Τετάρτη, 19 Νοέ, 2025
Αντόνιο Κανόβα, «Δικαιοσύνη» (λεπτομέρεια), 1792. Γύψινο ανάγλυφο, 129 x 129 εκ. Ιταλική Πινακοθήκη, Μιλάνο. (Public Domain)

Δικαιοσύνη και δημοκρατία σε δοκιμασία, στην Ελλάδα του 2025

Η πρόσφατη σύγκρουση ανάμεσα σε μια μάχιμη ποινικολόγο και το ανώτερο συνδικαλιστικό όργανο των δικαστών στην Ελλάδα έφερε στο προσκήνιο κρίσιμα ζητήματα για τη λειτουργία της δικαιοσύνης και τα όρια της δημοκρατίας. Η ποινικολόγος Βάσω Πανταζή – συνήγορος υπεράσπισης σε μια πολύκροτη δίκη – βρέθηκε στο στόχαστρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ) λόγω δηλώσεών της για δικαστική απόφαση. Ωστόσο, όπως η ίδια επισημαίνει, είχε την αμέριστη στήριξη του νομικού κόσμου στον αγώνα της απέναντι σε αυτήν την επίθεση. Το περιστατικό αυτό αποτελεί αφετηρία για μια ευρύτερη συζήτηση: πόσο ανεξάρτητη είναι σήμερα η δικαιοσύνη στην Ελλάδα; Τηρούνται τα θεμελιώδη νομικά κεκτημένα, όπως το τεκμήριο της αθωότητας; Και πώς δοκιμάζεται η ποιότητα της δημοκρατίας όταν οι θεσμοί ταλανίζονται από πολιτικές παρεμβάσεις και κοινωνικές αντιφάσεις;

Η Πανταζή και η αντιπαράθεση με την Ένωση Δικαστών

Αφορμή για τη δημόσια αντιπαράθεση ήταν η υπόθεση του Ηλία Κασιδιάρη, πρωτόδικα καταδικασμένου ως ηγετικού στελέχους της Χρυσής Αυγής, τον οποίο υπερασπίζεται η Βάσω Πανταζή. Σε ραδιοφωνική συνέντευξή της, η δικηγόρος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει ως «δικαστικό πραξικόπημα» την απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας που απέρριψε – για πέμπτη φορά – το αίτημα αποφυλάκισης του πελάτη της, καταγγέλλοντας μάλιστα ότι οι δικαστές «δέχθηκαν πολιτική παρέμβαση» στην υπόθεση. Επιπλέον, απέδωσε στον πρόεδρο του δικαστικού συμβουλίου ιδεολογικές προκαταλήψεις, αποκαλώντας τον ειρωνικά «δικαιωματιστή».

Η αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων υπήρξε πρωτοφανώς σκληρή. Με επίσημη ανακοίνωση, η Ένωση κατηγόρησε την Πανταζή για «αντιδικαστικό κρεσέντο» και απόπειρα άσκησης «αθέμιτων πιέσεων» προς τη Δικαιοσύνη. Χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς της ως «παιδαριώδεις νομικά» και «ασύστολα ψεύδη», προαναγγέλλοντας μάλιστα ότι θα ζητήσει από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών την παραδειγματική τιμωρία της δικηγόρου. Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου κίνηση: πότε είδαμε θεσμικό όργανο δικαστικών λειτουργών να απαιτεί πειθαρχική δίωξη δικηγόρου απλώς επειδή εξέφρασε κριτική άποψη; Το γεγονός ότι η ΕνΔΕ κάλεσε ακόμα και πολιτικά κόμματα και δικηγορικούς συλλόγους να πάρουν θέση ενάντια σε τέτοια «εκφυλιστικά φαινόμενα», ανέβασε τους τόνους και έθεσε ζήτημα θεσμικής δεοντολογίας.

Απέναντι σε αυτήν την επίθεση, η Βάσω Πανταζή δεν έμεινε μόνη. Αντιθέτως, δηλώνει ότι θεωρεί «τιμή της» το ότι σύσσωμος ο δικηγορικός και νομικός κόσμος της χώρας στάθηκε στο πλευρό της στην αντιπαράθεση αυτή. Πράγματι, η αντίδραση του νομικού κόσμου υπήρξε άμεση: ο πρόεδρος του ΔΣΑ, Δημήτρης Βερβεσός, προχώρησε σε μια ηχηρή παρέμβαση υπερασπιζόμενος το δικαίωμα κριτικής. «Οι δικαστικές αποφάσεις δεν βρίσκονται στο απυρόβλητο», τόνισε, υπογραμμίζοντας πως η κριτική των δικαστικών ενεργειών με νομικά επιχειρήματα είναι δικαίωμα κάθε πολίτη – και πολύ περισσότερο των δικηγόρων. Η ελεύθερη έκφραση νομικών απόψεων και η κριτική στη νομολογία ανήκουν στον πυρήνα της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας του λόγου και πρέπει να γίνονται σεβαστές από όλους. Ο πρόεδρος του ΔΣΑ σημείωσε με νόημα ότι η ΕνΔΕ δείχνει υπερβάλλοντα ζήλο στη δίωξη δικηγόρων, την ώρα που δεν επιδεικνύει ανάλογη εγρήγορση για ελεγκτέες συμπεριφορές δικών της μελών ή δικαστικών λειτουργών. Με άλλα λόγια, η θεσμική ισορροπία διαταράσσεται όταν η κριτική των δικηγόρων στιγματίζεται συλλήβδην ως «αντιδικαστική» – μια πρακτική που πλήττει την έννομη τάξη και το κράτος δικαίου.

«Μεταμέλεια» εναντίον τεκμηρίου αθωότητας: Ένα επικίνδυνο παράδοξο

Στον πυρήνα της υπόθεσης Κασιδιάρη αναδείχθηκε ένα θεμελιώδες νομικό ζήτημα: η απαίτηση «μεταμέλειας» από έναν κατάδικο πρωτοδίκως ως προϋπόθεση για ευνοϊκή μεταχείριση. Το Συμβούλιο Λαμίας, απορρίπτοντας τις αιτήσεις αποφυλάκισης, ουσιαστικά κράτησε τον Κασιδιάρη προφυλακισμένο επί δυόμισι και πλέον χρόνια με το σκεπτικό ότι δεν έχει δείξει μεταμέλεια για τις πράξεις του. Όμως, ο συγκεκριμένος κρατούμενος έχει ασκήσει έφεση – δηλαδή νομίμως διεκδικεί την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και νέα κρίση από ανώτερο δικαστήριο. Το εφετείο του δεν έχει αποφανθεί ακόμη για την οριστική του ενοχή ή αθωότητα. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να του ζητείται να «μεταμεληθεί» για ένα αδίκημα του οποίου η δικαστική μοίρα εκκρεμεί;

Η απαίτηση αυτή εγείρει σοβαρά ζητήματα νομιμότητας και δικαιωμάτων. Όπως εύστοχα παρατηρεί η συνήγορός του, το να ζητάς από έναν πρωτόδικα καταδικασμένο να ομολογήσει μετάνοια, σημαίνει ότι τον εξαναγκάζεις να παραιτηθεί από το πανανθρώπινο δικαίωμα να μη ενοχοποιήσει τον εαυτό του, την ίδια στιγμή που το τεκμήριο της αθωότητας παραμένει ζωντανό υπέρ του. Η απαίτηση δήλωσης μεταμέλειας από υπόδικο (όχι αμετάκλητα ένοχο) αναιρεί την ουσία του τεκμηρίου αθωότητας, ένα θεμελιώδες κεκτημένο κάθε κράτους δικαίου. Πράγματι, σύμφωνα με τον Θεμελιώδη Χάρτη Δικαιωμάτων και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κανείς δεν υποχρεούται να ομολογήσει ενοχή στον ίδιο του τον εαυτό.

Η περίπτωση Κασιδιάρη δείχνει πως όταν ο δημόσιος διάλογος φορτίζεται πολιτικά, διακυβεύονται ακόμη και αυτονόητες νομικές αρχές. Είναι άξιο αναφοράς ότι ακόμη και η Εισαγγελία Πρωτοδικών Λαμίας – η αρμόδια εισαγγελική αρχή που εποπτεύει τη φυλακή – είχε προτείνει δύο φορές την αποφυλάκιση του κρατουμένου, κρίνοντας προφανώς ότι δεν συντρέχουν λόγοι περαιτέρω κράτησης. Παρ’ όλα αυτά, το δικαστικό συμβούλιο επέμεινε στη φυλάκισή του, θέτοντας μάλιστα ερωτήματα που πολλοί θα έκριναν άσχετα με τα τυπικά νομικά κριτήρια: ενδεικτικά, ο πρόεδρος ρώτησε τον Κασιδιάρη αν ίδρυσε νέο πολιτικό κόμμα, συσχετίζοντας εμμέσως την πολιτική δραστηριότητα με την επικινδυνότητά του. Πρόκειται για μια αντιμετώπιση που ενισχύει την αίσθηση πως η υπόθεση αντιμετωπίζεται με κριτήρια πέραν των καθαρά νομικών – κάτι εξαιρετικά ολισθηρό για τη θεσμική αμεροληψία.

Με λίγα λόγια, το επίμαχο ζήτημα της μεταμέλειας αναδεικνύει ένα επικίνδυνο παράδοξο: η Δικαιοσύνη απαιτεί από κάποιον να φερθεί ως ένοχος (μετανοώντας), ενώ νομικά οφείλει να τον αντιμετωπίζει ως αθώο μέχρι την τελεσίδικη κρίση. Αυτή η ανακολουθία όχι μόνο αδικεί τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, αλλά δημιουργεί και ένα προηγούμενο που μπορεί να υπονομεύσει γενικότερα τα δικαιώματα. Αν η αρχή της αθωότητας μπορεί να καμφθεί σε «δύσκολες» ή πολιτικά φορτισμένες περιπτώσεις, τότε κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα τύχει δίκαιης δίκης όταν το κλίμα είναι εναντίον του.

Θεσμικές παρεμβάσεις και πολιτικοδικαστικές εντάσεις

Η υπόθεση Πανταζή/Κασιδιάρη αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου κάδρου όπου η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα δοκιμάζεται από πολιτικές παρεμβάσεις και θεσμικές στρεβλώσεις. Υπάρχει ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι η δικαστική εξουσία δέχεται πιέσεις από την εκάστοτε κυβέρνηση και δεν είναι απόλυτα θωρακισμένη από πολιτικές επιρροές. Δεν είναι τυχαίο ότι η ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων ορίζεται από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία – γεγονός που πάντα τροφοδοτεί υποψίες περί συγκεκαλυμμένης εξάρτησης.

Πέρα όμως από τις θεσμοθετημένες αδυναμίες (π.χ. κυβερνητική επιλογή ηγεσίας), ανησυχητικές είναι και οι καταγγελίες για ευθείες πολιτικές παρεμβάσεις σε συγκεκριμένες δικαστικές υποθέσεις (π.χ. ηχητικό Μπαλτάκου). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Χρήστου Τζανερίκου, ο οποίος  συγκλόνισε το δικαστικό σώμα με μια σοβαρή καταγγελία. Ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος φέρεται να του ζήτησε να «κόψει» (δηλαδή να απαγορεύσει) το κόμμα του Κασιδιάρη από τις εκλογές – την εποχή που κρίνονταν η κάθοδος του κόμματος «Έλληνες» – υποσχόμενος ως αντάλλαγμα διορισμό του σε ανεξάρτητη αρχή με παχυλό μισθό. Με άλλα λόγια, ένας υψηλά ιστάμενος της εκτελεστικής εξουσίας επιχείρησε να εξαγοράσει δικαστική απόφαση, αλλοιώνοντας τη λαϊκή ετυμηγορία. Ο δικαστής Τζανερίκος δημοσιοποίησε την απόπειρα αυτή, όμως δεν υπήρξε η δέουσα συνέχεια: αντί η ίδια η Δικαιοσύνη να τον καλέσει και να διερευνήσει ποιος τον πλησίασε, η υπόθεση ουσιαστικά αποσιωπήθηκε. Όπως σκωπτικά παρατήρησε η κα Πανταζή, «εξαφανίσαμε τον Τζανερίκο» αντί να ζητήσουμε ονόματα και αποδείξεις για την καταγγελία. Το μήνυμα που λαμβάνει η κοινωνία από τέτοια περιστατικά είναι διττό: αφ’ ενός ότι ίσως πράγματι γίνονται υπόγειες παρεμβάσεις αφ’ ετέρου ότι οι θεσμοί δεν έχουν το σθένος ή τη βούληση να τις καθαρίσουν με το φως της διαφάνειας.

Εκτός από την εκτελεστική εξουσία, και η ίδια η νομοθετική εξουσία έχει εμπλακεί σε πρωτόγνωρες για τα ελληνικά χρονικά παρεμβάσεις στο εκλογικό πεδίο, με άμεσες επιπτώσεις στη δικαστική σφαίρα. Την άνοιξη του 2023, εν όψει των εθνικών εκλογών, ψηφίστηκε διάταξη (άρθρο 32 παρ.1 του εκλογικού νόμου) που επέτρεψε στο Ανώτατο Δικαστήριο να αποκλείσει από τις εκλογές πολιτικό κόμμα λόγω της de facto ηγετικής επιρροής καταδικασμένου (του φυλακισμένου Κασιδιάρη). Έτσι, το κόμμα «Έλληνες» αποκλείστηκε προληπτικά από τις εκλογές – μια κίνηση που πολλοί συνταγματολόγοι έκριναν οριακή σε σχέση με το Σύνταγμα. Ωστόσο, οι επιπτώσεις δεν σταμάτησαν εκεί: το σχέδιο του καταδικασμένου να μπει στη Βουλή μέσω «αχυρανθρώπων» οδήγησε σε περαιτέρω δικαστικές ακροβασίες. Μετά τις εκλογές, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Εκλογοδικείο) ακύρωσε την εκλογή τριών βουλευτών του κόμματος «Σπαρτιάτες», κρίνοντας ότι η εκλογή τους ήταν άκυρη λόγω της υπόγειας σύνδεσης με τον Κασιδιάρη. Το αποτέλεσμα ήταν η νέα Βουλή να αριθμεί 297 αντί για 300 βουλευτές, καθώς οι έδρες των τριών δεν πληρώθηκαν από επιλαχόντες. Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου κατάσταση που προκάλεσε σάλο.  «Δεν έχει ξαναϋπάρξει στα ελληνικά χρονικά… είναι νομίζω μια νομική ντροπή το ότι δεν έχουν επαναληφθεί εκλογές για τις κενές έδρες – το να έχουμε 297 βουλευτές είναι άνω ποταμών», σχολιάζει η Βάσω Πανταζή. Η εξαιρετική αυτή παρέκκλιση από τη συνταγματική κανονικότητα (το Σύνταγμα προβλέπει 300 έδρες) εγείρει σοβαρά ερωτήματα. Έχει ασφαλώς μια λογική: να μην επιτραπεί σε κατάδικους να υπονομεύσουν τη δημοκρατία μέσω «δορυφόρων». Όμως, ταυτόχρονα δημιουργεί προηγούμενο δυνητικά επικίνδυνο: μήπως η δικαστική εξουσία υπερέβη τα όριά της, επεκτείνοντας σιωπηρά τους προβλεπόμενους περιορισμούς του εκλέγεσθαι; Δεν είναι τυχαίο ότι διακεκριμένοι συνταγματολόγοι, όπως ο καθηγητής Γ. Σωτηρέλης, χαρακτήρισαν τις εξελίξεις αυτές ως «μαύρες συνταγματικές στιγμές» για τη χώρα. Η ίδια η Πανταζή, με την ιδιότητά της ως συνηγόρου του Κασιδιάρη, σχολίασε δηκτικά πως «γράφουμε συνταγματική ιστορία με μαύρα γράμματα», διότι για πρώτη φορά αποκλείστηκε κόμμα με βάση κώλυμα εκλογιμότητας που δεν προβλέπεται ρητά από το Σύνταγμα.

Οι παραπάνω περιπτώσεις φανερώνουν μια τάση όπου η Δικαιοσύνη συμπαρασύρεται στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η μεν κυβέρνηση νομοθετεί ad hoc ρυθμίσεις για να αποκλείσει ανεπιθύμητους, τα δε δικαστήρια καλούνται να λάβουν αποφάσεις στα όρια της νομιμότητας, εισερχόμενα αναγκαστικά σε πολιτικό πεδίο. Το αποτέλεσμα είναι να δοκιμάζονται οι αντοχές των θεσμών: η ανεξαρτησία της δικαστικής κρίσης αμφισβητείται, ενώ και η ίδια η δημοκρατική αρχή της αντιπροσώπευσης τραυματίζεται (οι ψηφοφόροι των Σπαρτιατών μένουν υποεκπροσωπούμενοι, η Βουλή υπολειτουργεί με λιγότερους βουλευτές). Η μακροπρόθεσμη ζημιά θα είναι σοβαρή, αν παγιωθεί η εντύπωση ότι οι θεσμοί κάμπτονται μπροστά στις σκοπιμότητες.

Κοινωνική υποκρισία και επιλεκτική ευαισθησία

Ένα επιπλέον φαινόμενο που αναδείχθηκε μέσα από αυτές τις υποθέσεις είναι η κοινωνική υποκρισία και τα διπλά στάνταρ στον δημόσιο λόγο περί δικαιοσύνης και δικαιωμάτων. Στην Ελλάδα, όπως και αλλού, παρατηρείται συχνά να γίνεται επιλεκτική επίκληση στις αρχές του κράτους δικαίου, ανάλογα με το ποιος είναι στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Για παράδειγμα, αρκετοί προοδευτικοί πολίτες και φορείς, που σωστά υπερασπίζονται τα δικαιώματα κρατουμένων όταν πρόκειται για περιπτώσεις όπως ο Κουφοντίνας (πολυισοβίτης για τρομοκρατία, του οποίου την ανθρώπινη μεταχείριση στήριξαν πολλοί κατά την απεργία πείνας του), δείχνουν πλήρη απάθεια ή και χαιρεκακία στην περίπτωση ενός ακροδεξιού κρατουμένου όπως ο Κασιδιάρης. Η ίδια η Πανταζή, παρότι μέλος της κεντροδεξιάς, στηλιτεύει αυτήν τη μονομέρεια: δεν νοείται οι «δικαιωματιστές» να νοιάζονται μόνο για όσους έχουν «σωστό» ιδεολογικό χρώμα – τα δικαιώματα είναι οικουμενικά, χωρίς κομματικά πρόσημα. Αν, λοιπόν, διεκδικούμε ανθρωπιστική μεταχείριση και ευκαιρίες επανένταξης για καταδικασμένους που προέρχονται από τον έναν ιδεολογικό χώρο, οφείλουμε να κάνουμε το ίδιο και για όσους προέρχονται από τον αντίθετο. Διαφορετικά, η επίκληση των δικαιωμάτων μετατρέπεται σε κενό γράμμα και μέσον πολιτικής σκοπιμότητας – εντέλει, υπονομεύεται η αξιοπιστία του ίδιου του κράτους δικαίου.

Παράλληλα, αναδεικνύεται μια υποκρισία και από την ανάποδη πλευρά: το πολιτικό σύστημα εμφανίζεται αμείλικτο απέναντι σε ορισμένους παραβάτες, την ώρα που δείχνει ανοχή ή και επιβραβεύει άλλους που προέρχονται από τον «δικό του» χώρο. Ένα παράδειγμα που έφερε στο φως η Πανταζή είναι αποκαλυπτικό: Σήμερα, εν ενεργεία υπουργός της κυβέρνησης (στέλεχος της ΝΔ) που στο νεανικό του παρελθόν εθεάθη να κυκλοφορεί στο Κολωνάκι με τσεκούρι – δηλαδή είχε βίαιη ακροδεξιά δράση – εισπράττει πλήρη αποδοχή ως καθωσπρέπει δημοκράτης, νομοθετώντας μάλιστα υπέρ της Δημοκρατίας. Πρόκειται για τον υπουργό Εσωτερικών Μάκη Βορίδη, του οποίου οι ακροδεξιές «αμαρτίες» έχουν ξεπλυθεί πολιτικά με το πέρασμα των ετών. Την ίδια στιγμή, για τον έγκλειστο (και πολιτικά ανεπιθύμητο) Ηλία Κασιδιάρη, το σύστημα μοιάζει να μην αναγνωρίζει καμία προοπτική μεταμέλειας ή αλλαγής. Για κάποιους φανταζόμαστε ένα διαφορετικό μέλλον, για άλλους όχι – αυτή η φράση της Πανταζή συνοψίζει γλαφυρά το μέτρο δύο ταχυτήτων. Η κοινωνία εμφανίζεται πρόθυμη να δεχτεί ότι ένας πρώην ακροδεξιός μπορεί να «σοβαρευτεί» και να υπηρετήσει τη δημοκρατία, αλλά αμφισβητεί ότι ένας άλλος ακροδεξιός (εκτός συστήματος) μπορεί ποτέ να αλλάξει. Αυτή η επιλεκτική ευαισθησία συντηρεί έναν φαύλο κύκλο πόλωσης και ανισότητας: εντείνει τον φανατισμό και στις δύο πλευρές και δεν προωθεί καμία ουσιαστική συμφιλίωση ή κοινωνική συνοχή.

Τέλος, ένα ακόμα στοιχείο υποκρισίας έγκειται στον τρόπο που τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό αντιμετωπίζουν αυτές τις «πολιτικοδικαστικές» υποθέσεις. Συχνά, τέτοιες δίκες-σίριαλ λειτουργούν ως βολική διέξοδος αγανάκτησης: ο κόσμος που μαστίζεται από άλλα προβλήματα εκτονώνει την οργή του βλέποντας «τερατώδεις εγκληματίες» να τιμωρούνται, αντί να εστιάζει στα δικά του δεινά. Τα μεγάλα κανάλια προβάλλουν υπερβολικά τέτοιες δίκες, ίσως επειδή γνωρίζουν ότι το κοινό εκπαιδεύεται να απαιτεί «αίμα» και παραδειγματική τιμωρία. Έτσι όμως αποπροσανατολίζεται η συζήτηση από τις ίδιες τις δυσλειτουργίες του συστήματος. Λίγοι αναρωτιούνται, για παράδειγμα, γιατί η εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών στη Δικαιοσύνη έχει πέσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα (έρευνες δείχνουν ότι μόνο το 20% περίπου την εμπιστεύεται). Όταν η κοινή γνώμη χειραγωγείται να βλέπει τη Δικαιοσύνη ως αρένα για «κακούς», όπου το ζητούμενο είναι μόνο η εκδίκηση, τότε χάνεται το δάσος: δηλαδή η ανάγκη για ένα σύστημα δίκαιο, αποτελεσματικό και ανεξάρτητο για όλους. Η υποκρισία, λοιπόν, δεν αφορά μόνο τις αρχές, αλλά διαπερνά και την κοινωνική μας νοοτροπία έναντι των θεσμών.

Το «έγκλημα» των Τεμπών και η ατιμωρησία του συστήματος

Η συζήτηση για τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν μπορεί να αγνοήσει τραγικές υποθέσεις όπου η κρατική αμέλεια και η αίσθηση ατιμωρησίας κλονίζουν την κοινωνική εμπιστοσύνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πολύνεκρη τραγωδία στα Τέμπη (Φεβρουάριος 2023), όπου η σύγκρουση δύο τρένων ανέδειξε διαχρονικές παθογένειες και προκάλεσε γενικευμένη οργή. Η Βάσω Πανταζή, που έχει αναλάβει τη νομική εκπροσώπηση θυμάτων του δυστυχήματος, δηλώνει με έμφαση: «Τα Τέμπη δεν είναι δυστύχημα. Είναι έγκλημα πολυπαραγοντικό», για το οποίο φέρει βαρύτατη ευθύνη το ίδιο το κράτος. Και εξηγεί γιατί: επί χρόνια το πολιτικό προσωπικό κατασπαταλούσε ευρωπαϊκά κονδύλια αντί να ολοκληρώσει τα συστήματα ασφαλείας (τη λεγόμενη σύμβαση 717 για τηλεδιοίκηση σηματοδότησης). Αν αυτά λειτουργούσαν, δεν θα επαφιόμασταν σε έναν 60χρονο σταθμάρχη – που μάλιστα διορίστηκε χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα – να γυρίσει ένα κλειδί για να μη συγκρουστούν τα τρένα. Το δυστύχημα αυτό δεν ήταν «κακή στιγμή» ή μεμονωμένο ανθρώπινο λάθος· ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός συνδυασμού διαχρονικής ανευθυνότητας, ρουσφετιού και τεχνικής ανεπάρκειας. Γι’ αυτό και η Πανταζή το αποκαλεί συνειδητά κρατικό έγκλημα.

Ακόμη πιο ανησυχητική, ωστόσο, είναι η αίσθηση μιας εκ των υστέρων συγκάλυψης γύρω από την υπόθεση των Τεμπών. Όπως επισημαίνει η δικηγόρος, υπήρξε παρέμβαση κυβερνητικών αξιωματούχων στον τόπο του εγκλήματος μόλις την επομένη ημέρα, κατά παράβαση κάθε δικονομικού κανόνα. Ο ίδιος ο στενός συνεργάτης τού τότε πρωθυπουργού βρέθηκε επί τόπου, ενώ κανονικά ο χώρος έπρεπε να είναι αποκλεισμένος από τις Αρχές. Πράγματι, όπως καταγγέλλεται, ο χώρος δεν προστατεύθηκε επαρκώς· μπήκαν εσπευσμένα μπουλντόζες και απομάκρυναν χώμα και συντρίμμια που πιθανώς περιείχαν κρίσιμα στοιχεία (π.χ. υπολείμματα υλικών). Το πιο συγκλονιστικό: ανάμεσα στα μπάζα πετάχτηκαν και ανθρώπινα οστά θυμάτων, με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι γονείς να ψάχνουν απεγνωσμένα για τα λείψανα των παιδιών τους μέσα στα καμένα βαγόνια. Οι Αρχές έθαψαν τον χώρο κάτω από τόνους χώματος και τσιμέντου («μπάζωσαν» κυριολεκτικά τον τόπο του εγκλήματος), και μόνο εκ των υστέρων προσπάθησαν να συλλέξουν δείγματα για χημικές αναλύσεις. Εικόνες σαν κι αυτές δικαιολογούν απόλυτα το λαϊκό συναίσθημα ότι «κάτι προσπαθούν να κρύψουν». Στην κοινωνία είναι διάχυτη η πεποίθηση ότι στα Τέμπη έγινε συγκάλυψη – και αυτό το αίσθημα, ανεξάρτητα από την απόλυτη αλήθεια, είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Η υπόθεση των Τεμπών, λοιπόν, καταδεικνύει μια βαθύτερη κρίση: όταν η πολιτεία εμπλέκεται σε ένα τραγικό γεγονός, η απόδοση δικαιοσύνης συχνά σκοντάφτει σε πολιτικές σκοπιμότητες. Αντί να λογοδοτήσουν οι υπαίτιοι όλων των επιπέδων (όχι μόνο ο σταθμάρχης, αλλά και όσοι επέτρεψαν με τις παραλείψεις τους να δημιουργηθούν οι συνθήκες του δυστυχήματος), παρατηρούμε προσπάθεια περιορισμού της ευθύνης στους συνήθεις «αποδιοπομπαίους τράγους». Την ίδια στιγμή, η πολιτεία εμφανίζεται να σπεύδει να κλείσει γρήγορα την υπόθεση – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αυτό το μοτίβο ατιμωρησίας και συγκάλυψης δεν πλήττει απλώς τους συγγενείς των θυμάτων που δικαίως ζητούν δικαιοσύνη· πλήττει και τη δημοκρατική νομιμοποίηση των θεσμών στα μάτια του λαού. Διότι δημοκρατία δεν σημαίνει μόνο εκλογές, σημαίνει πρωτίστως λογοδοσία: κανείς δεν είναι υπεράνω των νόμων, ούτε οι κυβερνώντες ούτε οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες. Όταν, λοιπόν, σε μια τόσο φανερή υπόθεση υπάρχει η εντύπωση δύο μέτρων και σταθμών, η εμπιστοσύνη προς το κράτος δικαίου καταρρακώνεται. Αυτό εξηγεί γιατί η υπόθεση των Τεμπών έχει γίνει σύμβολο ευρύτερης αγανάκτησης: είναι το σημείο όπου ο κόσμος λέει «φτάνει πια» στην υποκρισία και την ατιμωρησία.

Υπερασπίζοντας το κράτος δικαίου, αναβαπτίζοντας τη δημοκρατία

Από την υπόθεση της Βάσως Πανταζή και τον δικαστικό πόλεμο γύρω από αυτήν, μέχρι τις σκοτεινές πτυχές της διαχείρισης του δυστυχήματος στα Τέμπη, ένα κοινό νήμα διαπερνά τα γεγονότα: η εύθραυστη σχέση μεταξύ θεσμών, δικαιωμάτων και δημοκρατικής νομιμότητας στην Ελλάδα του σήμερα. Είναι προφανές ότι η ελληνική δημοκρατία ταλανίζεται από εντάσεις ανάμεσα στην πολιτική και τη δικαιοσύνη, εντάσεις που απειλούν να ξεχειλώσουν τον θεσμικό μας ιστό. Όταν δικηγόροι στοχοποιούνται για τον λόγο τους, όταν δικαστές φέρονται να συναλλάσσονται παρασκηνιακά με πολιτικούς, όταν θεμελιώδη δικαιώματα κατηγορουμένων κάμπτονται για λόγους σκοπιμότητας, και όταν μεγάλα σκάνδαλα αφήνουν τη μεταχείριση των ισχυρών στο απυρόβλητο, τότε κάτι σάπιο υπάρχει στο «βασίλειο της Δανιμαρκίας» μας.

Τι μπορεί να γίνει; Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται μια γενναία αυτοκριτική και αφύπνιση όλης της κοινωνίας. Όπως εύστοχα σημείωσε ακόμη και η ίδια η Ένωση Δικαστών στην επίμαχη ανακοίνωσή της, «η αγωνία και η προσπάθεια να φτιάξουμε μια Δικαιοσύνη περισσότερο ανεξάρτητη και αδέσμευτη δεν πέφτει μόνο στους ώμους των δικαστών, αλλά αποτελεί ευθύνη ολόκληρης της κοινωνίας». Αυτό σημαίνει ότι και οι δικηγόροι και οι δικαστές και οι πολιτικοί, αλλά και εμείς οι πολίτες, οφείλουμε να απαιτήσουμε και να οικοδομήσουμε θεσμούς που λειτουργούν με κανόνες, διαφάνεια και λογοδοσία.

Συγκεκριμένα, απαιτούνται τολμηρές πρωτοβουλίες σε πολλά επίπεδα: θωράκιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης (π.χ. αναθεώρηση του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, ώστε να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος με την εκάστοτε κυβέρνηση)· καθιέρωση σαφών ορίων μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας – με μηχανισμούς που θα διερευνούν άμεσα καταγγελίες σαν του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, προτού χαθούν στη λήθη· σεβασμός στην αντίθετη άποψη και την κριτική – οι δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να αποδέχονται ότι το έργο τους υπόκειται σε δημόσια αξιολόγηση, και αντί να φιμώνουν τους επικριτές, να αφουγκράζονται τις εύλογες ανησυχίες· ενίσχυση της λογοδοσίας παντού – από την τιμωρία των πραγματικών υπευθύνων στα Τέμπη (όσο ψηλά κι αν βρίσκονται), μέχρι την απόδοση ευθυνών σε όσους τυχόν καταχρώνται αξιώματα στο δικαστικό σώμα ή στους μηχανισμούς ασφαλείας.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε τη δική μας ευθύνη ως πολίτες και κοινωνία. Η δημοκρατία δεν είναι μόνο υπόθεση των «άλλων» (των πολιτικών, των δικαστών, των δικηγόρων)· είναι και δική μας. Οφείλουμε να απαιτούμε αλήθεια, διαφάνεια και δικαιοσύνη σε κάθε υπόθεση, ανεξάρτητα από το ποιον αφορά. Να μην χειροκροτούμε επιλεκτικά την καταπάτηση δικαιωμάτων επειδή αφορά τον «εχθρό» μας, διότι έτσι ανοίγουμε τον ασκό του Αιόλου για όλους. Να μην επαναπαυόμαστε όταν βλέπουμε παράγοντες του δημόσιου βίου να ξεφεύγουν ατιμώρητοι, διότι έτσι υπονομεύουμε το ίδιο το αίσθημα δικαίου που κρατά ενωμένη την κοινωνία.

Συμπερασματικά, η σημερινή κατάσταση απαιτεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς. Η Ελλάδα χρειάζεται μια δικαιοσύνη πραγματικά ανεξάρτητη, που θα εμπνέει σεβασμό και θα λειτουργεί χωρίς υποβολείς. Χρειάζεται μια δημοκρατία που δεν θα φοβάται να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της, αλλά και που δεν θα προδίδει τις αρχές της στη διαδικασία αυτή. Το κάλεσμα για αλλαγή είναι επιτακτικό: να ενισχύσουμε την ανεξαρτησία των θεσμών, να αποκαταστήσουμε το κράτος δικαίου και να υπερασπιστούμε τη Δημοκρατία στην ουσία της. Είναι ευθύνη όλων μας – και είναι ο μόνος δρόμος για να μην ξαναγραφτούν σκοτεινές σελίδες στην ιστορία μας, αλλά λαμπρές σελίδες πραγματικής δικαιοσύνης και ελευθερίας.

Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι απόψεις του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις θέσεις της εφημερίδας The Epoch Times.

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε