παλαιστινιακές δυνάμεις, καθώς πολλοί υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Χαμάς και του Παλαιστινιακού Ισλαμικού Τζιχάντ σκοτώθηκαν στα σπίτια τους.

Αναλυτές επισημαίνουν ότι, αν και η επανέναρξη των εχθροπραξιών φαίνεται να εξυπηρετεί πολιτικά τον Νετανιάχου, δεν υπάρχει ξεκάθαρη στρατηγική για το «μετά» τον πόλεμο. Ο Χάρελ Χορέβ, ειδικός στο Κέντρο Μοσέ Νταγιάν, τονίζει ότι χωρίς σαφή σχέδιο για τη διακυβέρνηση της Γάζας μετά την εξουδετέρωση της Χαμάς, το Ισραήλ ενδέχεται να βρεθεί ξανά παγιδευμένο σε έναν ατέρμονο κύκλο βίας.
Η στάση της ισραηλινής κοινωνίας
Αν και η αρχική έναρξη του πολέμου στη Γάζα είχε ευρεία στήριξη, αυτή τη φορά η κατάσταση είναι διαφορετική. Ο Μιχαήλ Μιλστάιν, ειδικός στις παλαιστινιακές υποθέσεις, επισημαίνει ότι πολλοί Ισραηλινοί δεν κατανοούν πώς η συνέχιση του πολέμου θα βοηθήσει στην απελευθέρωση των εναπομείναντων ομήρων. Μετά από εκατοντάδες ημέρες εφεδρικής υπηρεσίας, πολλοί στρατιώτες ενδέχεται να αρνηθούν νέα επιστράτευση, καθώς η κοινωνική υποστήριξη προς την κυβέρνηση μειώνεται.

Παράλληλα, η υπόθεση «Qatargate», που αφορά καταγγελίες ότι δύο στενοί συνεργάτες του Νετανιάχου δέχθηκαν πληρωμές από το Κατάρ για να βελτιώσουν την εικόνα του στο Ισραήλ, έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Οι αντίπαλοι του πρωθυπουργού συνδέουν την αποπομπή του επικεφαλής της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ, με την προσπάθεια παρεμπόδισης των ερευνών γύρω από την υπόθεση αυτή.
Οι προκλήσεις για την κυβέρνηση
Η πολιτική αβεβαιότητα στο Ισραήλ εντείνεται, καθώς η κυβέρνηση Νετανιάχου βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις: τη διαχείριση του πολέμου, την ψήφιση του προϋπολογισμού και τη διατήρηση της κυβερνητικής συμμαχίας. Οι διαδηλώσεις για την απελευθέρωση των ομήρων συνεχίζονται και πολλοί θεωρούν ότι λειτουργούν ως συνέχεια των αντι-κυβερνητικών κινητοποιήσεων του 2023.
Η ισραηλινή κυβέρνηση, έχοντας πλέον χάσει σημαντικό μέρος της διεθνούς στήριξης και αντιμετωπίζοντας εσωτερική κοινωνική και πολιτική ένταση, καλείται να βρει μια λύση που θα ισορροπεί μεταξύ στρατηγικών επιδιώξεων και πολιτικής επιβίωσης. Το αν θα το καταφέρει, παραμένει ανοιχτό ερώτημα.