Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε στις 16 Απριλίου την επίσπευση της εξέτασης αιτημάτων ασύλου από υπηκόους επτά χωρών, των οποίων οι αιτήσεις σπανίως γίνονται δεκτές, με στόχο την ταχύτερη επιστροφή τους στις χώρες προέλευσης.
Συγκεκριμένα, η Κομισιόν πρότεινε να χαρακτηριστούν ως «ασφαλείς τρίτες χώρες» το Μπανγκλαντές, η Κολομβία, το Μαρόκο, η Τυνησία, η Αίγυπτος, η Ινδία και το Κοσσυφοπέδιο. Σύμφωνα με την πρόταση, οι αιτήσεις ασύλου από πολίτες των χωρών αυτών θα εξετάζονται εντός τριών μηνών, αντί για το σημερινό χρονικό πλαίσιο των έξι μηνών.
Περισσότεροι από 200.000 υπήκοοι των εν λόγω χωρών υπέβαλαν αιτήσεις ασύλου εντός της ΕΕ το 2023.
Η πρόταση εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης μεταρρύθμισης του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, που εγκρίθηκε από τα κράτη-μέλη τον Μάιο του 2024. Οι νέοι κανόνες στοχεύουν στην αντιμετώπιση των χρόνιων δυσλειτουργιών και διχασμών που προκάλεσε η προσφυγική κρίση του 2015, όταν πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα έφθασαν στην Ευρώπη λόγω των συγκρούσεων στη Συρία και το Ιράκ.
Ωστόσο, η πλήρης εφαρμογή των νέων κανονισμών δεν αναμένεται πριν τον Ιούνιο του 2026. Έως τότε, η Κομισιόν επιδιώκει την επιτάχυνση των διαδικασιών, περιλαμβανομένων των απελάσεων, ώστε να αποσυμφορηθούν οι δομές φιλοξενίας και να μετριαστεί η κοινωνική πίεση.
Ο Επίτροπος Μετανάστευσης της ΕΕ, Μάγκνους Μπρούνερ, δήλωσε: «Πολλά κράτη-μέλη αντιμετωπίζουν σημαντικό όγκο εκκρεμών αιτήσεων ασύλου, οπότε οτιδήποτε μπορεί να συμβάλει στην επιτάχυνση των αποφάσεων είναι καθοριστικό. Οι διατάξεις του Συμφώνου για τα ποσοστά αναγνώρισης και η εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας καταγωγής μπορούν να βοηθήσουν στην ταχύτερη επεξεργασία, διασφαλίζοντας πάντοτε ότι κάθε αίτηση αξιολογείται εξατομικευμένα και υπόκειται σε έλεγχο από τα εθνικά δικαστήρια.»
Η πρόταση πρέπει ακόμη να εγκριθεί από τα κράτη-μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στο πλαίσιο της ίδιας πρότασης, προτείνεται να επισπεύδεται η εξέταση αιτήσεων ασύλου και για πολίτες χωρών που έχουν υποβάλει αίτηση ένταξης στην ΕΕ, όπως η Αλβανία, η Βοσνία, η Γεωργία, η Μολδαβία, το Μαυροβούνιο, τα Σκόπια, η Σερβία και η Τουρκία. Επιπλέον, τα κράτη-μέλη θα μπορούν να εφαρμόζουν ταχείες διαδικασίες για αιτήσεις από χώρες με ποσοστά αναγνώρισης διεθνούς προστασίας κάτω του 20%. Για τις επτά χώρες που προτείνεται να χαρακτηριστούν «ασφαλείς τρίτες», το ποσοστό αυτό είναι κάτω του 5%.
Η Χένα Βίρκουνεν, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδια για την τεχνολογική κυριαρχία, την ασφάλεια και τη δημοκρατία, δήλωσε: «Η επιτάχυνση και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών ασύλου αποτελεί βασικό στόχο του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο που συμφωνήθηκε πέρυσι. Με τη σημερινή πρόταση προχωράμε στην εφαρμογή των κρίσιμων διατάξεων, δίνοντας στα κράτη-μέλη περισσότερα εργαλεία για να επιταχύνουν την επεξεργασία αιτήσεων.»
Ωστόσο, οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα εξέφρασαν ανησυχία. Ο Χουσεΐν Μπαουμί, ειδικός εξωτερικής πολιτικής της Διεθνούς Αμνηστίας στις Βρυξέλλες, προειδοποίησε ότι η έννοια των ασφαλών χωρών μπορεί να οδηγήσει σε διακρίσεις εις βάρος αιτούντων βάσει της εθνικότητάς τους και να υποβαθμίσει την ατομική αξιολόγηση κάθε υπόθεσης.
Ο ίδιος τόνισε: «Η ΕΕ οφείλει να διασφαλίσει ότι λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ευάλωτες ομάδες σε κάθε χώρα, όπως πολιτικοί αντίπαλοι, ΛΟΑΤΚΙ, δημοσιογράφοι και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ παράλληλα πρέπει να ενισχυθεί ο διάλογος με τις συγκεκριμένες χώρες για την αντιμετώπιση ζητημάτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Το μεταναστευτικό παραμένει θέμα αιχμής για πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με κόμματα που υιοθετούν αυστηρότερες θέσεις να ενισχύονται σε τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, παρά το γεγονός ότι οι παράνομες αφίξεις στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 38% το 2024.
Αρκετές χώρες προχώρησαν σε αυστηροποίηση των πολιτικών τους: η Πολωνία επέβαλε αυστηρότερους περιορισμούς για αιτούντες που εισέρχονται από τα ανατολικά σύνορά της, ενώ η Γερμανία επανεκκίνησε απελάσεις προς το Αφγανιστάν και τη Συρία μετά από σειρά βίαιων περιστατικών που αποδόθηκαν σε παράτυπους μετανάστες.
Σε διαφορετική κατεύθυνση κινήθηκε η Ιταλία, ξεκινώντας πρόγραμμα κράτησης παράνομων μεταναστών σε εγκαταστάσεις στην Αλβανία — σχέδιο που μέχρι στιγμής σκοντάφτει σε νομικές αντιπαραθέσεις.