Στη σύγχρονη δημόσια συζήτηση συχνά παρουσιάζεται μια αντίθεση ανάμεσα στους συντηρητικούς και στους ανθρωπιστές (ή προοδευτικούς). Οι πρώτοι δίνουν έμφαση στην αξία της παράδοσης και της εθνικής κληρονομιάς, ενώ οι δεύτεροι επικεντρώνονται στα οικουμενικά ανθρώπινα ιδανικά και στην προαγωγή της κοινωνίας μέσω αλλαγών. Ωστόσο, ένα κρίσιμο ερώτημα αναδύεται: μήπως και οι δύο επιδιώκουν τελικά το ίδιο ουσιαστικό αγαθό για την κοινωνία;
Η σύγχρονη κοινωνικοπολιτική διάσταση
Σήμερα, η αντιπαράθεση συντηρητικών και ανθρωπιστών εκδηλώνεται έντονα στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Οι συντηρητικοί τείνουν να δυσπιστούν απέναντι στις απότομες αλλαγές και στις μη δοκιμασμένες «καινοτομίες», εμπιστευόμενοι αντ’ αυτών τη σταθερότητα των ιστορικά διαμορφωμένων θεσμών και αξιών. Για τον συντηρητικό τρόπο σκέψης, η παράδοση θεωρείται φορέας συσσωρευμένης σοφίας – όπως το εξέφρασε ο Έντμουντ Μπερκ, η ιστορία δεν είναι απλώς μια αλληλουχία λαθών αλλά «η σοφία των προγόνων μας». Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι οι συντηρητικοί θέλουν να διατηρήσουν την καλή πλευρά της παράδοσης του έθνους τους, μαθαίνοντας παράλληλα από τα λάθη του παρελθόντος ώστε να μην επαναληφθούν.
Από την άλλη πλευρά, οι ανθρωπιστές και προοδευτικοί εμφανίζονται πιο αισιόδοξοι για την ικανότητα του ανθρώπου και της κοινωνίας να βελτιώνονται μέσω μεταρρυθμίσεων. Υιοθετώντας αξίες του Διαφωτισμού, δίνουν έμφαση στη χρήση της λογικής, της επιστήμης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την προαγωγή της ευημερίας. Σε αντίθεση με τη συντηρητική καχυποψία προς τον ριζικό μετασχηματισμό, οι ανθρωπιστές επιδιώκουν την πρόοδο απορρίπτοντας πρακτικές και νοοτροπίες του παρελθόντος που κρίνονται αποτυχημένες ή καταπιεστικές. Για παράδειγμα, ο σύγχρονος κοσμικός ανθρωπισμός συχνά επικρίνει την παράδοση όταν αυτή θεωρείται ότι διαιωνίζει τη μισαλλοδοξία ή δεισιδαιμονίες, απορρίπτοντας την ανεπιφύλακτη προσήλωση σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις. Με άλλα λόγια, οι «υγιείς» ανθρωπιστές αποδέχονται τα διδάγματα της ιστορίας μόνο αφού φιλτραριστούν μέσω του κριτικού πνεύματος – κρατώντας τα θετικά στοιχεία και αφήνοντας πίσω τους τα επιζήμια.
Αν και αυτές οι δύο οπτικές φαίνονται αντιδιαμετρικές, αμφότερες στοχεύουν στην κοινωνική ευημερία και συνοχή. Οι συντηρητικοί επιζητούν μια σταθερή κοινωνία με ηθική τάξη, αντλώντας αξίες από το παρελθόν, ενώ οι ανθρωπιστές οραματίζονται μια δικαιότερη κοινωνία, διορθώνοντας τα σφάλματα του παρελθόντος και επεκτείνοντας τις ελευθερίες. Και οι δύο, στο βαθμό που δρουν καλοπροαίρετα, ενδιαφέρονται για το κοινό καλό – απλώς το προσεγγίζουν από διαφορετική αφετηρία.
