Έντονη ανησυχία προκαλεί στις υγειονομικές αρχές της Ευρώπης η ταχεία διασπορά ενός πολυανθεκτικού μύκητα στα νοσοκομεία, σύμφωνα με ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) στις 11 Σεπτεμβρίου.
«Η Candidozyma auris είναι ένας μύκητας που συνήθως εξαπλώνεται εντός των υγειονομικών δομών, εμφανίζει συχνά αντοχή στα αντιμυκητιασικά φάρμακα και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές λοιμώξεις σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς», σημειώνει το ECDC.
Η ικανότητά του να επιβιώνει σε διάφορες επιφάνειες και ιατρικό εξοπλισμό, αλλά και να εξαπλώνεται μεταξύ των ασθενών, καθιστά τον έλεγχο της διασποράς του ιδιαίτερα δύσκολο, προσθέτει ο Οργανισμός.
Η σχετική έκθεση υπογραμμίζει ότι «ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνεται, τα επεισόδια εξάπλωσης γίνονται μεγαλύτερα και αρκετές χώρες αναφέρουν συνεχιζόμενη τοπική μετάδοση». Τα συμπτώματα της λοίμωξης από C. auris περιλαμβάνουν πυρετό, ταχυκαρδία, υπόταση, έντονη κόπωση, πόνο ή πίεση στο αυτί, όπως επισημαίνει η Cleveland Clinic.
Από το 2013 έως το 2023, το ECDC κατέγραψε «4.012 κρούσματα λοιμώξεων ή αποικισμού από C. auris στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου». Ο Οργανισμός εξηγεί ότι αποικισμός σημαίνει την παρουσία του μύκητα στον οργανισμό χωρίς να προκαλεί νόσο.
Τονίζεται δε πως «η ταχεία εξάπλωση οφείλεται στη μετατροπή της λοίμωξης σε ενδημική σε περιοχές όπου προηγουμένως δεν υπήρχε παρουσία του μύκητα».
Οι πέντε ευρωπαϊκές χώρες με τα περισσότερα περιστατικά κατά το παραπάνω διάστημα ήταν η Ισπανία με 1.807 κρούσματα, η Ελλάδα με 852, η Ιταλία με 712, η Ρουμανία με 404 και η Γερμανία με 120, σύμφωνα με την έκθεση. Επιπλέον, αναφέρεται ότι «από το 2020 τα κρούσματα αυξάνονται ραγδαία, με 1.346 περιστατικά που καταγράφηκαν από 18 χώρες το 2023».
Το ECDC προειδοποιεί ότι παρά την αύξηση, «ο αριθμός των καταγεγραμμένων κρουσμάτων αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου, καθώς σε πολλές χώρες δεν υπάρχει συστηματική επιτήρηση».
Ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Αντοχής στα Αντιμικροβιακά και Λοιμώξεων Συνδεόμενων με Υγειονομική Περίθαλψη του ECDC, Δρ. Διαμαντής Πλουκούρης, τόνισε πως σε Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία, «το διάστημα μεταξύ του πρώτου καταγεγραμμένου περιστατικού C. auris και της ενδημικής εξάπλωσής της στην περιοχή κυμάνθηκε από πέντε έως επτά έτη», γεγονός που καταδεικνύει τη δυναμική και ταχύτητα εξάπλωσης του μύκητα.
Όπως σημείωσε, «η ταχεία αυτή διάδοση της C. auris αποτελεί σοβαρή αιτία ανησυχίας και υποδηλώνει υψηλό κίνδυνο περαιτέρω εξάπλωσης στα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας».
Καθώς αυξάνονται τα περιστατικά C. auris, η έκθεση επισημαίνει ότι «η διατήρηση ελέγχου θα καταστεί ολοένα και δυσκολότερη». Για την αντιμετώπιση του προβλήματος προτείνεται η εγκαθίδρυση πρώιμων συστημάτων ανίχνευσης και επιτήρησης, καθώς και γρήγορης εφαρμογής μέτρων πρόληψης και ελέγχου για τον περιορισμό των επιπτώσεων στους ασθενείς. «Μόλις 17 από τα 36 κράτη-μέλη της ΕΕ και ΕΟΧ διαθέτουν εθνικό σύστημα επιτήρησης για την παρακολούθηση της C. auris», αναφέρει το ECDC, συμπληρώνοντας ότι «μόνο 15 έχουν εκπονήσει εθνικές οδηγίες για πρόληψη και έλεγχο των λοιμώξεων».
Ο Δρ. Πλουκούρης δήλωσε: «Η C. auris έχει εξαπλωθεί μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, από μεμονωμένα περιστατικά σε εκτεταμένη παρουσία σε ορισμένες χώρες». Ωστόσο, διαβεβαίωσε ότι «δεν είναι αναπόφευκτο. Η έγκαιρη ανίχνευση και ο γρήγορος, συντονισμένος έλεγχος μπορούν ακόμα να αποτρέψουν περαιτέρω μετάδοση».
Σύμφωνα με ανάρτηση του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) τον Απρίλιο του 2024, «οι ασθενείς που έχουν μολυνθεί ή αποικιστεί με C. auris μπορούν να μεταφέρουν τον μύκητα σε αντικείμενα εντός των νοσηλευτικών χώρων, όπως κάγκελα κρεβατιών και χερούλια πορτών».
Στη συνέχεια, άλλα άτομα που έρχονται σε επαφή με τις επιφάνειες αυτές μπορεί να αποικιστούν ή να μολυνθούν από τον μύκητα. Το CDC τονίζει ότι «η C. auris προσβάλλει κυρίως ασθενείς με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα ή ανάγκη για πολύπλοκη ιατρική φροντίδα και επεμβατικές συσκευές».
Παράλληλα εξηγεί ότι, παρόλο που οι επεμβατικές ιατρικές συσκευές συχνά είναι απαραίτητες, δημιουργούν εισόδους για το C. auris προς τον οργανισμό. Ως παραδείγματα αναφέρονται οι αναπνευστικοί σωλήνες, οι καθετήρες ούρων και οι γαστροστομίες. Καταληκτικά, σημειώνεται: «Άτομα που δεν έχουν αυτούς τους παράγοντες κινδύνου συνήθως δεν φέρουν ή δεν νοσούν από C. auris. Σε αυτά περιλαμβάνονται το υγειονομικό προσωπικό και οι επισκέπτες».
Το CDC αναφέρει ότι από το 2016, όταν καταγράφηκε το πρώτο κρούσμα C. auris στις ΗΠΑ, τα περιστατικά συνεχίζουν να αυξάνονται. Μόνο το 2023 υπήρξαν «4.514 νέα κρούσματα C. auris στη χώρα». Συνολικά, από το 2016 έως το 2023 έχουν καταγραφεί «10.788 κλινικά περιστατικά, με την Καλιφόρνια, τη Νεβάδα, τη Φλόριντα, τη Νέα Υόρκη και το Ιλινόις να καταγράφουν τα περισσότερα». Ωστόσο, προσθέτει ότι «από το 2022 και μετά η ετήσια αύξηση παρουσιάζει σχετική επιβράδυνση σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια».