Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) πραγματοποίησε, εν μέσω υποτονικής οικονομίας και παρατεταμένης ανεργίας, μια σπάνια κεντρική διάσκεψη για την αστική πολιτική —την πρώτη εδώ και δέκα χρόνια.
Παρατηρητές θεωρούν ότι ο στόχος της λεγόμενης «αστικής ανανέωσης» είναι η διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας στα κινεζικά αστικά κέντρα και η τόνωση του κλάδου ακινήτων μέσω υποχρεωτικών μέτρων. Ωστόσο, διατηρούν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την αποτελεσματικότητά τους.
Η Κεντρική Διάσκεψη για την Αστική Πολιτική πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο στις 14 και 15 Ιουλίου, με τη συμμετοχή του προέδρου Σι Τζινπίνγκ και των μελών της Μόνιμης Επιτροπής του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΚ.
Σύμφωνα με την επίσημη ατζέντα, τέθηκε ως στόχος η δημιουργία σύγχρονων πόλεων που θα είναι «καινοτόμες, βιώσιμες, όμορφες, ανθεκτικές, πολιτιστικά ζωντανές και έξυπνες», με έμφαση στην «αστική ανανέωση» και στην «ανακαίνιση αστικών χωριών και παλαιών κατοικιών». Η διάσκεψη επισήμανε επίσης την ανάγκη ενίσχυσης της δημόσιας ασφάλειας μέσω «ολοκληρωμένων μέτρων».
Από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1949, έχουν πραγματοποιηθεί μόλις τέσσερις παρόμοιες εθνικές διασκέψεις: το 1962, 1963, 1978 και 2015, σύμφωνα με τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Κατά την αντίστοιχη διάσκεψη του 2015, η κυβέρνηση είχε ξεκινήσει ένα πρόγραμμα ανακαίνισης αστικών οικισμών (γνωστών και ως «παραγκουπόλεων»), με στόχο την ανακατασκευή 18 εκατομμυρίων κατοικιών σε αστικά χωριά και 10,6 εκατομμυρίων αγροτικών κατοικιών μεταξύ 2015 και 2017.
Ωστόσο, το πρόγραμμα αντιμετώπισε έντονες αντιδράσεις λόγω των χαμηλών αποζημιώσεων προς τους κατοίκους. Οι εξαναγκαστικές κατεδαφίσεις προκάλεσαν διαμαρτυρίες και βίαιες συγκρούσεις, ενώ πολλά έργα έμειναν ημιτελή λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και αυξανόμενου χρέους των τοπικών κυβερνήσεων.
Σχολιάζοντας το φετινό σχέδιο, ο Τανγκ Τζινγκγιουάν, αναλυτής με έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, υποστήριξε ότι ο πυρήνας του δεν διαφέρει ουσιαστικά από το σχέδιο του 2015, καθώς στοχεύει και πάλι τα αστικά χωριά και παλαιές συνοικίες.
Παρόλο που η προηγούμενη ανακαίνιση συνέβαλε στην αύξηση του κινεζικού ΑΕΠ, ο Τανγκ επεσήμανε ότι το τίμημα ήταν η εκρηκτική αύξηση του τοπικού χρέους, ένα πρόβλημα που παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα.
Ανασυγκρότηση αστικών περιοχών και ο «πληθυσμός χαμηλού εισοδήματος»
Ο κλάδος των ακινήτων, που κάποτε αποτελούσε βασικό πυλώνα της κινεζικής οικονομίας, βρίσκεται σε κρίση τα τελευταία πέντε χρόνια. Μεγάλες εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων έχουν χρεοκοπήσει και οι τοπικές κυβερνήσεις έχουν διογκώσει το χρέος τους σε επίπεδα χωρίς προηγούμενο.
Παρά την ύφεση, η κυβέρνηση εξακολουθεί να προωθεί προγράμματα «ανακαίνισης αστικών χωριών» ως μέσο για την ενίσχυση της αγοράς και της τοπικής οικονομίας. Ωστόσο, λόγω της πτώσης των εσόδων, της αυξανόμενης αντίστασης στις κατεδαφίσεις και της γενικής επιδείνωσης της οικονομίας, πολλά από αυτά τα έργα έχουν παγώσει.
Σύμφωνα με τον Τανγκ, οι αρχές συνεχίζουν να επενδύουν στις ανακαινίσεις με την ελπίδα να τονώσουν την οικονομία και να αποφύγουν την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, η οποία αντιμετωπίζει πτώση τιμών και έλλειψη εμπιστοσύνης. Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι η αναγκαστική ανακαίνιση των φτωχών συνοικιών ισοδυναμεί με αφαίρεση δικαιωμάτων στέγασης από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Οι αποζημιώσεις που παρέχει το κράτος συνήθως δεν επαρκούν για την αγορά άλλης κατοικίας εντός πόλης. Πολλοί από τους κατοίκους των «αστικών χωριών» είναι χαμηλόμισθοι ή μετανάστες εργάτες, οι οποίοι συχνά αναγκάζονται να μετακινηθούν στα προάστια ή εκτός πόλης.
Στην Κίνα, ως «μετανάστες εργάτες» χαρακτηρίζονται οι αγροτικοί κάτοικοι που μετακινούνται στις πόλεις για εργασία, κυρίως στη μεταποίηση και τις κατασκευές. Αν και ζουν για χρόνια στις πόλεις, δεν διαθέτουν αστική εγγραφή κατοικίας, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν περιορισμένη πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες, στέγαση και άλλες υποδομές.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 2024 ο αγροτικός πληθυσμός της Κίνας ανερχόταν σε 477 εκατομμύρια άτομα, εκ των οποίων περίπου 300 εκατομμύρια ήταν μετανάστες εργάτες.
Το 2017, οι αρχές του Πεκίνου είχαν εξαπολύσει εκστρατεία για την απομάκρυνση του λεγόμενου «πληθυσμού χαμηλού εισοδήματος», με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες μετανάστες να εκδιωχθούν εν μέσω χειμώνα, ενώ τα σπίτια τους κατεδαφίστηκαν.
Τον Μάιο του 2020, ο τότε πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ είχε δηλώσει ότι 600 εκατομμύρια Κινέζοι είχαν μηνιαίο εισόδημα μόλις 1.000 γιουάν (περίπου 120 ευρώ), προκαλώντας ευρεία ανησυχία για τη μαζική φτώχεια στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Η οικονομική κατάσταση έχει επιδεινωθεί περαιτέρω από τότε. Εργοστάσια έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους, επιχειρήσεις έχουν χρεοκοπήσει λόγω των εντάσεων στο εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η ανεργία έχει αυξηθεί δραματικά.

Ο ανεξάρτητος σχολιαστής Τσάι Σενκούν παρατήρησε ότι μέσα σε λίγες δεκαετίες οι τιμές των ακινήτων στην Κίνα έχουν αυξηθεί περισσότερο από δέκα φορές, καθιστώντας την αγορά ακινήτων απρόσιτη για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού.
Όπως επισήμανε, οι περισσότεροι από τα 600 εκατομμύρια χαμηλόμισθους πολίτες που ανέφερε ο Λι Κετσιάνγκ δεν έχουν καμία δυνατότητα να αγοράσουν διαμέρισμα στην Κίνα.
Ο Γιε Γιάο-Γιουάν, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σεντ Τόμας, εκτίμησε ότι ένας από τους λόγους που η κινεζική ηγεσία επέλεξε την παρούσα στιγμή για να συγκαλέσει τη διάσκεψη είναι η ανάγκη διατήρησης της πολιτικής σταθερότητας, καθώς όλο και περισσότεροι πολίτες πλήττονται από την οικονομική ύφεση. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αρχές ανησυχούν μήπως η λαϊκή δυσαρέσκεια στραφεί κατά της κεντρικής κυβέρνησης και του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ωστόσο, ως προς την ικανότητα του σχεδίου να αναζωογονήσει τον κλάδο ακινήτων ή να δώσει ώθηση στην οικονομία, ο Γιε εμφανίστηκε απαισιόδοξος, λέγοντας ότι οι ανακοινώσεις δεν έχουν πραγματικό περιεχόμενο και λειτουργούν κυρίως ως μέσο εσωτερικής προπαγάνδας. Κατά την άποψή του, το καθεστώς προσπαθεί να παραπλανήσει το κοινό με «ωραίους επιθετικούς προσδιορισμούς», χωρίς να διαθέτει ουσιαστικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Ανάλογη ήταν και η εκτίμηση του Τανγκ, ο οποίος θεωρεί ότι οι αρχές έχουν εξαντλήσει τις ρεαλιστικές επιλογές για την αντιμετώπιση της κρίσης στον κλάδο ακινήτων και της ευρύτερης οικονομικής δυσπραγίας που αυτή έχει προκαλέσει. Όπως είπε, η νέα φάση ανακαίνισης των αστικών χωριών είναι πολύ πιο δύσκολο να χρηματοδοτηθεί και πιθανότατα θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση του χρέους των τοπικών κυβερνήσεων.
Ο Τσάι κατέληξε ότι η κινεζική ηγεσία αναγκάζεται να συνεχίσει την ανάπτυξη στον κλάδο των ακινήτων, γνωρίζοντας πως αν αυτός καταρρεύσει, τότε θα καταρρεύσει και συνολικά η οικονομία της χώρας. Ωστόσο, όπως επισήμανε, πλέον δεν υπάρχουν μέσα για την ενίσχυση της αγοράς, ούτε μέσω των παραδοσιακών μηχανισμών χρηματοδότησης με βάση τη γη, ενώ τα προηγούμενα σχέδια ανακαίνισης έχουν ήδη αποτύχει.
Με τη συμβολή των Ning Haizhong και Luo Ya