Παγκόσμιο και ελληνικό πλαίσιο
Η δυναμική παράδοσης vs προόδου παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα. Σε πολλές χώρες, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις για κοινωνικά ζητήματα (όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων, οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση ή ο ρόλος της θρησκείας στο κράτος) συχνά πηγάζουν από τη σύγκρουση ανάμεσα σε συντηρητικές και προοδευτικές αντιλήψεις. Αυτή η πόλωση μπορεί να δημιουργήσει δύο αντίπαλα «στρατόπεδα» με φαινομενικά αγεφύρωτες θέσεις, γεγονός που διαβρώνει την κοινωνική ενότητα και τον εποικοδομητικό διάλογο. Μάλιστα, έρευνες υπογραμμίζουν ότι σε ένα πολωμένο κλίμα οι πολίτες πολλές φορές γνωρίζουν καλύτερα τι αντιμάχονται παρά τι υποστηρίζουν ουσιαστικά, οδηγούμενοι περισσότερο από τον θυμό προς τον αντίπαλο παρά από λογικά επιχειρήματα
Ένα ανησυχητικό στοιχείο του σύγχρονου παγκόσμιου πλαισίου είναι ότι ο φανατισμός και στα δύο άκρα συχνά υποδαυλίζεται από την παραπληροφόρηση και τον θόρυβο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Έχει διαπιστωθεί ότι διάφοροι δρώντες – ακόμα και εξωτερικές δυνάμεις – εκμεταλλεύονται διχαστικά θέματα, μειονοτικές ομάδες ή και ακραίες φωνές για να εντείνουν το χάσμα ανάμεσα σε διαφορετικές ιδεολογίες μέσα σε μια κοινωνία. Επίσης η άγνοια, η πικρία και άλλοι τύποι συναισθηματικής φόρτισης μπορούν να εκτρέψουν τη δημόσια συζήτηση από τη λογική. Αυτή η τακτική τού «διαίρει και βασίλευε» μπορεί να στοχεύει στην αποσταθεροποίηση κοινωνιών που διαφορετικά θα μπορούσαν να βρουν κοινό έδαφος. Έτσι, ο φανατισμός ελλοχεύει και στις δύο πλευρές: υπάρχουν περιπτώσεις όπου συντηρητικές φωνές διολισθαίνουν σε μισαλλοδοξία, όπως και προοδευτικές φωνές σε δογματισμό – και οι δύο αυτές μορφές άκρας ακαμψίας μπορούν να βλάψουν τον κοινωνικό ιστό όταν εκτρέφονται σκόπιμα.
Στην Ελλάδα, η αντιπαράθεση παράδοσης και νεωτερικότητας έχει βαθιές ρίζες και ιδιαίτερη εξέλιξη. Ως έθνος με μακρά ιστορία και έντονη πολιτισμική ταυτότητα, η Ελλάδα εμφάνιζε πάντοτε μια τάση διατήρησης των παραδοσιακών αξιών (γλώσσα, θρησκεία, έθιμα) παράλληλα με την υιοθέτηση ευρωπαϊκών και παγκοσμίων προοδευτικών αρχών. Για παράδειγμα, οι συζητήσεις γύρω από την εκπαιδευτική ύλη, τον ρόλο της Εκκλησίας ή κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων) συχνά αντικατοπτρίζουν αυτή τη διττή πραγματικότητα: από τη μία ο σεβασμός στην ελληνική κληρονομιά, από την άλλη η ανάγκη εκσυγχρονισμού και εναρμόνισης με οικουμενικές αρχές ανθρωπισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ελληνική παράδοση δεν αντιμετωπίζεται απαραίτητα ως εμπόδιο στην πρόοδο, αλλά ως μια βάση που μπορεί να εξελιχθεί δημιουργικά. Όπως παρατηρεί η λαογράφος Αικατερίνη Καμηλάκη, «ποτέ άλλοτε το παρελθόν δεν τροφοδότησε με τόσο πρωτοποριακά μηνύματα το μέλλον» – μια ρήση που υπογραμμίζει ότι το ίδιο το παρελθόν μπορεί να γεννήσει νέες, καινοτόμες ιδέες. Πράγματι, βλέπουμε σήμερα νέους ανθρώπους στην Ελλάδα να κρατούν ζωντανές παραδόσεις (λ.χ. τέχνες, χειροτεχνίες, τοπικά έθιμα) και ταυτόχρονα να τις μετασχηματίζουν σε σύγχρονες δημιουργικές δραστηριότητες. Έτσι, η παράδοση μετατρέπεται από στατική ανάμνηση σε πηγή έμπνευσης για κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, δείχνοντας ότι η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας μπορεί να συνυπάρχει με την καινοτομία.
Αντιλήψεις στο εκπαιδευτικό περιβάλλον
Το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελούν μικρογραφία της αντιπαράθεσης αλλά και του ενδεχόμενου συνδυασμού ανάμεσα στις δύο κοσμοθεωρίες. Οι συντηρητικοί θεωρούν ότι η εκπαίδευση πρέπει πρωτίστως να μεταλαμπαδεύει την πολιτισμική κληρονομιά και να διατηρεί την ιστορική συνέχεια. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, ένας βασικός σκοπός της παιδείας είναι να περνάει στις νέες γενιές τις αξίες, τις ιστορίες και τα πρότυπα που διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη ταυτότητα του έθνους. Για παράδειγμα, στο ελληνικό πλαίσιο, αυτό μεταφράζεται σε έμφαση στη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, της εθνικής ιστορίας και της ορθόδοξης θρησκευτικής παράδοσης. Η διατήρηση αυτών των στοιχείων θεωρείται ζωτική για τη συλλογική μνήμη και συνοχή της κοινωνίας, ώστε οι νέοι να έχουν επίγνωση των ριζών τους και των διδαγμάτων του παρελθόντος.
Αντιστρόφως, η ανθρωπιστική/προοδευτική προσέγγιση στην εκπαίδευση τονίζει την αξία της κριτικής σκέψης, της συμπερίληψης και της κοσμικότητας. Οι ανθρωπιστές εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν ότι το σχολείο δεν πρέπει να λειτουργεί ως άκριτος αναμεταδότης παραδόσεων, αλλά να ενθαρρύνει τους μαθητές να σκέφτονται ανεξάρτητα, να αμφισβητούν κατεστημένες αντιλήψεις και να κατανοούν παγκόσμιες αξίες. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ένα περισσότερο κοσμικό και διεπιστημονικό εκπαιδευτικό περιβάλλον, όπου η γνώση δεν βασίζεται σε δογματικές αλήθειες αλλά σε επιστημονικά δεδομένα και ανθρώπινα δικαιώματα. Για παράδειγμα, πολλές ανθρωπιστικές οργανώσεις επισημαίνουν ότι η ηθική και η πολιτική αγωγή μπορούν να σταθούν σε κοσμικές βάσεις – χωρίς δηλαδή την αποκλειστική αναφορά σε θρησκευτικές επιταγές – και ότι η υπερβολική εμπλοκή της θρησκείας στην εκπαίδευση μπορεί να περιορίσει τον ορίζοντα των νέων.
Παρά τις διαφορές, και εδώ υπάρχει πεδίο σύγκλισης: ένα εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί κάλλιστα να εμφυσήσει στους νέους τον σεβασμό για την παράδοση και ταυτόχρονα να τους διδάξει τον σεβασμό στα δικαιώματα και τη διαφορετικότητα. Η ιστορία και ο πολιτισμός μπορούν να διδαχθούν με τρόπο που να προάγει τον ουμανισμό, αναδεικνύοντας τόσο τα επιτεύγματα όσο και τα λάθη του παρελθόντος. Έτσι, οι μαθητές θα μάθουν «τα καλά να κρατούν και τα κακά να αφήνουν», αποκτώντας μια στέρεη ταυτότητα που είναι ανοιχτή στον κόσμο και στην εξέλιξη. Και το πιο σημαντικό, να εξετάζουν τα πράγματα διαλεκτικά και από τις δυο όψεις, και για ό,τι δεν είναι σίγουροι «να κρατούν μικρό καλάθι».
Προς μια ενωμένη προοπτική
Παρά την επιφανειακή αντίθεση ανάμεσα σε συντηρητικούς και ανθρωπιστές, γίνεται φανερό ότι η κοινωνία μας ως σύνολο χρειάζεται και τις δύο οπτικές για να προοδεύσει ισορροπημένα. Η παράδοση προσφέρει βάθος χρόνου, σοφία και συνοχή – μας θυμίζει από πού ήρθαμε και ποια διδάγματα κουβαλάμε. Ο ανθρωπισμός αντίστοιχα προσφέρει όραμα για το μέλλον, ηθική εξέλιξη και διορθωτικές αλλαγές – μας ωθεί να γίνουμε καλύτεροι από ό,τι υπήρξαμε, αποφεύγοντας τα σφάλματα που αναγνωρίσαμε. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για δύο ασυμβίβαστα στρατόπεδα, αλλά για συμπληρωματικές δυνάμεις που μπορούν να συνεργήσουν. Όπως διατυπώνεται και σε ένα ελληνικό δοκίμιο, η παράδοση «δεν σημαίνει οπισθοδρόμηση ούτε αποσυνδέεται από την πρόοδο, αλλά εξελίσσεται» – με αυτήν «κρατούμε αυτό που έχουμε και προσθέτουμε αυτό που δημιουργούμε».
Εφόσον αποφευχθούν οι ακρότητες και ο φανατισμός, οι συντηρητικές και οι ανθρωπιστικές αξίες μπορούν να βρουν μια δημιουργική σύνθεση. Ως κοινωνία, είμαστε όλοι μέρος ενός ενιαίου συνόλου που προχωρά μπροστά. Το ζητούμενο είναι να κρατήσουμε τα καλά στοιχεία – την καλοσύνη, τη σοφία και την εμπειρία των προγόνων – και να αφήσουμε πίσω τα κακά, δηλαδή ό,τι αποδείχθηκε άδικο ή αποτυχημένο. Με αυτόν τον τρόπο, οι φαινομενικά αντίθετες δυνάμεις μπορούν να μετατραπούν σε συνεργατικές: η παράδοση να στηρίζει την πρόοδο παρέχοντάς της θεμέλια και ήθος, και η πρόοδος να δίνει ζωή στην παράδοση προσαρμόζοντάς τη στις ανάγκες του σήμερα.
Τελικά, όλοι μαζί – συντηρητικοί και ανθρωπιστές – αποτελούμε μια κοινωνική ομάδα με κοινό μέλλον. Αν αναγνωρίσουμε ότι και οι δύο πλευρές επιδιώκουν, στην υγιή τους μορφή, το καλό της κοινωνίας, τότε μπορούμε να εργαστούμε ενωμένοι ώστε να κρατήσουμε ό,τι μας ανυψώνει και να αποβάλουμε ό,τι μας βαραίνει. Έτσι θα τιμήσουμε πραγματικά το παρελθόν και ταυτόχρονα θα υπηρετήσουμε το μέλλον, προχωρώντας μπροστά με σταθερά αλλά και ανοιχτόμυαλα βήματα.