Η Αυστραλία ανακοίνωσε ότι επέλεξε την Ιαπωνία ως προμηθευτή για την κατασκευή 11 φρεγατών γενικής χρήσης, κόστους περίπου 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων Αυστραλίας (5.6 δισ. ευρώ), όπως δήλωσαν ο υπουργός Άμυνας Ρίτσαρντ Μαρλς και ο υπουργός Βιομηχανίας Άμυνας Πατ Κόνροϊ.
Οι φρεγάτες θα κατασκευαστούν από την ιαπωνική Mitsubishi Heavy Industries (MHI), με το μοντέλο Mogami να υπερισχύει έναντι της γερμανικής πρότασης TKMS MEKO A-200. Οι υπουργοί εξήγησαν πως, έπειτα από μια αυστηρή και ανταγωνιστική διαδικασία επιλογής, η φρεγάτα κλάσης Mogami κρίθηκε καταλληλότερη για να καλύψει τα επιχειρησιακά και στρατηγικά κριτήρια των αυστραλιανών ενόπλων δυνάμεων.
Η συμφωνία σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η Αυστραλία προμηθεύεται ιαπωνικό στρατιωτικό εξοπλισμό και μόλις τη δεύτερη φορά που η Ιαπωνία εξάγει τέτοιο υλικό στο εξωτερικό.
Η Αυστραλία αναμένεται να προμηθευτεί μια αναβαθμισμένη έκδοση του Mogami, γνωστή ως FFM, η οποία είναι μεγαλύτερη – εκτοπίζοντας 6.200 τόνους πλήρως φορτωμένη, έναντι των 5.500 τόνων της υπάρχουσας έκδοσης. Το νέο πλοίο θα διαθέτει δυνατότητες επιτήρησης, ναρκοπολέμου, καθώς και προηγμένα ηλεκτρονικά και αισθητήρες ηλεκτρονικού πολέμου.
Ο κ. Μαρλς ανέφερε ότι η αναβαθμισμένη φρεγάτα θα έχει εμβέλεια έως 10.000 ναυτικά μίλια, κάθετο εκτοξευτή 32 θέσεων (VLS), και θα είναι εξοπλισμένη με αντιαεροπορικούς και αντιπλοϊκούς πυραύλους.
Υπενθυμίζεται ότι ο πρώην πρωθυπουργός Τόνι Άμποτ είχε επιχειρήσει να αγοράσει ιαπωνικά υποβρύχια κλάσης Soryu την περίοδο 2013–2015, αλλά το σχέδιο εγκαταλείφθηκε μετά την αποπομπή του από την πρωθυπουργία. Τότε η Ιαπωνία δεν είχε ακόμη προχωρήσει σε εξαγωγές στρατιωτικού υλικού, αν και στη συνέχεια πούλησε ραντάρ στις Φιλιππίνες. Επίσης, η ιαπωνική κυβέρνηση είχε προσφέρει περιορισμένη υποστήριξη στην πρόταση των υποβρυχίων, σε αντίθεση με την έντονη στήριξη της παρούσας πρότασης από την MHI.
Σήμερα, οκτώ φρεγάτες Mogami βρίσκονται σε υπηρεσία με τις Ιαπωνικές Ναυτικές Δυνάμεις Αυτοάμυνας, ενώ τέσσερις ακόμη κατασκευάζονται. Η Mitsubishi μπορεί να κατασκευάζει περίπου δύο πλοία ετησίως, κάτι που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από την Αυστραλία, η οποία επιδιώκει να αντικαταστήσει γρήγορα τις απαρχαιωμένες φρεγάτες κλάσης ANZAC.
Τα τρία πρώτα πλοία θα ναυπηγηθούν στα δύο ναυπηγεία της Mitsubishi στην Ιαπωνία, ενώ τα υπόλοιπα θα κατασκευαστούν στο ναυπηγείο Henderson της Δυτικής Αυστραλίας. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, το πρώτο αυστραλιανό πλοίο θα ενταχθεί στο Πολεμικό Ναυτικό το 2029, νωρίτερα από τις φρεγάτες Hunter βρετανικού σχεδιασμού, οι οποίες αναμένονται περί το 2032.
Ενσωμάτωση με τα συστήματα των ΗΠΑ
Το νέο σχέδιο υποστηρίζει την ενσωμάτωση συστημάτων που συνεργάζονται πλήρως με τα αμερικανικά, ενισχύοντας τη διαλειτουργικότητα μεταξύ των ναυτικών δυνάμεων Αυστραλίας, ΗΠΑ και Ιαπωνίας.
Κάθε φρεγάτα θα επανδρώνεται από 90 ναύτες – αριθμός μειωμένος στο μισό σε σχέση με τα υφιστάμενα πλοία – και θα έχει διάρκεια ζωής 40 ετών. Αυτό αναμένεται να μειώσει το συνολικό κόστος χρήσης, αντισταθμίζοντας τη διαφορά τιμής, η οποία εκτιμάται ότι ανήλθε σε 20% παραπάνω από τη γερμανική πρόταση.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ Ιαπωνίας και Γερμανίας υπήρξε έντονος, με τη γερμανική πλευρά να διοργανώνει επισκέψεις δημοσιογράφων σε ναυπηγεία και να επικρίνει την περιορισμένη εμπειρία της Ιαπωνίας στις εξαγωγές αμυντικού εξοπλισμού.
Ο πρόεδρος της Mitsubishi Heavy Industries, Σέιτζι Ιζουμιζάουα, παρουσίασε την τελική προσφορά στην Καμπέρα, δηλώνοντας πρόθυμος να ενισχύσει τη συνεργασία με την Αυστραλία στους τομείς της άμυνας και του διαστήματος. Σε δεξίωση που διοργάνωσε η πρεσβεία της Ιαπωνίας, ανέφερε ότι οι δύο χώρες είναι «ομοϊδεάτισσες» και μπορούν να συμβάλουν από κοινού στην ευημερία της περιοχής και του κόσμου.
Ο Τακέσι Ισικάουα, επίτροπος της Ιαπωνικής Υπηρεσίας Προμηθειών και Τεχνολογίας του υπουργείου Άμυνας, υποστήριξε ότι η ενίσχυση της τριμερούς συνεργασίας Ιαπωνίας–ΗΠΑ–Αυστραλίας συμβάλλει στη διατήρηση της σταθερότητας στον Ινδο-Ειρηνικό.
Οι φρεγάτες Mogami διαθέτουν έναν αεριοστρόβιλο Rolls-Royce και δύο πετρελαιοκινητήρες MAN, επιτυγχάνοντας ταχύτητες άνω των 30 κόμβων (περίπου 55,5 χλμ./ώρα). Φέρουν πυροβόλο BAE Systems Mark 45 των 127 χιλιοστών, δύο τηλεχειριζόμενα συστήματα των 12,7 χιλιοστών της Japan Steel Works, καθώς και το σύστημα κάθετης εκτόξευσης Lockheed Martin 32 κελιών – διπλάσιο από αυτό του Meko A-200.
Μπορούν επίσης να εκτοξεύουν οκτώ αντιπλοϊκούς πυραύλους τύπου 12 της MHI, ενώ διαθέτουν και το σύστημα SeaRAM της Raytheon για την τελική άμυνα κατά εισερχόμενων πυραύλων ή μικρών σκαφών. Οι φρεγάτες είναι εξοπλισμένες και για ναρκοπόλεμο, με δυνατότητα πόντισης ναρκών.
Η αυξημένη ικανότητα μεταφοράς πυραύλων σημαίνει λιγότερα ταξίδια επαναφόρτωσης ή, εάν ακολουθηθεί η αμερικανική τακτική, δυνατότητα επανεξοπλισμού εν πλω – αν και πρόκειται για διαδικασία υψηλών απαιτήσεων.
Ο Έρικ Λις, ερευνητής στρατηγικής συμμαχιών στο Ινστιτούτο Αμυντικής Πολιτικής της Αυστραλίας (ASPI), ανέφερε ότι η αναλογία πληρώματος προς αριθμό εκτοξευτών είναι εξαιρετικά αποδοτική – 2,8 ναύτες ανά κελί στη Mogami, έναντι 3,4 στην αμερικανική κλάση Arleigh Burke και 7,5 στο γερμανικό Meko A-200. Αυτό, υποστήριξε, ευθυγραμμίζεται με τη στρατηγική «άμυνας μέσω αποτροπής» της Αυστραλίας.
Αν και η γερμανική πρόταση βασιζόταν σε σύστημα μάχης συγγενές με αυτό των ANZAC, γεγονός που προσέφερε ομαλότερη ενσωμάτωση, η αναβάθμιση παλαιότερων συστημάτων συνεπάγεται αυξανόμενο κόστος και τεχνολογικούς περιορισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των αμερικανικών αντιτορπιλικών, το οποίο κοστίζει περίπου 17 δισ. δολάρια (14,73 δισ. ευρώ) για 20 πλοία.
Το σύστημα διαχείρισης μάχης της Mogami αναπτύχθηκε παράλληλα με το ίδιο το πλοίο, από το 2015, στοιχείο που ενδέχεται να επιφέρει μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη. Ωστόσο, όπως εκτίμησε ο Λις, το Αυστραλιανό Πολεμικό Ναυτικό θα χρειαστεί χρόνο προσαρμογής, ενώ θα υπάρξει πρόσθετο κόστος για την ενσωμάτωση οπλικών συστημάτων που χρησιμοποιεί η Αυστραλία αλλά όχι η Ιαπωνία.
Του Rex Widerstrom