Δευτέρα, 06 Οκτ, 2025
(Φωτ. αρχείου ΑΠΕ ΜΠΕ)

Απολιγνιτοποίηση, ενεργειακές εισαγωγές και το παράδοξο των Σκοπίων

Ανάλυση 

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη (2019–σήμερα) εφάρμοσε μια φιλόδοξη στρατηγική για τον ενεργειακό μετασχηματισμό της Ελλάδας, επισπεύδοντας την κατάργηση του λιγνίτη ως καυσίμου ηλεκτροπαραγωγής. Ωστόσο, αυτή η πολιτική δημιούργησε ένα παράδοξο: ενώ η Ελλάδα έκλεισε τα λιγνιτικά της εργοστάσια, εξάγει λιγνίτη στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία (Σκόπια) και ταυτόχρονα εισάγει ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται εκεί από τον ίδιο ελληνικό λιγνίτη. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, είναι μια επιβάρυνση περίπου  56.000 €/ώρα για τους Έλληνες φορολογούμενους, οι οποίοι πληρώνουν για να ξανα-αναγοράσουν ακριβά το ρεύμα που προέρχεται από το εγχώριο καύσιμο. Στο παρόν άρθρο διερευνούμε γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε την επιτάχυνση της απολιγνιτοποίησης, ποιες είναι οι οικονομικές, γεωπολιτικές και περιβαλλοντικές πτυχές αυτής της απόφασης, και πώς αυτή οδήγησε στην ανάγκη εισαγωγών ενέργειας – ιδίως από τη Βόρεια Μακεδονία. Η ανάλυση τεκμηριώνεται με δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, επίσημα στοιχεία, καθώς και δεδομένα για τις εξαγωγές-εισαγωγές λιγνίτη και ηλεκτρικού ρεύματος.

Το σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη για κατάργηση του λιγνίτη

Αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε ένα τολμηρό σχέδιο απολιγνιτοποίησης. Τον Σεπτέμβριο 2019, μιλώντας στον ΟΗΕ, δεσμεύτηκε ότι όλες οι λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ θα κλείσουν έως το 2028. Το χρονοδιάγραμμα αυτό ήταν σημαντικά μικρότερο από παλαιότερους σχεδιασμούς – η προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε ορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία πλήρους απεξάρτησης από τον λιγνίτη. Αντίθετα, η τότε αντιπολίτευση (ΝΔ) είχε κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ για έλλειψη στρατηγικής και καθυστερήσεις, καθώς το μόνο που υπήρχε ήταν μια μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας που «θα ολοκληρωνόταν στα τέλη του 2020». Με την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, το πλάνο επισπεύθηκε άμεσα.

Γιατί επελέγη η γρήγορη απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων; Οι λόγοι ήταν τόσο περιβαλλοντικοί όσο και οικονομικοί. Η Ελλάδα έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με τους ευρωπαϊκούς στόχους για το κλίμα (μείωση εκπομπών CO₂ 55% ως το 2030, κλιματική ουδετερότητα ως το 2050) και ο λιγνίτης είναι από τις πιο ρυπογόνες μορφές ενέργειας. Επιπλέον, το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ΕΕ είχε εκτοξευθεί, καθιστώντας την παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη οικονομικά ζημιογόνο. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο τότε υπουργός Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης, η ΔΕΗ έχανε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως από τη λιγνιτική δραστηριότητα («η επιχείρηση πέρυσι έχασε 200 εκατ. από τους λιγνίτες και φέτος 300 εκατ.») και γι’ αυτό κρίθηκε αναγκαία η επίσπευση του κλεισίματος των μονάδων. Με άλλα λόγια, οι παλαιοί λιγνιτικοί σταθμοί δεν ήταν μόνο «βρώμικοι» αλλά και ακριβοί στη λειτουργία τους, λόγω συνδυασμού χαμηλής απόδοσης και υψηλών τελών ρύπων.

Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι έως το 2023 θα αποσύρει όλες τις εν λειτουργία λιγνιτικές μονάδες πλην μίας, ενώ η νεότερη μονάδα Πτολεμαΐδα V – που τότε ολοκληρωνόταν – αρχικά σχεδιαζόταν να λειτουργήσει με λιγνίτη για λίγα χρόνια και να μετατραπεί σε μονάδα φυσικού αερίου έως το 2025 . Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν πολύ μπροστά από άλλες βαλκανικές χώρες: η Ελλάδα θα γινόταν η πρώτη στα Βαλκάνια με συγκεκριμένη ημερομηνία πλήρους απανθρακοποίησης του ενεργειακού της μίγματος .

Για τις λιγνιτικές περιοχές (στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη Αρκαδίας) που θα υφίσταντο τις οικονομικές συνέπειες, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να εκπονήσει master plan δίκαιης μετάβασης, αξιοποιώντας και ευρωπαϊκούς πόρους του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και δραστηριοτήτων στις περιοχές αυτές. Η ΔΕΗ, από την πλευρά της, στράφηκε σε επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με τον πρωθυπουργό να σημειώνει το 2024 ότι η μεταμόρφωση της ΔΕΗ σε έναν σύγχρονο, πράσινο ενεργειακό όμιλο υπήρξε «πραγματικά αξιοσημείωτη». Πράγματι, έως το 2023, η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη είχε υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο 50ετίας – μειωμένη κατά 87% σε σχέση με το ιστορικό της μέγιστο – ενώ το κενό καλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό από εκρηκτική άνοδο των ΑΠΕ. Σύμφωνα με στοιχεία του 2024, περίπου το 50% της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα προέρχεται πλέον από ΑΠΕ, διπλάσιο ποσοστό σε σύγκριση με δέκα χρόνια πριν .

Η ενεργειακή κρίση του 2021–22 και μερική αναδίπλωση

Η στρατηγική απεξάρτησης από τον λιγνίτη δοκιμάστηκε σκληρά κατά τη διετία 2021–2022, όταν η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή ενεργειακή κρίση. Η απότομη άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου (λόγω πανδημίας, και εν συνεχεία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της μείωσης των ρωσικών ροών) εκτόξευσε και τις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος. Χώρες που είχαν μειώσει τον άνθρακα στο μείγμα τους βρέθηκαν ευάλωτες. Παράλληλα, ορισμένες μεγάλες οικονομίες επανέφεραν προσωρινά τον άνθρακα: χαρακτηριστικά, η Γερμανία αύξησε κατά 30% την ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη τον Οκτώβριο 2024 συγκριτικά με λίγους μήνες πριν, καθώς το ακριβό φυσικό αέριο έκανε τον φθηνότερο (για αυτούς) λιγνίτη πιο συμφέροντα. Η Ελλάδα, έχοντας κλείσει τις περισσότερες λιγνιτικές μονάδες της, ένιωσε έντονα την πίεση του κόστους.

Μπροστά στον κίνδυνο ενεργειακής ανεπάρκειας και «γονατίσματος» καταναλωτών και επιχειρήσεων από τις τιμές, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε σε μερική αναθεώρηση του αρχικού πλάνου. Τον Απρίλιο του 2022 ανακοινώθηκε ότι η λειτουργία όλων των λιγνιτικών σταθμών παρατείνεται έως το 2028 – αντί να κλείσουν μέχρι το 2023 – και ότι η εγχώρια παραγωγή λιγνίτη θα αυξηθεί κατά 50% προσωρινά . Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, εγκαινιάζοντας ένα μεγάλο φωτοβολταϊκό πάρκο στην Κοζάνη, τόνισε πως «σε αυτό το νέο περιβάλλον […] η νέα μονάδα της Πτολεμαΐδας θα λειτουργήσει ως λιγνιτική ως το 2028» και αν χρειαστεί θα παραμείνουν σε εφεδρεία κάποιες εκ των νεότερων παλαιών μονάδων (π.χ. Μελίτη, Άγιος Δημήτριος 5) ανάλογα με τις ανάγκες. Διευκρίνισε όμως ότι αυτό το μέτρο είναι προσωρινό και δεν αναιρεί τον τελικό στόχο της κλιματικής ουδετερότητας .

Η μερική αυτή στροφή είχε ως αποτέλεσμα να επαναλειτουργήσουν ή να δουλεύουν περισσότερο ορισμένες λιγνιτικές μονάδες το 2022–23, καθώς και να ενισχυθεί η προμήθεια λιγνίτη από ιδιωτικά ορυχεία. Για παράδειγμα, το ορυχείο της Αχλάδας στη Φλώρινα – πάροχος του σταθμού Μελίτης – βρισκόταν σε διαδικασία εγκατάλειψης, αλλά τελικά παρέμεινε ενεργό με νέα σύμβαση έως το 2028, εξορύσσοντας εκατοντάδες χιλιάδες τόνους το 2023 . Εντούτοις, αυτές οι προσαρμογές δεν μπορούσαν άμεσα να αναπληρώσουν το χαμένο λιγνιτικό δυναμικό των προηγούμενων δεκαετιών. Η Ελλάδα εξακολούθησε να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εισαγωγές ρεύματος για να καλύψει τη ζήτηση – ειδικά σε περιόδους αιχμής ή όταν οι ΑΠΕ δεν επαρκούν. Το 2022 σημειώθηκε ρεκόρ εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας: περίπου 8,8 TWh εισαγόμενου ρεύματος (αύξηση 24% σε σχέση με το 2021), ενώ το 2023 οι εισαγωγές αυξήθηκαν περαιτέρω σε σχεδόν 10 TWh. Συγκριτικά, αυτό το νούμερο αντιστοιχεί περίπου στο 20% της ετήσιας κατανάλωσης ηλεκτρισμού της χώρας.

Εξαγωγή λιγνίτη στα Σκόπια και εισαγωγή ρεύματος: ένα ακριβό παράδοξο

Η στροφή στις ΑΠΕ και στο φυσικό αέριο με ταυτόχρονο κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών, οδήγησε σε μια ασυνήθιστη σχέση με τη γειτονική Βόρεια Μακεδονία (ΠΓΔΜ). Παρά το ιστορικό των πολιτικών τριβών μεταξύ των δύο χωρών, στον τομέα της ενέργειας αναπτύχθηκε μια συνεργασία από ανάγκη: η Ελλάδα διαθέτει άφθονα κοιτάσματα λιγνίτη που πλέον δεν καίει στις δικές της μονάδες, ενώ η Βόρεια Μακεδονία διατηρεί ενεργές λιγνιτικές μονάδες αλλά όχι αρκετό ποιοτικό λιγνίτη. Έτσι, υπογράφηκε μια διακρατική συμφωνία για μεταφορά ελληνικού λιγνίτη στα εκεί εργοστάσια, περίπου το 2022 .

Συγκεκριμένα, κάθε μήνα, περίπου 80.000 τόνοι λιγνίτη εξορύσσονται από ελληνικά ορυχεία και εξάγονται στα Σκόπια. Κάθε μέρα, δεκάδες φορτηγά διασχίζουν το τελωνείο της Νίκης στη Φλώρινα μεταφέροντας το φθηνό ελληνικό καύσιμο προς τη μονάδα REK Bitola (Μοναστήρι) – τον κύριο θερμοηλεκτρικό σταθμό της Β. Μακεδονίας – και σε μικρότερο βαθμό προς τον σταθμό Οσλομέι . Ο ελληνικός λιγνίτης πωλείται φτηνά στη γειτονική χώρα, σε τιμές περίπου € 28–30 ο τόνος. Για να έχουμε τάξη μεγέθους, αυτό αντιστοιχεί σε κόστος καυσίμου μόλις ~10 €/MWh παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας.

Με την καύση αυτού του λιγνίτη, η Βόρεια Μακεδονία εξασφαλίζει την ηλεκτροπαραγωγή της (ενεργειακή επάρκεια), και μάλιστα διαθέτει πλεονάζον ρεύμα για εξαγωγή. Το παράδοξο είναι ότι μεγάλο μέρος αυτού του ρεύματος επιστρέφει πίσω στην… Ελλάδα, αλλά πλέον σε τιμές αγοράς, πολλαπλάσιες της αξίας του λιγνίτη. Όπως περιγράφεται γλαφυρά, «η Ελλάδα εξάγει λιγνίτη σε χαμηλή τιμή στα Σκόπια, αυτά αποκτούν επάρκεια, παράγουν ρεύμα και στη συνέχεια το εξάγουν στην Ελλάδα στις τιμές της αγοράς, δηλαδή πολύ ακριβά». Με άλλα λόγια, οι Σκοπιανοί και οι εργολάβοι κερδίζουν απο τη διαφορά τιμής, η οποία μεγαλώνει όσο αυξάνεται η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος.

Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα εισάγει πλέον σημαντικές ποσότητες ρεύματος από τη Βόρεια Μακεδονία. Το 2023, περίπου 26% των συνολικών εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας μας προήλθε από τη Β. Μακεδονία, με την ετήσια εισαγόμενη ενέργεια από εκεί να φτάνει τις 2,63 TWh. Αυτό αντιστοιχεί σε ένα σταθερό φορτίο ~300 MW καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τα Σκόπια, από την πλευρά τους, κατέγραψαν έσοδα εκατοντάδων εκατομμυρίων από την εξαγωγή ρεύματος – μόνο προς την Ελλάδα υπολογίζεται ότι εξήγαγαν ρεύμα αξίας άνω των  270 εκατ. το 2023, καθιστώντας μας τον μεγαλύτερο εισαγωγέα τους.

Ο λογαριασμός: € ~56.000/ώρα για τους Έλληνες καταναλωτές

Οι αριθμοί αυτοί μεταφράζονται σε βαρύ οικονομικό τίμημα για τους Έλληνες καταναλωτές και τη χώρα συνολικά. Αξίζει να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το περίφημο ποσό των 56.000 €/ώρα :

  • Με 2,63 TWh εισαγωγών από τη Β. Μακεδονία ετησίως , αν θεωρήσουμε μια μέση τιμή γύρω στα 180 €/MWh (μια συντηρητική εκτίμηση, δεδομένου ότι το ρεύμα συχνά ξεπέρασε τα 200 €/MWh στην κρίση), η δαπάνη για αυτές τις εισαγωγές είναι περίπου 473 εκατ. τον χρόνο.
  • Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου  54.000 €/ώρα (473 εκατ./8.760 ώρες). Σε περιόδους που η τιμή ήταν ακόμη υψηλότερη (π.χ. μέσα στο 2022, όπου σημειώθηκαν ακραίες τιμές στη χονδρεμπορική αγορά), ο αντίστοιχος ρυθμός καύσης χρήματος πλησίασε ή και ξεπέρασε τα  56.000 €/ώρα.

Με άλλα λόγια, κάθε ώρα που περνά η Ελλάδα πληρώνει δεκάδες χιλιάδες ευρώ – χονδρικά έναν μέσο ετήσιο μισθό κάθε λίγα λεπτά – για να αγοράζει από το εξωτερικό ηλεκτρική ενέργεια, ενώ θα μπορούσε να την έχει παραγάγει φθηνότερα εγχωρίως αν διέθετε σε λειτουργία τις δικές της λιγνιτικές μονάδες. Πρόκειται για μια έμμεση ‘αιμορραγία’ πόρων προς το εξωτερικό, η οποία μάλιστα έχει ως αφετηρία ένα εγχώριο προϊόν (λιγνίτη) που πωλείται φθηνά εκτός συνόρων.

Βεβαίως, σε αυτόν τον υπολογισμό δεν προσμετρώνται τα κόστη CO₂ που θα επιβάρυναν τη χώρα αν έκαιγε η ίδια τον λιγνίτη ούτε το γεγονός ότι η Ελλάδα λαμβάνει ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για την πράσινη μετάβαση. Ωστόσο, η εικόνα του παραλόγου παραμένει: ελληνικός λιγνίτης, που επί δεκαετίες ήταν «το πετρέλαιο της Ελλάδας» και εξασφάλιζε φθηνό ρεύμα στους πολίτες, τώρα καίγεται στα Σκόπια για να εισπράξει η γειτονική χώρα τα οφέλη, ενώ ο Έλληνας πολίτης πληρώνει πανάκριβα το ρεύμα αυτό στην τελική του μορφή.

Οικονομικές και γεωπολιτικές πτυχές της ενεργειακής εξάρτησης

Η οικονομική διάσταση του ζητήματος είναι εμφανής στους λογαριασμούς ρεύματος. Κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, η τιμή χονδρικής στην Ελλάδα εκτοξεύτηκε – π.χ. τον Νοέμβριο 2024 έφτασε στα 202,22 €/MWh, σημειώνοντας άλμα 72% μέσα σε δύο ημέρες . Αυτές οι αυξήσεις μετακυλίστηκαν στους καταναλωτές, απαιτώντας κρατικές επιδοτήσεις ύψους δισεκατομμυρίων για τη συγκράτηση των λογαριασμών. Πολλοί αναλυτές και αντιπολιτευόμενοι επέρριψαν ευθύνες στην πρόωρη εγκατάλειψη του λιγνίτη, υποστηρίζοντας ότι στέρησε τη χώρα από μια φθηνότερη εγχώρια πηγή σε μια περίοδο που το εισαγόμενο φυσικό αέριο έγινε πανάκριβο. Ενδεικτικά, ενώ η Γερμανία επωφελήθηκε από λιγνίτη κόστους ~3 €/MWh (λόγω φθηνής εγχώριας πρώτης ύλης) για να συγκρατήσει τις τιμές της , η Ελλάδα έβλεπε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας να αυξάνεται και τα χρήματα να ρέουν εκτός συνόρων.

Παράλληλα, αναδύεται και μια γεωπολιτική διάσταση. Η ενεργειακή αυτάρκεια αποτελεί στοιχείο εθνικής ασφάλειας. Με την απώλεια του λιγνίτη, η Ελλάδα βρέθηκε πιο εξαρτημένη όχι μόνο από το διεθνές εμπόριο καυσίμων (φυσικό αέριο, LNG κ.λπ.), αλλά και από τα γειτονικά διασυνδεδεμένα ηλεκτρικά grid. Η Βόρεια Μακεδονία, μια χώρα μικρότερη και παραδοσιακά ενεργειακά εξαρτώμενη, απέκτησε έναν ασυνήθιστο ρόλο: έγινε προμηθευτής ρεύματος για την Ελλάδα. Αυτό αλλάζει την οικονομική σχέση των δύο χωρών – πλέον η Ελλάδα συμβάλλει σημαντικά στα έσοδα του ενεργειακού τομέα της Β. Μακεδονίας – και της δίνει έναν μοχλό πίεσης σε περιόδους κρίσης: μια ενδεχόμενη διακοπή εξαγωγών ρεύματος από τα Σκόπια θα δημιουργούσε πρόβλημα στην Ελλάδα, ιδίως αν συμπέσει με υψηλή ζήτηση ή χαμηλή εγχώρια παραγωγή από ΑΠΕ.

Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι η διασυνοριακή εμπορία ηλεκτρισμού δεν είναι κάτι το μεμπτό – αντίθετα, η ενοποιημένη ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας ενθαρρύνει τις ροές από εκεί που υπάρχει πλεόνασμα προς εκεί που υπάρχει έλλειμμα, βελτιστοποιώντας το σύστημα. Η Ελλάδα, εδώ και χρόνια, τόσο εισάγει όσο και εξάγει ρεύμα, ανάλογα με τις συνθήκες. Μάλιστα, υπήρχαν περίοδοι (π.χ. Δεκέμβριος 2019) που η Ελλάδα ήταν καθαρός εξαγωγέας ηλεκτρικής ενέργειας προς όλους τους γείτονές της, συμπεριλαμβανομένης της Β. Μακεδονίας, λόγω υψηλής παραγωγής (π.χ. φθηνού αερίου τότε ή ΑΠΕ) . Στο μέλλον, με την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ, η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι η Ελλάδα θα μετατραπεί σε καθαρό εξαγωγέα ηλεκτρισμού σε ετήσια βάση. Ήδη το 2024 υπήρξαν μήνες όπου η χώρα κατέγραψε καθαρή εξαγωγή. Η σχέση λοιπόν μπορεί να μην είναι μονόδρομη.

Ωστόσο, στην παρούσα φάση, η εικόνα ενεργειακής εξάρτησης είναι ξεκάθαρη και εγείρει ζητήματα στρατηγικής. Ειδικά από τη στιγμή που το καύσιμο (λιγνίτης) είναι ελληνικό, αρκετοί κάνουν λόγο για «ενεργειακό έγκλημα» ή «παράλογη ενέργεια» της κυβέρνησης, θεωρώντας ότι βιάστηκε να κλείσει τα εργοστάσια χωρίς να έχει εξασφαλίσει εναλλακτικές φθηνές πηγές. Άλλοι, βέβαια, επισημαίνουν ότι η Ελλάδα επωφελείται από το ευρωπαϊκό πλαίσιο: λαμβάνει χρηματοδοτήσεις για την πράσινη μετάβαση, αποφεύγει πρόστιμα ρύπων και βελτιώνει τους περιβαλλοντικούς δείκτες της – ενώ οι γείτονες που καίνε τον δικό μας λιγνίτη επιβαρύνονται με τις εκπομπές και ίσως στο μέλλον πιεστούν κι εκείνοι να τις μειώσουν.

Περιβαλλοντικές επιπτώσεις και αντιφάσεις

Στο περιβαλλοντικό πεδίο, η Ελλάδα εμφανίζει μια ανάμεικτη εικόνα προόδου και αντιφάσεων. Από τη μία, η δραστική μείωση της καύσης λιγνίτη έφερε άμεσα αποτελέσματα στον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι συνολικές εκπομπές CO₂ της χώρας μειώθηκαν σημαντικά μετά το 2019, ιδίως στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, συμβάλλοντας στους κλιματικούς στόχους. Η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές (αιολικά, φωτοβολταϊκά) επίσης μείωσε τους ατμοσφαιρικούς ρύπους και τη ρύπανση που ταλάνιζε για δεκαετίες τις λιγνιτικές περιοχές (σωματίδια, τέφρα, ρύπανση εδαφών). Οι κάτοικοι σε περιοχές όπως η Πτολεμαΐδα και η Μεγαλόπολη μπορούν πλέον να αναπνέουν κάπως καθαρότερο αέρα, και το τοπίο αρχίζει να αλλάζει – στα ορυχεία της ΔΕΗ εμφανίζονται φωτοβολταϊκά πάρκα εκεί που κάποτε ήταν κρατήρες εξόρυξης .

Από την άλλη πλευρά, τίθεται το ερώτημα: Μήπως απλώς «εξάγουμε» το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα; Ο ελληνικός λιγνίτης καίγεται ούτως ή άλλως, απλώς λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, εκπέμποντας CO₂ και ρύπους στην ατμόσφαιρα της Βαλκανικής. Η κλιματική αλλαγή δεν γνωρίζει σύνορα – το CO₂ από τα Σκόπια επηρεάζει εξίσου την ατμόσφαιρα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, επομένως, το όφελος του πλανήτη από την ελληνική απολιγνιτοποίηση ακυρώνεται εν μέρει όσο ο λιγνίτης μας απλώς καίγεται αλλού. Η Ελλάδα μπορεί να παρουσιάζει μειωμένες εγχώριες εκπομπές (κάτι που μετρά για τις ευρωπαϊκές της δεσμεύσεις), αλλά συνολικά η περιβαλλοντική ουσία είναι πιο σύνθετη.

Επιπλέον, υπάρχει το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της στήριξης στις μεταλιγνιτικές περιοχές. Η απότομη απολιγνιτοποίηση προκάλεσε ανησυχίες για απώλεια θέσεων εργασίας και οικονομική ερήμωση στη Δυτική Μακεδονία. Το κράτος υποσχέθηκε σχέδια μετάβασης και νέα επενδυτικά έργα (φωτοβολταϊκά, αποθήκευση ενέργειας, βιομηχανία) για να απορροφηθούν οι εργαζόμενοι που έμειναν χωρίς αντικείμενο. Ωστόσο, η επιτυχία αυτών των σχεδίων μένει να αποδειχθεί στην πράξη – και εν τω μεταξύ, βλέπουμε το οξύμωρο φαινόμενο Έλληνες λιγνιτωρύχοι να εξορύσσουν λιγνίτη που δεν καίγεται ποτέ σε ελληνικό σταθμό, αλλά ταξιδεύει σε ξένη χώρα. Σε περιοχές όπως η Αχλάδα, κάτοικοι διαμαρτύρονται ότι υφίστανται ακόμα τη ρύπανση από την εξορυκτική δραστηριότητα, χωρίς όμως το αντίστοιχο όφελος του φθηνού ρεύματος – αντίθετα, αυτό το όφελος το λαμβάνουν οι γείτονες .

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε