Nέος γύρος αμερικανικών κυρώσεων που σχετίζονται με τις βραζιλιάνικες αρχές επιβλήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου – την ίδια ημέρα που ο βουλευτής Εντουάρντο Μπολσονάρου, γιος του πρώην προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρου, κατηγορήθηκε για εξαναγκασμό. Η δίωξη αποτελεί μέρος των σχετικών δικαστικών υποθέσεων που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είχε αποκαλέσει παλαιότερα «κυνήγι μαγισσών».
Ο Εντουάρντο Μπολσονάρου μίλησε στην εφημερίδα The Epoch Times καθώς συνομιλίες μεταξύ του προέδρου της Βραζιλίας Λουίζ Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα και του Τραμπ αναμένονται εντός ημερών, μετά από μια σύντομη συνάντηση στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 23 Σεπτεμβρίου.
Ο Μπολσονάρου δήλωσε ότι χωρίς τη διεθνή πίεση – που προέρχεται κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες – η Βραζιλία θα διολίσθαινε στον αυταρχισμό.
«Δεν μπορώ να επιστρέψω στη χώρα μου, γιατί θα με συλλάβουν. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί μου και της συζύγου μου είναι παγωμένοι. Εφευρίσκουν νέες έρευνες εναντίον μου συνεχώς, και τώρα απειλούν ακόμη και να με καθαιρέσουν από το αξίωμά μου», είπε ο Εντουάρντο Μπολσονάρου, ο οποίος διαμένει στις ΗΠΑ από τις 27 Φεβρουαρίου. Είναι βουλευτής που υπηρετεί την τρίτη του θητεία στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Βραζιλίας, το κάτω σώμα του Εθνικού Κογκρέσου. Ήταν ο βουλευτής με τις περισσότερες ψήφους στην ιστορία της Βραζιλίας στις εκλογές του 2018.
«Είναι ξεκάθαρο: η Βραζιλία ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με τη Βενεζουέλα», σχολίασε.
Ο Τραμπ κατηγόρησε την κυβέρνηση της Βραζιλίας για πολιτική δίωξη των συντηρητικών φωνών της αντιπολίτευσης και επέβαλε στη χώρα δασμούς έως και 50% – από τους υψηλότερους στον κόσμο.
Στις 11 Σεπτεμβρίου, τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας καταδίκασε τον Ζαΐρ Μπολσονάρου σε 27 χρόνια φυλάκισης, κρίνοντάς τον ένοχο για απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης μετά την ήττα του στις εκλογές του 2022.
Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο σε πέντε κατηγορίες: απόπειρα πραξικοπήματος, συμμετοχή σε ένοπλη εγκληματική οργάνωση, απόπειρα βίαιης κατάργησης του δημοκρατικού κράτους δικαίου, ζημιές που σχετίζονται με βία και σοβαρές απειλές κατά κρατικής περιουσίας και προστατευόμενης κληρονομιάς.
Ο Λούλα έγραψε στις 14 Σεπτεμβρίου σε άρθρο γνώμης που δημοσιεύθηκε στους New York Times: «Η απόφαση ήταν το αποτέλεσμα διαδικασιών που διεξήχθησαν σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1988 της Βραζιλίας, που θεσπίστηκε μετά από δύο δεκαετίες αγώνα ενάντια σε στρατιωτική δικτατορία. Ακολούθησαν μήνες ερευνών που αποκάλυψαν σχέδια δολοφονίας σε βάρος εμού, του αντιπροέδρου και ενός δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου. Οι Αρχές ανακάλυψαν επίσης ένα προσχέδιο διατάγματος που θα ακύρωνε ουσιαστικά τα αποτελέσματα των εκλογών του 2022.»
Στο μεταξύ, ο Εντουάρντο Μπολσονάρου είπε ότι «ο Λούλα, ο Αλεξάντρ ντε Μοράες και οι συνεργοί τους στο βραζιλιάνικο καθεστώς προσκολλώνται σε κατασκευασμένες αφηγήσεις», αναφερόμενος στον δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας Αλεξάντρ ντε Μοράες, ο οποίος προήδρευσε της δίκης.
«Θέλουν να πιστέψει ο κόσμος ότι 1.500 άοπλοι πολίτες – πολλοί από τους οποίους ήταν ηλικιωμένες γυναίκες στα 70 τους – που συγκεντρώθηκαν μια Κυριακή κατά τη διάρκεια της εορταστικής αργίας στη Μπραζίλια, ήταν ικανοί να πραγματοποιήσουν πραξικόπημα, ακριβώς τη στιγμή που ο πρόεδρος Μπολσονάρου βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε, αναφερόμενος στα επεισόδια της 8ης Ιανουαρίου 2023, όταν όχλος βανδάλισε τα κτήρια του Κογκρέσου, του Ανώτατου Δικαστηρίου και του Προεδρικού Μεγάρου της Βραζιλίας μετά τις εκλογές του 2022, τις οποίες ο Ζαΐρ Μπολσονάρου έχασε με μικρή διαφορά.
Τα επεισόδια της 8ης Ιανουαρίου χαρακτηρίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας ως η ολοκλήρωση της φερόμενης απόπειρας πραξικοπήματος, η οποία, σύμφωνα με το δικαστήριο, περιελάμβανε επίσης σχέδια δολοφονίας αξιωματούχων.
Ο Εντουάρντο Μπολσονάρου δήλωσε ότι αυτό το αφήγημα είναι «παράλογο, [μία] παραφροσύνη που καταρρέει μέσα σε ένα λεπτό ειλικρινούς εξέτασης».
«Ο Μπολσονάρου, ενώ ήταν ακόμη πρόεδρος, διόρισε τους στρατιωτικούς διοικητές που είχαν προταθεί από τον Λούλα, κάτι που κανένας πραξικοπηματίας δεν θα έκανε ποτέ», είπε ο νεότερος Μπολσονάρου. «Τα γεγονότα της 8ης Ιανουαρίου 2023 ήταν μια διαμαρτυρία που ξέφυγε από τον έλεγχο, όπως στις 6 Ιανουαρίου 2021 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα όμως εργαλειοποιούνται από την αριστερά για να αποκλειστεί ο Μπολσονάρου από τις εκλογές του 2026», παρατήρησε αναφερόμενος στα γεγονότα στο Καπιτώλιο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας βρίσκεται τώρα σε κατ’ οίκον περιορισμό και δεν μπορεί να είναι υποψήφιος στις εκλογές του 2026.
Ο Εντουάρντο Μπολσονάρου αρνείται τις κατηγορίες περί εξαναγκασμού. Η πρόσφατη δίωξή του αφορά τη δραστηριότητά του στο εξωτερικό, καθώς προσπαθεί να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη σχετικά με την έλλειψη δίκαιης νομικής διαδικασίας στη δίκη του πατέρα του και σε άλλες υποθέσεις που σχετίζονται με την 8η Ιανουαρίου, καθώς και για τη διαδικτυακή λογοκρισία από τις βραζιλιάνικες Αρχές που εμπλέκουν αμερικανικές εταιρείες κοινωνικών μέσων και Αμερικανούς πολίτες.
«Πώς θα μπορούσα να κατηγορηθώ για εξαναγκασμό αν δεν έχω καμία εξουσία να βάλω κάποιον στη λίστα κυρώσεων του [Γραφείου Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων], που διέπεται από τον νόμο Μαγκνίτσκι; Αυτό είναι ένα νόμιμο εργαλείο του αμερικανικού δικαίου, όχι προσωπικό μου εργαλείο», είπε.
Το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (Office of Foreign Assets Control’s – OFAC) είναι τμήμα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών που παρακολουθεί τις οικονομικές κυρώσεις. Ο Νόμος Μαγκνίτσκι είναι νομοθεσία του 2016 που επιτρέπει στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών να επιβάλει κυρώσεις σε άτομα για εκτεταμένη διαφθορά ή παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο Ντε Μοράες, ο κύριος δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βραζιλίας που ήταν υπεύθυνος για τη δίκη του Ζαΐρ Μπολσονάρου και στόχευσε τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες για τον διαδικτυακό λόγο, τιμωρήθηκε με κυρώσεις από το υπουργείο Οικονομικών μέσω αυτού του προγράμματος, στις 30 Ιουλίου 2025. Η σύζυγός του και μια οντότητα που ονομάζεται Lex Institute, εταιρεία συνδεδεμένη με την οικογένειά του, υπέστησαν κυρώσεις στις 22 Σεπτεμβρίου, την ίδια ημέρα που κατηγορήθηκε ο Εντουάρντο Μπολσονάρου.
«Δεν έχω ενεργήσει ποτέ για να παρέμβω σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Αυτό που κάνω, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μου ως βουλευτής, είναι να υπερασπίζομαι την αμνηστία [μια χάρη που προέρχεται από το Κογκρέσο] για όσους διώκονται πολιτικά από τον παραβάτη ανθρωπίνων δικαιωμάτων Αλεξάντρ ντε Μοράες», είπε ο Μπολσονάρου.
«Η καταγγελία παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι έγκλημα· είναι καθήκον», συνέχισε.
Έχει ζητήσει «ευρεία, γενική και απεριόριστη αμνηστία», που να ανατρέχει σε αμφιλεγόμενες έρευνες που ξεκίνησαν το 2019 από το Ανώτατο Δικαστήριο και συνδέονται με την απόφαση για το πραξικόπημα. Ισχυρίστηκε ότι «διαφορετικά, το Ανώτατο Δικαστήριο θα συνεχίσει να κατασκευάζει υποθέσεις για να καταδικάζει συντηρητικούς και να τους καθιστά μη επιλέξιμους.»
Ο Εντουάρντο Μπολσονάρου είπε ότι οι αμερικανικές κυρώσεις είχαν τοπικό αντίκτυπο, αναφέροντας μια πρόσφατη ψηφοφορία στο βραζιλιάνικο κοινοβούλιο για την επίσπευση ενός νομοσχεδίου που θα μείωνε τις ποινές των δραστών της 8ης Ιανουαρίου.
«Σήμερα, μετά τις αμερικανικές κυρώσεις […] περάσαμε την πρόταση κατεπείγοντος [στο Κογκρέσο] με 311 ψήφους, περισσότερες από αρκετές για να τροποποιηθεί το Σύνταγμα της Βραζιλίας», είπε. «Χωρίς διεθνή πίεση, η Βραζιλία θα ήταν ήδη μια Βενεζουέλα, μόνο με ψευδοαντιπολίτευση και τη γνήσια δεξιά αποκλεισμένη από τις εκλογές του επόμενου έτους.»
Η Epoch Times επικοινώνησε με το Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας και με το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Βραζιλίας για σχόλιο, αλλά δεν έλαβε άμεσα απαντήσεις.
Του Marcos Schotgues
Με τη συμβολή της Emel Akan