Ο Βούδας είχε πει ότι «σε ένα σωρό από σκουπίδια … ο λωτός θα φυτρώσει». Πράγματι, τα σκουπίδια που οι άνθρωποι έχουν συσσωρεύσει στον κόσμο – βία, φθόνος, απληστία – υπήρξαν το έδαφος πάνω στο οποίο άλλοι άνθρωποι με τη σειρά τους δημιούργησαν μεγαλειώδη έργα τέχνης, τα οποία αντιπροσωπεύουν ένα ιδανικό, μια πραγματικότητα ανώτερη από τη δική μας, που καθοδηγεί και εμψυχώνει και δίνει νόημα και σκοπό στη ζωή μας.
Στις 9 ή στις 10 Οκτωβρίου 1813, στο μικροσκοπικό ιταλικό χωριουδάκι Λε Ρονκόλε, γεννήθηκε ο Τζουζέπε Φορτουνίνο Φραντσέσκο Βέρντι. Οι σπόροι της ιδιοφυΐας του έμελλε να ριζώσουν και να ανθίσουν στο πικρό έδαφος της φτώχειας και της πολιτικής καταπίεσης.
Η μουσική βρίσκει τους δικούς της και κατέκτησε αμέσως τον μικρό Τζουζέπε, όταν ως 7χρονο παπαδάκι άκουσε για πρώτη φορά το εκκλησιαστικό όργανο του καθεδρικού ναού. Επηρεάστηκε τόσο έντονα που πάγωσε επί τόπου, με αποτέλεσμα ένας ιερέας που εκνευρίστηκε να τον σπρώξει βίαια, κάνοντας τον να πέσει από τα σκαλιά της Αγίας Τράπεζας. Το επεισόδιο αυτό έπεισε τον Κάρλο Βέρντι να στείλει τον γιο του για μαθήματα μουσικής – στον ίδιο μάλιστα οργανοπαίχτη του οποίου το παίξιμο προκάλεσε εκείνη την πτώση.
Ο Βέρντι και η όπερα
Μόλις 19 χρόνια αργότερα, η πρώτη του όπερα ανέβηκε στη Σκάλα, το μεγαλύτερο θέατρο της Ιταλίας. Είχε σημαντική επιτυχία, αλλά σημαδεύτηκε και από μία τραγωδία. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του πρώτου έργου του, ο νεαρός Βέρντι βίωσε τον θάνατο των δύο μικρών του κοριτσιών και, λίγο μετά την ολοκλήρωσή του, πέθανε η σύζυγός του, η οποία ήταν και η καλύτερη φίλη και η μούσα του ήδη από την παιδική του ηλικία.
Εκείνη την εποχή είχε συμβόλαιο για την παραγωγή μιας κωμωδίας – αποδείχθηκε η μόνη απόλυτη αποτυχία του. Ποτέ δεν συγχώρησε το κοινό που, αν και γνώριζε την τραγωδία και τη θλίψη του, γιουχάισε και σφύριξε στην πρεμιέρα. Η θλίψη έφερε έναν πρόωρο χειμώνα. Οι δημιουργικές δυνάμεις του συνθέτη αδρανοποιήθηκαν και αποφάσισε να μην ξαναγράψει ποτέ άλλη νότα, αλλά τι είναι τα σχέδια και οι αποφάσεις όταν ο Θεός, η ζωή ή η μοίρα έχει άλλα σχέδια;
Μετά από δύο χρόνια, τα αδρανή στοιχεία της ιδιοφυΐας του Βέρντι ξαναζωντάνεψαν. Ακολούθησε μια εκθαμβωτική άνοιξη, ένα γόνιμο καλοκαίρι και μια χρυσή συγκομιδή σπουδαίων έργων.
Ναμπούκο
Η τρίτη του όπερα και η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήρθε χάρη στην καλοσύνη του ιμπρεσάριου της Σκάλας Μπαρτολομέο Μερέλλι, ο οποίος αναγνώρισε τις τεράστιες δυνατότητες του συνθέτη. Κατά τη διάρκεια εκείνων των ζοφερών ημερών σιωπής, ο Μερέλλι του πρότεινε πότε πότε πιθανά θέματα για μια νέα όπερα. Τελικά, παρουσιάστηκε το τέλειο θέμα: επίκαιρο, σπλαχνικό και πολιτικά εκρηκτικό.
Η Ιταλία, εκείνη την εποχή, διεξήγαγε έναν σκληρό αγώνα για την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία και την Αυστρία, και παρόλο που ο «Ναμπούκο» αφηγούνταν τη βιβλική ιστορία της κατάκτησης της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους, η ομοιότητα με τον δικό τους αγώνα ήταν ολοφάνερη για το ιταλικό κοινό.
Η ιστορία λέει ότι όταν, στην τρίτη πράξη της όπερας, οι Ισραηλίτες τραγούδησαν στην εξορία τους «Πήγαινε, σκέψη μου, με χρυσά φτερά. … Χαιρέτησε τον Ιορδάνη ποταμό και τους ερειπωμένους πύργους της Σιών», το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Οι ζητωκραυγές σήκωσαν την οροφή της Σκάλας. Η παράσταση δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Ο Βέρντι μεταφέρθηκε στους ώμους του κοινού στους γύρω δρόμους και έτσι επέστρεψε και στο θέατρο. Το ρεφρέν τραγουδήθηκε ξανά και το χειροκρότημα επαναλήφθηκε, ακολουθούμενο από μια δεύτερη μεταφορά γύρω από την πλατεία του θεάτρου. Το χορωδιακό «Va, pensiero», γνωστό σε κάθε Ιταλό, έγινε ο ύμνος του «Risorgimento», της ανεξαρτησίας και της ενοποίησης της Ιταλίας.
Είτε μια όπερα του Βέρντι ήταν επιτυχημένη είτε μια σχετική αποτυχία – και υπήρξαν πολλές τέτοιες – τα έργα του δεν ήταν ποτέ απλώς ψυχαγωγικά. «Θέλω την τέχνη, σε όποια μορφή κι αν εκδηλώνεται, όχι την ψυχαγωγία», έγραφε στον Γάλλο ιμπρεσάριο Καμίγ ντυ Λοκλ.
Στην «Κριτική της Κρίσης», ο Γερμανός φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ έγραψε: «Αν οι καλές τέχνες δεν διαπνέονται από ηθικά ιδεώδη, τότε μπορούν να χρησιμεύσουν μόνο ως επιπόλαιες διασκεδάσεις». Τα ηθικά στοιχεία της συμπόνιας, της συγχώρεσης, της εντιμότητας και του να ξεπερνάς την απελπισία είναι πράγματι οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από κάθε έργο του Βέρντι.
Ριγκολέττο
Η μουσική, με την αλχημεία της, μπορεί να μετατρέψει μια ιδέα σε συναίσθημα. Όταν ακούει κανείς τον «Ριγκολέττο», νιώθει βαθιά την ιδέα ότι κάθε άνθρωπος, πλούσιος ή φτωχός, όμορφος ή άχαρος, είναι πολύτιμος στα μάτια του Θεού. Η συμπόνια για τις δύο αβοήθητες ψυχές, που υποφέρουν από τα χέρια των προνομιούχων, ξυπνά μέσα μας, τουλάχιστον για μια στιγμή, το συναίσθημα που σίγουρα θα έφερνε ειρήνη σε αυτόν τον ταραγμένο κόσμο, αν μπορούσε να διατηρηθεί.
Ο «Ριγκολέττο», το ζενίθ της μέσης περιόδου του Βέρντι, είναι ένα σχεδόν τέλειο έργο. Δίνει την εντύπωση ότι, παρ’ όλη τη διανοητική μας προσπάθεια, υπάρχει κάτι σε αυτό που παραμένει πέρα από την πλήρη κατανόησή μας, που παραμένει ένα μυστήριο. Η χαρακτηριστική ομορφιά της τέχνης του Βέρντι, το μεγαλειώδες μελωδικό υλικό, η ζεστασιά, η γενναιοδωρία του πνεύματος και η αταλάντευτη ειλικρίνειά του έχουν μια εκφραστική δύναμη που συγκρίνεται ίσως, αλλά δεν ξεπερνιέται ποτέ στη μουσική μας παράδοση, ακόμη και από τον μεγάλο Μπαχ ή τον Μπετόβεν.
Αΐντα
Η «Αΐντα», που ολοκληρώθηκε όταν ο συνθέτης έγινε 58 ετών, είναι ίσως όχι μόνο το αριστούργημα της ύστερης περιόδου του, αλλά και το αποκορύφωμα της οπερατικής φόρμας. Οι χαρακτήρες, σε αντίθεση με τους περισσότερους ήρωες και ηρωίδες του παρελθόντος, γίνονται πολύ ζωντανοί λόγω της απλότητας των λόγων τους και της υπερβατικής ομορφιάς της μουσικής. Η ιστορία έχει μια συναρπαστική φόρα, καθώς το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο μέχρι το αμετάκλητο τέλος, και δεν χρειάζεται ούτε να αφαιρεθεί ούτε να προστεθεί έστω και μια νότα για να αυξηθεί η δραματική της δύναμη.
Το δράμα και η επίδειξη είναι, φυσικά, μέρος του είδους και τα στοιχεία αυτά είναι παρόντα εν αφθονία. Υπάρχουν παρελάσεις, χοροί, τρομπέτες και χορωδίες. Την πρεμιέρα παρακολούθησε ο λαμπερός beau monde, αξιωματούχοι και επώνυμοι από όλο τον κόσμο – ωστόσο, ο επίτιμος καλεσμένος, απαρατήρητος από τους περισσότερους, ήταν η αλήθεια.
Η αληθινή, ηλικίας χιλιάδων ετών, ιστορία αναφέρεται στον μοιραίο έρωτα μεταξύ ενός νεαρού άνδρα και μιας γυναίκας, ενώ οι δύο χώρες τους βρίσκονται σε πόλεμο. Το γεγονός ότι ήταν εξέχουσες προσωπικότητες, η κόρη ενός βασιλιά και ο διοικητής ενός στρατού, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η αγάπη του ενός για τον άλλον, ισχυρότερη από τις κυβερνήσεις και τους δικαστές που τους πήραν μεν τη ζωή, χωρίς όμως να μπορέσουν να σκοτώσουν την αγάπη τους.
Te Deum
Τα δύο τελευταία έργα του Βέρντι ήταν θρησκευτικά. Ήταν πάντα άνθρωπος της θρησκείας και όλες οι παραγωγές του, ακόμη και ο «Φάλσταφ», είναι στον πυρήνα τους θρησκευτικές. Το «Te Deum» («Θεέ μου, Σε δοξολογούμε») είναι ένα τραγούδι ευχαριστίας και μια προσευχή για απελευθέρωση. Το έργο αντικατοπτρίζει την άποψη του συνθέτη για τον κόσμο: ότι η ζωή είναι μια ευλογία και ένα θαύμα, ότι είναι όμορφη αν και συχνά σκληρή και ότι «ο Κριτής θα έρθει» («Judex Venturus») και η δικαιοσύνη θα αποδοθεί.
Ο Τζουζέπε Βέρντι ήταν ένας από τους μεγάλους καλλιτέχνες και οραματιστές μας, αλλά τελικά ήταν κι αυτός ένας θνητός, με το δικό του μερίδιο της χαράς και της λύπης. Η χαρά είναι εύκολη για μας, αλλά η θλίψη είναι σκληρή, ένα πικρό ποτήρι από το οποίο όλοι μας πρέπει να πιούμε. Η προσφυγή μας, η προσφυγή του Βέρντι, το μόνο μέσο που έχει ο καθένας μας, είτε είναι μεγάλος είτε ταπεινός, είναι να πούμε τις προσευχές μας και ο καθένας με τον τρόπο του να μετουσιώσει αυτές τις θλίψεις σε κάτι ανώτερο – σε κάτι καλό, σε κάτι όμορφο.
Συνιστώμενη ακρόαση
Δεν θα μάθουμε ποτέ τις πρακτικές εκτέλεσης του Μπαχ ή του Μπετόβεν, αλλά έχουμε απόλυτη γνώση του πώς ο Βέρντι ήθελε να παίζεται και να τραγουδιέται η μουσική του. Ο μεγάλος μαέστρος Αρτούρο Τοσκανίνι, ο οποίος έπαιζε βιολοντσέλο στις ορχήστρες που διηύθυνε ο Βέρντι, τον είχε προετοιμάσει για την ιταλική πρεμιέρα του «Te Deum».
Αναζητήστε ζωντανές ηχογραφήσεις, εύκολα διαθέσιμες, με τον Τοσκανίνι να διευθύνει τόσο το «Te Deum» όσο και την 4η πράξη του «Ριγκολέττο» με τη σπουδαία σοπράνο Ζίνκα Μιλάνοφ. Η Μιλάνοφ μπορεί επίσης να ακουστεί σε αυτό που ένας κριτικός αποκάλεσε την αριστοκράτισσα των ηχογραφήσεων της «Αΐντα», με τον τενόρο Γιούσι Μπγιόερλινγκ. Υπάρχει επίσης μια συγκλονιστική εκτέλεση του «Va, pensiero» υπό τη διεύθυνση του Λαμπέρτο Γκαρντέλλι.
Του Raymond Beegle
Επιμέλεια: Αλία Ζάε