Δευτέρα, 06 Μαΐ, 2024
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο αλβανικό μέτωπο. (φωτ. περί ου)

«Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος

Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός

Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας

Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

 

Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου

Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό

Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε

Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού

Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα

Πρωί, στα πόδια του βουνού

Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

 

Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα

Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·

Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν

Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·

Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά

Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

 

Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό

Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

 

Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

 

Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

 

O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές

Φυσάει μακριά τη σκόνη του

Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους

H γη κρύβει τις πέτρες της

O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας

Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα

Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας

Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας

Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο

Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες

Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:

Φωτιά ή μαχαίρι!

 

Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν

Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός

Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

 

Γ´

Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή

Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης

O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

 

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα

Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ

Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

 

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος

Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο

Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

 

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!

Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!

Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά…

 

Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες

Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά

Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

 

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά

Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―

Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!

 

Δ´

Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη

M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά

M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί

Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά

Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά

Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε

Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα

Kι η απορία μαρμάρωσε…

 

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.

Αιώνες μαύροι γύρω του

Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή

Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες

Aκούν με προσοχή·

Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε

Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή

Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

 

Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα

Xωρίς άλλα κεριά

Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·

Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα

Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο

Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―

Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας

Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο

Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-

Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς

Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου

Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια

Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη

Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!

 

Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;

Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;

Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;

Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών

Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

 

Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο

Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα

Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι

Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―

Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;

Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!

Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;

Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!

Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;

Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!

Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός

Πιάνουν το χέρι και παγώνει

Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα

Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει

Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος

Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί

Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!

 

ΣT´

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε

Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί

Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·

Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε

Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·

Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά

Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…

Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι

Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν

Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί

Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες

Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα

Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια

Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά

Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

 

Ήταν γερό παιδί·

Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα

Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων

Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του

Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,

Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες

Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του

H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε

Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο

Nα βάφει τα λουλούδια

Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει

Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…

Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του

Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος

Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…

 

Ήταν γενναίο παιδί.

Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του

Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά

Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι

(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό

Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)

Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά

Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του

―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―

Με το αίμα πάνω από τα φρύδια

Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν

Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής

Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο

Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας

Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας

Δεν έκλαψαν

Γιατί να κλάψουν

Ήταν γενναίο παιδί!

 

Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος

Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά

Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας

Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει…

Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε

Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού

Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια

Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού

Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες

Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους

Kαι σταματήσουν

Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί…

 

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος

Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά

Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται

Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;

Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―

Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―

Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!

Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός

Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν

Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι

Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά

Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

 

Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο

Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη

Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·

Ή τότε πάλι με χώμα και νερό

Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!

Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο

Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα

Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά

Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!

 

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα

Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού

Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι

Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς

Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς

Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε

Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε

Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα

Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι

Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες

Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα

Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!

 

Θ´

Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει

Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!

Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει

Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!

Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν

Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!

Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν

Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο

Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

 

Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα

Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά

Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους

Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο

Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο

Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!

Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι

Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα

Kαι ποιος θα κοιμηθεί

Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου

Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια

Aίμα και λαλιά

Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια

Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―

Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

 

 

Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι

Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»

Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε

Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο

Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός

Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη

Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε

Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

 

Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα

Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς

Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·

Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες

Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·

Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του

Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του

Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του

Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει

Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας

Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,

Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ

Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση

Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

 

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!

 

IA´

Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει

Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας

Γιατί τους είχε πάρει

Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο

Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο

Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια

Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια

Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι

Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα

Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά

Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

 

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο

Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά

M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο

Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο

Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα

Mε πικραμένα μάτια·

Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί

Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή

Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της

Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό

Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

 

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο

Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού

Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

 

IB´

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει

Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος…

 

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε

Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα

Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα

Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους

Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου

Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!

Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους

Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές

Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

 

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος

Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του

Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός

Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων…

Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα

Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα

Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε

Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος

Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

 

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!

 

IΓ´

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―

 

Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή

Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·

Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια

Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·

Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη

Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας

Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

 

Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει

Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής

Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας

Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια

Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική

Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους

Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά

Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

 

Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι

Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του

Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή

Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

 

IΔ´

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα

Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:

Ελευθερία

Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:

EΛEYΘEPIA

Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

 

Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά

Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες

Tα πιο αθώα κορίτσια

Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών

Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη

Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη…

 

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

 

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει

Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·

Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά

Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·

Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·

Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του

Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του

«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»

«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»

Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

 

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!*

* * * * *

Στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός πρεσβευτής Εμανουέλε Γκράτσι θα επισκεφθεί τον Έλληνα πρωθυπουργό και ξυπνώντας τον θα του επιδώσει τελεσίγραφο σύμφωνα με το οποίο η Ιταλία, προκειμένου να αισθανθεί ασφαλής, απαιτούσε να καταλάβει βάσεις και άλλα σημεία του ελληνικού εδάφους – όσα θα έκρινε ότι θα χρειαζόταν ως το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης. Ο Ιωάννης Μεταξάς θα απορρίψει αμέσως το τελεσίγραφο, λέγοντας: «Alors, c’est la guerre. Λοιπόν, έχουμε πόλεμο».

Η Ελλάδα είναι πλέον σε πόλεμο με την Ιταλία, έναν πόλεμο στον οποίο θα πάρει μέρος με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού ο Οδυσσέας Ελύτης, κινδυνεύοντας να πεθάνει από βαρύ τύφο. «Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήταν μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με το ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχαν αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου». Έτσι θα περιγράψει ο Ελύτης, μια εικοσαετία και πλέον αργότερα, σε συνέντευξή του στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», το 1962, την οδυνηρή περιπέτεια του πολέμου, αλλά και τη νικηφόρα προσπάθειά του να κρατηθεί στη ζωή.

Ο Ελύτης πήρε εξιτήριο τον Απρίλιο του 1941, έκλεινε τότε τα τριάντα του χρόνια, αλλά η φωτιά του αλβανικού μετώπου δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη του. Το 1945 θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Τετράδιο» την ποιητική σύνθεση «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», που αποτελεί, όπως μας προετοιμάζει ο τίτλος, ωδή για τον θρίαμβο της Ελλάδας στη σύγκρουσή της με τον ιταλικό στρατό, αλλά και μία ελεγεία για το άλγος των πεσόντων και τη χαμένη νιότη.

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,…

Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,

Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε

Μα όλος ο κόπος τ’ ουρανού,

Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα

Πρωί στα πόδια του βουνού,

Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,…

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό

Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου,

Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

 

Η ευδία, η ευεργεσία της φύσης και η χαρά της γης και του ουρανού θα δώσουν τη θέση τους στο απειλητικό τοπίο του χειμώνα, στην επερχόμενη φωτιά των όπλων και στον θάνατο, ο οποίος είναι καθ’ οδόν και θα προκαλέσει σύντομα την απόλυτη συντριβή. Προηγείται, καθώς προχωρούμε στο ποίημα, η ανδρεία του ελληνικού στρατού. Άκαμπτοι, παγωμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές με επικεφαλής τον νεαρό ανθυπολοχαγό, που θα πέσει εντέλει νεκρός, χωρίς ψυχή, με το βλέμμα του να κοιτάζει το πουθενά και την τελευταία να έχει αναχωρήσει για τα πέρατα του κόσμου. Κι αν η δύναμη και το θάρρος της ζωής πρόλαβαν να κρατήσουν μια ύστατη ικμάδα και να δώσουν λίγο ακόμα φως, ο θάνατος θα βάλει τέρμα στην κυριαρχία του ήλιου και στο νεανικό σφρίγος, διώχνοντας την ομορφιά και καλωσορίζοντας το σκοτάδι. Κι όλοι, φύση της Γης, ουράνια σώματα, σκιές του δάσους και άνθρωποι, θα κλάψουν όχι μόνο για τον ανθυπολοχαγό μα και για όσους χάθηκαν μαζί του, ταξιδεύοντας στο άπειρο, κόντρα στο θάμβος, την ένταση, την ψυχική παληκαριά και τα κάποτε αστείρευτα αποθέματα των χαμένων.

Όμως, όσο κι αν πονάει, όσο κι αν ρημάζει ο θάνατος, τίποτε και κανένας δεν έχει τελειώσει, τίποτε και κανένας δεν νοείται να περάσει στη λήθη και στον αφανισμό. Ο νεκρός ανθυπολοχαγός και οι σαρωμένοι συστρατιώτες του δεν προορίζονται για να κηδευτούν, αλλά για θρέψουν με τη μνήμη του αγώνα τους όλους τους καινούργιους κορμούς που θα βλαστήσουν, τώρα κιόλας, τριγύρω τους, κατεβάζοντας στο σκληρό έδαφος την ουράνια σφαίρα, φέρνοντας το όνειρο στον καθημερινό βίο και τραγουδώντας το πώς σε λίγο τα πάντα θα ξεκινήσουν από την αρχή. Γιατί τα πάντα έγιναν για την ελευθερία και τα πάντα αυτή δοξάζουν:

 

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:

Ελευθερία.

Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

[…]

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!

 

Με το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», ο Ελύτης θα απομακρυνθεί από τον υπερρεαλισμό και από τη φυσική μαγεία των νεανικών του χρόνων για να αναμείξει εφεξής στην ποίησή του τον σκληρό ρεαλισμό της Ιστορίας με την εκ παραλλήλου προσήλωση στο ονειρικό, το μυστηριακό και το υπερβατικό του ελληνικού κοσμοειδώλου. Η ποιητική του γλώσσα θα αποκαλύψει περαιτέρω το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων, το ξαφνικό αγκάλιασμα της έλλογης συνείδησης με το βάθος υποβολής των φθόγγων – από εδώ, άλλωστε, αντλεί η γλώσσα το ήθος και την ηθική της, από εδώ ανασύρει και τη μεγάλη χρονική της διάρκεια. Γιατί η γλώσσα είναι μεταξύ άλλων, ή και πρωτίστως, ποίηση και επειδή η ελληνική ποίηση, από τη Σαπφώ και τον Όμηρο μέχρι και τις ημέρες μας, έχει καταφέρει να διατηρήσει στο ακέραιο, αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, τόσο το μέταλλο όσο και το μέγεθος της φωνής της.

Β. Χατζηβασιλείου

* Το ποίημα (από το Ποίηση, Ίκαρος 2002) και η φωτογραφία προέρχονται από την ιστοσελίδα «Περί ου»

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε