Η κυβέρνηση του Ισραήλ ανακοίνωσε την απομάκρυνση του επικεφαλής της υπηρεσίας εσωτερικής ασφάλειας και αντικατασκοπείας (Σιν Μπετ στα εβραϊκά). Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση, η απόφαση ελήφθη ομόφωνα από το υπουργικό συμβούλιο, έπειτα από πρόταση του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Ο Ρόνεν Μπαρ, ο οποίος κατείχε τη θέση από τον Οκτώβριο του 2021 με πενταετή θητεία, αναμένεται να εγκαταλείψει το αξίωμά του μόλις οριστεί αντικαταστάτης του ή το αργότερο μέχρι τις 10 Απριλίου. Σε επιστολή του προς την κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ του ίδιου και του διευθυντή της Σιν Μπετ επηρέασε τη λειτουργικότητα της υπηρεσίας.
Την Παρασκευή, το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ ενέκρινε την πρόταση του πρωθυπουργού Νετανιάχου για την απομάκρυνση του επικεφαλής της Σιν Μπετ, εν μέσω διαδηλώσεων κατά της απόφασης. Ο Μπαρ δεν παρευρέθηκε στη συνεδρίαση όπου ελήφθη η απόφαση για την απομάκρυνσή του, αλλά απέστειλε επιστολή στο υπουργικό συμβούλιο, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία απομάκρυνσής του «δεν συμμορφώνεται με τις νομικές διατάξεις» και ότι περιείχε «αβάσιμους ισχυρισμούς» που σκοπό είχαν να αποκρύψουν τα πραγματικά κίνητρα της απόφασης.
Η απόφαση αυτή ήρθε σε μια περίοδο έντονων εξελίξεων, καθώς συνεχίζεται η έρευνα για τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου 2023 και τις επιχειρησιακές δυνατότητες των ισραηλινών αρχών. Η εσωτερική έρευνα της Σιν Μπετ, που δημοσιοποιήθηκε στις 4 Μαρτίου, ανέδειξε ελλείψεις στη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών σχετικά με την επίθεση της Χαμάς.
Ο Ρόνεν Μπαρ, σε επιστολή του προς την κυβέρνηση, ανέφερε ότι θα υπερασπιστεί τον εαυτό του στα αρμόδια κρατικά όργανα και εξέφρασε την άποψη ότι η απομάκρυνσή του συνδέεται με παράγοντες που δεν σχετίζονται αποκλειστικά με την επιχειρησιακή απόδοση της υπηρεσίας. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η αποπομπή του σχετίζεται και με την έρευνα που διεξάγει η Σιν Μπετ για φερόμενες χρηματικές συναλλαγές με το Κατάρ, υπόθεση που αποκαλείται «Κατάργκεϊτ».
Η ανακοίνωση της απομάκρυνσης προκάλεσε αντιδράσεις από την αντιπολίτευση, η οποία κατέθεσε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση εγείρει ζητήματα σύγκρουσης συμφερόντων. Συγκεκριμένα, το κόμμα Γες Ατίντ, σε συνεργασία με άλλα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης, καθώς και μια μη κυβερνητική οργάνωση, κατήγγειλαν ότι η απόφαση ενδέχεται να έχει πολιτικά κίνητρα.
Την ίδια στιγμή, η πολιτική κατάσταση στο Ισραήλ παραμένει τεταμένη, με χιλιάδες διαδηλωτές να συγκεντρώνονται μπροστά από την κατοικία του πρωθυπουργού στην Ιερουσαλήμ, εκφράζοντας ανησυχία για τη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, την Πέμπτη η αστυνομία έκανε χρήση υδροβόλων κανονιών και προχώρησε σε συλλήψεις κατά τη διάρκεια επεισοδίων στις διαδηλώσεις στο Τελ Αβίβ και κοντά στην κατοικία του πρωθυπουργού στην Ιερουσαλήμ.
Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, το Ισραήλ επανέλαβε τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις στη Λωρίδα της Γάζας, δύο μήνες μετά την επίτευξη εκεχειρίας με τη Χαμάς στις 19 Ιανουαρίου. Ο πρωθυπουργός Νετανιάχου δήλωσε ότι έδωσε εντολή στις Ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις να προχωρήσουν σε «ισχυρή δράση» εναντίον στόχων της Χαμάς, με στόχο την απελευθέρωση των ομήρων που κρατούνται ακόμη στη Γάζα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η Χαμάς εξακολουθεί να κρατά 25 ομήρους και τα λείψανα 30 άλλων. Από τον Μάρτιο, το Ισραήλ έχει επίσης διακόψει την είσοδο αγαθών και προμηθειών στη Λωρίδα της Γάζας.
Η κυβέρνηση του Ισραήλ υπερασπίζεται την απόφασή της, επισημαίνοντας ότι λήφθηκε με γνώμονα την εύρυθμη λειτουργία της Σιν Μπετ και τη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας. Παράλληλα, ο πρόεδρος του Ισραήλ, Ισαάκ Χέρτσογκ, εξέφρασε ανησυχία για την πολιτική κρίση, σημειώνοντας ότι η κατάσταση θα μπορούσε να επηρεάσει την εθνική συνοχή της χώρας.