Όταν οι πρώτοι πιστοί του Βούδα Σακυαμούνι θέλησαν να απεικονίσουν τον “Φωτισμένο”, στράφηκαν στην ελληνική τέχνη που είχε έρθει στη βορειοδυτική Ινδία με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στην περιοχή της Γκαντάρα, όπου ο βουδιστικός πολιτισμός ανθούσε, η τέχνη υιοθέτησε τη φυσικότητα της ελληνικής γλυπτικής, εμποτίζοντας τη με ένα θεϊκό πάθος άγνωστο στην Ελλάδα.
Σε ένα εξαιρετικό δείγμα της γλυπτικής εκείνης της περιόδου, το οποίο φυλάσσεται στο Εθνικό Μουσείο του Τόκυο, ο Βούδας στέκεται πάνω σε μια βάση από λουλούδια, ενώ πίσω από το κεφάλι του βρίσκεται ένα μεγάλο φωτοστέφανο. Το ύφασμα του ιματίου του πέφτει σε απαλές πτυχώσεις, ανάλογες με αυτές που συναντάμε στην αρχαιοελληνική γλυπτική, κρύβοντας το περίγραμμα του σώματός του, το οποίο αχνοφαίνεται μόνο στα σημεία των ώμων, της κοιλιάς και ενός γόνατου, που ο Βούδας έχει λυγισμένο.
Οι εξαιρετικές τεχνικές λεπτομέρειες του αγάλματος ίσως δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για μίμηση της αρχαιοελληνικής τέχνης. Ωστόσο, απουσιάζουν οι ανατομικές λεπτομέρειες και οι αναλογίες που χαρακτήριζαν τα αγάλματα των αρχαίων Ελλήνων θεών ή νέων. Κι αυτό γιατί για τους καλλιτέχνες της Γκαντάρα, το σώμα χρησίμευε μόνο ως συμπλήρωμα στο πρόσωπο του Βούδα, το οποίο εξέφραζε το υπερβατικό εσωτερικό πνεύμα του. Τα χαρακτηριστικά του είναι εξιδανικευμένα, τα μάτια του κοιτάζουν χαμηλά. Αν και άδειος από ανθρώπινα συναισθήματα, αποπνέει μια καθησυχαστική αίσθηση γαλήνης, συμπόνιας και ορθότητας, την οποία έχουν μόνο τα φωτισμένα όντα, που είναι απαλλαγμένα από τις ανησυχίες αυτού του κόσμου.
Η ελληνική τέχνη στην ανατολή
Όταν η γλυπτική έφτασε στην ωριμότητά της στην αρχαία Ελλάδα (480-323 π.Χ.), οι καλλιτέχνες είχαν ξεκάθαρα πρότυπα της ιδανικής ομορφιάς. Ξεκινώντας από τις αυστηρές μορφές των Αιγύπτιων θεών και Φαραώ, οι Έλληνες γλύπτες εξέλιξαν την τέχνη τους εισάγοντας νατουραλιστικά στοιχεία, όπως ανατομικές λεπτομέρειες και ποικιλομορφία στάσεων.
Ο Πολύκλειτος, γλύπτης του 5ου αιώνα π.Χ., καθιέρωσε τον διάσημο Κανόνα του για τις μαθηματικά εξιδανικευμένες αναλογίες και ισορροπία. Εφάρμοσε σχολαστικά τη θεωρία του στο άγαλμά του “Δορυφόρος”, που αναπαριστά έναν νέο άντρα. Κάθε μυς του σώματός του αποτυπώνεται με ακρίβεια, αλλά χωρίς υπερβολή. Η στάση του είναι φυσική και χαλαρή. Στηρίζει το βάρος του στο ένα πόδι, λυγίζοντας ελαφρά το άλλο, κάτι που προκαλεί και μια ελαφρά κλίση στους γοφούς και τον κορμό. Πρόκειται για μια κλασική πλέον στάση “κοντραπόστο”. Τα μάτια του κοιτάζουν μακριά, αδιάφορα για τα ταπεινά ανθρώπινα πάθη.
Με την έλευση των ελληνιστικών χρόνων (323-31 π.Χ.) και τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και γλώσσας σε ολόκληρη την επικράτεια που είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος, τα κλασικά ιδανικά υποχώρησαν παραχωρώντας τη θέση τους σε περισσότερη δράση και συναίσθημα. Σε μια σαρκοφάγο, που βρέθηκε στον σημερινό Λίβανο, αναπαρίσταται ο ίδιος ο Αλέξανδρος πάνω σε ένα άλογο, που ανασηκώνεται στα πισινά του πόδια, την ώρα της μάχης. Το ένα του χέρι είναι υψωμένο, έτοιμο να χτυπήσει έναν Πέρση στρατιώτη, του οποίου το εξαντλημένο άτι έχει ήδη πέσει. Το πάθος της μάχης σε όλη τη σκηνή διαφαίνεται όχι μόνο μέσω των εκφράσεων των προσώπων, αλλά και από τις συστραμμένες στάσεις των σωμάτων των στρατιωτών.
Αποτέλεσμα των εκστρατειών του Αλεξάνδρου στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία ήταν η ευρεία διάδοση και της ελληνικής τέχνης, που έφτασε μέχρι τη βόρεια Ινδία. Όμως, η αχανής αυτοκρατορία κατέρρευσε αμέσως μετά τον πρόωρο θάνατο του Αλεξάνδρου και μοιράστηκε στους στρατηγούς του ως ανεξάρτητα βασίλεια, διατήρησαν την ελληνική επιρροή στη γλώσσα, τη γραφή και την τέχνη. Έτσι, όταν οι Βουδιστές της Γκαντάρα θέλησαν να δημιουργήσουν αγάλματα του πνευματικού ηγέτη τους, στράφηκαν αυτόματα στην ελληνιστική γλυπτική.
Ο Βουδισμός της Γκαντάρα
Καθώς οι καλλιτέχνες της Γκαντάρα ήθελαν να εκφράσουν κυρίως την πνευματικότητα του Βούδα, έπρεπε να προσαρμόσουν τα ελληνιστικά πρότυπα. Διατηρώντας τις τεχνικές για τις λεπτομέρειες των υφασμάτων, των μαλλιών και της φιγούρας, εγκατέλειψαν τα ακραία συναισθήματα και το πάθος. Πέτυχαν με αυτό τον τρόπο να εμποτίσουν τη μορφή του Σακιαμούνι με την υπερβατική του γαλήνη και ορθότητα.
Αυτό το εσωτερικό πνεύμα μπορεί να κατανοηθεί μόνο υπό το φως της διδασκαλίας του Βούδα. Γεννημένος πρίγκιπας σε κάποιο βασίλειο της βόρειας Ινδία (σημερινό Νεπάλ), ανάμεσα στα μέσα του 6ου και τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., ο Σακιαμούνι συγκινήθηκε από τα δεινά των ανθρώπων, τις αρρώστιες, το γήρας και τον θάνατο και αποφάσισε να εγκαταλείψει όλα τα επίγεια αγαθά του, για να ψάξει για μια κατάσταση πέρα από τους ατέρμονες κύκλους της μετενσάρκωσης.
Ακλόνητος μπροστά στις δοκιμασίες και τις προκλήσεις, πέτυχε τη Φώτιση μέσω διαλογισμού και συνειδητοποίησε ότι τα βάσανα των ανθρώπων οφείλονται στις παλιότερες κακές πράξεις τους. Ξεκίνησε, λοιπόν, τη διδασκαλία ενός δρόμου, ώστε να μπορέσουν οι άνθρωποι να υπερβούν τους κύκλους των μετενσαρκώσεων εξαλείφοντας τις επιθυμίες τους και κάθε τι κακό από μέσα τους και καλλιεργώντας ορθή συμπεριφορά και σκέψεις.
Ο Σακιαμούνι απέκτησε πολλούς οπαδούς και έγινε γνωστός ως Βούδας (“Φωτισμένος”, στα σανσκριτικά). Η μέθοδος πνευματικής καλλιέργειας που δίδαξε ονομάστηκε “Βουδισμός” και διαδόθηκε στον “Δρόμο του Μεταξιού”, φτάνοντας μέχρι το Ιράν στη Δύση και την Ιαπωνία στην Ανατολή. Όντας στη μέση αυτού του αχανούς δικτύου πολιτισμών και εμπορίου, η Γκαντάρα ήκμασε υπό την προστασία ισχυρών Βουδιστών αυτοκρατόρων και αναδείχθηκε σε μεγάλο θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο για περίπου 6 αιώνες.
Σήμερα, το πλήθος των αγαλμάτων του Βούδα και των Μποντισάτβων που φιλοτεχνήθηκαν κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, μας θυμίζουν την πολιτιστική και καλλιτεχνική συνάντηση του ελληνιστικού και του βουδιστικού πνεύματος, που εμφύσησε τη θεϊκή συμπόνια στο φυσικό κάλλος.
Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή, η αναπαραγωγή, η προσαρμογή, η λήψη, η διανομή, η χρήση ή η εκμετάλλευση με οποιονδήποτε τρόπο, εν όλω ή εν μέρει, της παρούσας ιστοσελίδας ή οποιουδήποτε υλικού που εμφανίζεται σε αυτήν (συμπεριλαμβανομένου του σχεδιασμού οποιωνδήποτε αντικειμένων) χωρίς τη ρητή έγγραφη άδεια της Epoch Times.
Μετάφραση: Αλία Ζάε