Ο Αριστοτέλης έζησε το 384 π.Χ. και απεβίωσε το 322 π.Χ. Υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα έργα του καταπιάνονται με διάφορα θέματα, όπως την πολιτική, την ηθική, την ψυχολογία και τις φυσικές επιστήμες.
Κοινωνικά φαινόμενα όπως αυτά του εγκλήματος και της βίας ανέκαθεν ενδιέφεραν τους κοινωνούς, και αποτελούσαν ιδιαίτερο θέμα συζήτησης για πολλούς φιλοσόφους, του Αριστοτέλη περιλαμβανομένου. Βέβαια, το έργο του Αριστοτέλη δεν είχε ως σκοπό την προσέγγιση της βίας ή του εγκληματικού φαινομένου, γεγονός που πρέπει να διευκρινιστεί από την αρχή.
Θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι εμφανίζεται μία αριστοτελική προσέγγιση της βίας (αν και όχι ολοκληρωμένη), μέσα από τις θέσεις του σχετικά με την Πόλη, το Δίκαιο, τη Δικαιοσύνη, το έγκλημα (για τον Αριστοτέλη το έγκλημα είναι ένα κακό που στρέφεται κατά της κοινωνίας) και τον κοινωνικό έλεγχο του εγκλήματος, τα οποία μας δίνουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε έμμεσα τη βία ως κοινωνικό φαινόμενο και ως συστατικό είδος εγκλήματος (βίαια εγκλήματα).
Επίσης, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, σημαντικό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η βία, δηλαδή στην «Πόλη». Διότι εκεί αναπτύσσονται τα δικαιώματα της πολιτείας και παράλληλα του πολίτη. Είναι σύνηθες πολλές φορές να εμφανίζονται συγκρούσεις ή και αντικρουόμενες θέσεις ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Για τον λόγο αυτό και για την επίτευξη της απαιτούμενης κοινωνικής ευταξίας, έγινε αντιληπτή η ανάγκη για θεσμοθέτηση γραπτών νόμων. Κατά τον Αριστοτέλη, οι νόμοι θα πρέπει να επιδιώκουν την ικανοποίηση του κοινού συμφέροντος και ως εγκλήματα θα πρέπει να χαρακτηρίζονται οι πράξεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική ευταξία.
Η αριστοτελική προσέγγιση επηρέασε πολλούς ερευνητές ακόμα και εκατοντάδες χρόνια μετά, μεταξύ των οποίων τον Τσέζαρε Μπεκκαρία (Cesare Beccaria) και τον Τζέρεμυ Μπένθαμ (Jeremy Bentham) της κλασικής σχολής της εγκληματολογίας, αλλά και τον μεσαιωνικό φιλόσοφο και θεολόγο Θωμά Ακινάτη (Thomas Aquinas), ο οποίος συνδύασε τις αριστοτελικές θεωρίες περί ηθικής με τη Χριστιανική Θεολογία και δημιούργησε τη θεωρία του φυσικού δικαίου.
Η προσέγγιση του Αριστοτέλη εξακολουθεί να ασκεί επιρροή μέχρι και σήμερα. Γίνεται αντιληπτή μέσα από θεωρίες, ενώ σχετίζεται άμεσα με την επανορθωτική δικαιοσύνη.
Η διάκριση των εγκλημάτων και των εγκληματιών
Οι απόψεις του Αριστοτέλη σχετικά με την τριμερή διάκριση των εγκλημάτων μπορούν να εφαρμοστούν και για τη βία. Συγκεκριμένα, διακρίνει τη βία η οποία προκαλείται χωρίς να είναι ψυχολογικά αποδεκτή από τον δράστη σε δύο κατηγορίες: α) του ατυχήματος, όπου η βία δεν είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του δράστη ή είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του, αλλά δεν θα μπορούσε να την προβλέψει ή να την αποτρέψει ακόμα και εάν ήθελε. Δηλαδή ο δράστης δεν είχε πρόθεση να προκαλέσει βλάβη και ακόμα και με πλήρη λογική θα είχε βγει το ίδιο αποτέλεσμα. β) Του σφάλματος. Σε αυτή την κατηγορία ενώ η πράξη του δράστη είναι εκούσια, ο ίδιος δεν είχε σκοπό-πρόθεση για το αποτέλεσμα της πράξης. Η πράξη γίνεται με άγνοια κάποιων επιμέρους περιστάσεων. Όμως το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί και αποτραπεί.
Κατά τον ίδιο τρόπο, σύμφωνα με την αριστοτέλεια προσέγγιση, γίνεται διάκριση μεταξύ αδικημάτων και κακουργημάτων, ως προς το αν η βίαιη πράξη είναι αντίθετη προς το δίκαιο αντικειμενικά και υποκειμενικά. Δηλαδή αν ο δράστης έχει γνώση τού τι πράττει και το επιθυμεί, αλλά δεν υπάρχει η πρόθεση, τότε η βία εντάσσεται στα αδικήματα, ενώ εάν ο δράστης έχει επίσης και την πρόθεση, εντάσσεται στα κακουργήματα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η διάκριση των εγκληματιών που κάνει ο Αριστοτέλης. Αναφέρεται στους από πάθος εγκληματίες, στους από συνήθεια, στους ψυχικά ασθενείς, στους υπότροπους, κλπ. Όλα τα παραπάνω είναι ΄τύποι εγκληματιών που μπορούν να διαπράξουν και βίαια εγκλήματα.
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι λογικά όντα που έχουν ελεύθερη βούληση, άρα είναι υπεύθυνα για τις πράξεις τους. Πίστευε ακόμη ότι η βία πηγάζει από τα πάθη και τις επιθυμίες και οφείλεται στη φιλοδοξία και πλεονεξία των ατόμων. Πίστευε στην πολυπαραγοντικότητα του εγκλήματος (βιολογικοί, ψυχολογικοί, κοινωνικο-πολιτιστικοί παράγοντες) και στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση. Τέλος, απέδιδε τη βιαιοπραγία και στην οργή.
Βιβλιογραφία
- Βίκυ Βλάχου, Η εξέλιξη των εγκληματολογικών θεωριών για τη βία και την επιθετικότητα, Αθήνα, Νομική βιβλιοθήκη, 2008, σελ. 9-11
Ηλεκτρονικές πηγές
- Adam J. McKee, Aristotle’s Influence on Criminology, Doc McKee, , 2025








