Η μακροχρόνια χρήση κάνναβης, είτε μέσω καπνίσματος είτε μέσω βρώσιμων προϊόντων με THC, ενδέχεται να προκαλεί βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία αντίστοιχες με εκείνες που παρατηρούνται στους καπνιστές καπνού, σύμφωνα με νέα μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο (UCSF).
Όπως διαπιστώθηκε, τόσο το κάπνισμα όσο και η κατανάλωση κάνναβης με τη μορφή βρώσιμων προϊόντων επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργία του ενδοθηλίου — δηλαδή του εσωτερικού τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων — ακόμη και σε υγιείς ενήλικες που δεν έχουν καπνίσει ποτέ.
Ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Ιατρικής στο Καρδιοαγγειακό Ερευνητικό Ινστιτούτο του UCSF, Μάθιου Λ. Σπρίνγκερ, ανέφερε ότι τα αιμοφόρα αγγεία «δεν φαίνεται να ξεχωρίζουν αν ο καπνός προέρχεται από ταμπάκο ή από κάνναβη», ενώ σημείωσε ότι η λειτουργία των αγγείων στους χρήστες κάνναβης μοιάζει «πολύ» με εκείνη που παρατηρείται στους χρήστες καπνού, βάσει προηγούμενων μελετών.
Διαφορετικές μορφές χρήσης, παρόμοια βλάβη
Για τους περίπου 17,7 εκατομμύρια Αμερικανούς που χρησιμοποιούν μαριχουάνα σε κάποια μορφή καθημερινά, σύμφωνα με στοιχεία δημοσκοπήσεων, η μελέτη θέτει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τους μακροπρόθεσμους κινδύνους για την υγεία, οι οποίοι παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητοι.
Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Cardiology, παρακολούθησε 55 υγιείς ενήλικες, ηλικίας 18 έως 50 ετών, χωρισμένους σε τρεις ομάδες: καπνιστές κάνναβης, χρήστες βρώσιμων προϊόντων THC (Τετραϋδροκανναβινόλη) και άτομα που δεν έκαναν χρήση. Οι χρήστες κάνναβης χρησιμοποιούσαν το εκάστοτε προϊόν τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα για περισσότερο από έναν χρόνο, εντάσσοντάς τους στην κατηγορία των τακτικών, και όχι περιστασιακών, χρηστών.
Ο Σπρίνγκερ ανέφερε ότι η επιλογή του σχετικά μικρού δείγματος έγινε σκόπιμα, εξηγώντας ότι οι συμμετέχοντες είχαν επιλεγεί αυστηρά ώστε να αποκλειστεί κάθε εμπλοκή καπνού ή παθητικού καπνίσματος. Οι καπνιστές του δείγματος χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά κάνναβη — χωρίς ατμιστικές ή άλλες μορφές THC — ενώ οι χρήστες βρώσιμων προϊόντων απέφευγαν πλήρως την έκθεση σε καπνό.
Η αξιολόγηση της αγγειακής λειτουργίας έγινε μετρώντας την αγγειοδιαστολή εξαρτώμενη από τη ροή, ένδειξη για το πόσο καλά ανταποκρίνονται τα αιμοφόρα αγγεία στη μεταβολή της ροής του αίματος. Και οι δύο ομάδες χρηστών εμφάνισαν σημαντικά μειωμένη λειτουργία σε σχέση με τους μη χρήστες, με τη μεγαλύτερη χρήση να συνδέεται με εντονότερη βλάβη.
Ίδια επίδραση, διαφορετικοί μηχανισμοί
Αν και τόσο το κάπνισμα όσο και η κατανάλωση THC μέσω βρώσιμων προϊόντων είχαν παρόμοιες επιπτώσεις στα αιμοφόρα αγγεία, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό συμβαίνει πιθανότατα για διαφορετικούς λόγους.
Στην περίπτωση των καπνιστών κάνναβης, διαπιστώθηκε μειωμένη παραγωγή μονοξειδίου του αζώτου — μιας ουσίας που συμβάλλει στη διατήρηση της υγείας των αγγείων. Το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρήθηκε στους χρήστες βρώσιμων προϊόντων, αν και και εκείνοι παρουσίασαν αντίστοιχη αγγειακή δυσλειτουργία. Άλλες παραμέτρους, όπως η αρτηριακή σκλήρυνση, δεν εμφάνισαν διαφορές μεταξύ των ομάδων.
Ο Σπρίνγκερ εκτίμησε ότι ο βασικός παράγοντας για τη βλάβη στους καπνιστές είναι ο ίδιος ο καπνός, υπενθυμίζοντας ότι παρόμοια προβλήματα εμφανίζονται και στους χρήστες καπνού, παρά την απουσία THC στον τελευταίο. Ανέφερε επίσης ότι πειραματικές μελέτες σε αρουραίους έχουν δείξει ότι ακόμη και ο καπνός μαριχουάνας χωρίς καμία δραστική ουσία προκαλεί καρδιαγγειακή δυσλειτουργία.
Για τους χρήστες βρώσιμων προϊόντων, ο μηχανισμός παραμένει ασαφής, αν και η βλάβη φαίνεται να είναι εξίσου υπαρκτή.
Ο ίδιος επισήμανε ότι, τόσο το κάπνισμα μαριχουάνας όσο και η συχνή χρήση βρώσιμων προϊόντων THC δεν φαίνεται να αποφεύγουν τις αγγειακές βλάβες που προκαλεί ο καπνός. Αναγνώρισε ότι η μελέτη είχε ορισμένους περιορισμούς, όπως η μεταβλητότητα των ποικιλιών κάνναβης και η αυτοαναφερόμενη χρήση, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα.
«Η μελέτη είναι σχετικά μικρή», δήλωσε, «παρ’ όλα αυτά, οι διαφορές μεταξύ των ομάδων είναι σαφείς και τα στατιστικά ευρήματα ισχυρά, με υψηλό βαθμό αξιοπιστίας».
Πιθανές επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία
Τα ευρήματα δημοσιοποιούνται σε μια περίοδο που η νομιμοποίηση της κάνναβης επεκτείνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκαλώντας συζητήσεις για την επικαιροποίηση των μηνυμάτων δημόσιας υγείας και των σχετικών κανονισμών.
Ο Δρ Ράιαν Σάλταν (Dr. Ryan Sultan), επίκουρος καθηγητής Ψυχιατρικής στο Columbia University και ειδικός στις διαταραχές χρήσης κάνναβης, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, σχολίασε ότι τα ευρήματα ενισχύουν το αυξανόμενο σώμα αποδείξεων που συνδέουν τη χρόνια χρήση κάνναβης με καρδιαγγειακές επιπτώσεις. Όπως ανέφερε, αντίστοιχες επιδημιολογικές μελέτες στο παρελθόν οδήγησαν σε αυστηρότερες ρυθμίσεις για τον καπνό, όπως προειδοποιητικές ετικέτες και περιορισμούς στο δημόσιο κάπνισμα.
Ο Δρ Σάλταν υποστήριξε ότι, αν συνεχιστούν οι επιστημονικές ενδείξεις για βλαβερές επιπτώσεις, ίσως χρειαστεί να επανεξεταστούν ζητήματα όπως η επισήμανση προϊόντων κάνναβης, η επικοινωνία κινδύνου προς το κοινό και οι περιορισμοί σε προϊόντα υψηλής δραστικότητας ή εισπνεόμενης χρήσης.
Από την πλευρά της βιομηχανίας, ωστόσο, διατυπώνονται ενστάσεις ως προς το εύρος και τις επιπτώσεις των ευρημάτων.
Ο Άβις Μπουλμπουγιάν (Avis Bulbulyan), διευθύνων σύμβουλος της SIVA Enterprises — μιας αμερικανικής εταιρείας επενδύσεων στην κάνναβη — αμφισβήτησε την επάρκεια του δείγματος των 55 ατόμων για την εξαγωγή ιατρικών συμπερασμάτων. Όπως δήλωσε, με λιγότερους από 20 καπνιστές κάνναβης να συμμετέχουν, τα αποτελέσματα της μελέτης δεν θα έπρεπε να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις.