Η διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, Τούλσι Γκάμπαρντ, ανακοίνωσε στις 8 Απριλίου τη συγκρότηση ειδικής ομάδας εργασίας με σκοπό τη μείωση των δαπανών και την εξάλειψη της «εργαλειοποίησης» του κρατικού μηχανισμού.
Σύμφωνα με την ανακοίνωσή της, η εν λόγω ομάδα στοχεύει στην «αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς την Κοινότητα των Μυστικών Υπηρεσιών» και στην ευθυγράμμιση με τα προεδρικά διατάγματα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Η Γκάμπαρντ δήλωσε ότι ήδη εντοπίζονται σπατάλες σε πραγματικό χρόνο, απλοποιούνται ξεπερασμένες διαδικασίες, εξετάζονται έγγραφα προς αποχαρακτηρισμό και υλοποιούνται συνεχιζόμενες προσπάθειες για την αντιμετώπιση καταχρήσεων εξουσίας και πολιτικοποίησης.
Όπως διευκρινίστηκε, αρκετές από τις ενέργειες αυτές εντάσσονται στα προεδρικά διατάγματα που ίδρυσαν το Υπουργείο Αποδοτικότητας της Διακυβέρνησης (Department of Government Efficiency-DOGE) — έναν οργανισμό περιορισμού κόστους, που συνδέεται με τον ανώτατο σύμβουλο του Τραμπ, Έλον Μασκ. Η Υπηρεσία της Διευθύντριας Εθνικών Πληροφοριών δεν παρείχε περαιτέρω λεπτομέρειες, ωστόσο ανέφερε ότι εξετάζονται ενεργά περιπτώσεις σπατάλης, αναποτελεσματικότητας και διοικητικής υπερφόρτωσης.
Η ίδια υπηρεσία γνωστοποίησε πως αξιολογούνται έγγραφα προς αποχαρακτηρισμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πληροφορίες για την προέλευση της COVID-19, για τα αποκαλούμενα «ανώμαλα περιστατικά υγείας», για την έρευνα «Crossfire Hurricane» του FBI σχετικά με τους ισχυρισμούς περί συμπαιγνίας του Τραμπ με τη Ρωσία το 2016, καθώς και για τις «δράσεις εσωτερικής παρακολούθησης και λογοκρισίας» της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Ο όρος «ανώμαλα περιστατικά υγείας» αναφέρεται στο αποκαλούμενο «σύνδρομο της Αβάνας» — μια σειρά ανεξήγητων και αιφνίδιων συμπτωμάτων όπως ζάλη, πόνος και γνωστικές δυσκολίες, που αναφέρθηκαν από υπαλλήλους της αμερικανικής κυβέρνησης ήδη από το 2016.
Η έρευνα «Crossfire Hurricane» είχε προκαλέσει αντιδράσεις στους κόλπους των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι υποστήριξαν ότι βασίστηκε σε ψευδείς πληροφορίες για να εκδοθεί ένταλμα παρακολούθησης του πρώην συμβούλου της εκστρατείας Τραμπ, Κάρτερ Πέιτζ.
Ο πρώην πρόεδρος Τραμπ έχει επανειλημμένα καταγγείλει την έρευνα του FBI, χαρακτηρίζοντάς την μέρος μιας διαρκούς εκστρατείας σπίλωσης με στόχο τη βλάβη της προεδρίας και της εκστρατείας επανεκλογής του. Η έρευνα του πρώην ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μάλερ διαπίστωσε ότι η Ρωσία παρενέβη στις εκλογές του 2016, χωρίς ωστόσο να εντοπίσει αποδείξεις ότι ο Τραμπ ή η εκστρατεία του συνεργάστηκαν με το Κρεμλίνο.
Η ανακοίνωση ανέφερε επίσης ότι η ομάδα της Γκάμπαρντ θα επιδιώξει να αντιμετωπίσει την εδραιωμένη πολιτικοποίηση στον χώρο των πληροφοριών και να αποκαλύψει «μη εξουσιοδοτημένες αποκαλύψεις διαβαθμισμένων πληροφοριών».
Μεταξύ των ενεργειών που εξετάζονται είναι και η ανάκληση των διαπιστεύσεων ασφαλείας σε άτομα που «δεν έχουν πλέον ενεργό ρόλο στην εθνική ασφάλεια», μεταξύ των οποίων κατονομάζονται η πρώην βουλευτής Λιζ Τσένεϊ (R-Wyo.), η πρώην Υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον και ο πρώην πρόεδρος Τζο Μπάιντεν.
Άλλες δράσεις περιλαμβάνουν τον αποχαρακτηρισμό υλικού που αφορά τις δολοφονίες των Τζ. Φ. Κέννεντυ, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζ. και Ρ. Φ. Κέννεντυ. Τον Μάρτιο, η κυβέρνηση Τραμπ αποχαρακτήρισε έγγραφα σχετικά με τη δολοφονία Κέννεντυ το 1963, σε εφαρμογή εκτελεστικού διατάγματος που είχε εκδοθεί με την έναρξη της θητείας του προέδρου, τον Ιανουάριο.
Η Γκάμπαρντ ανέφερε στην ανακοίνωση ότι «ο πρόεδρος Τραμπ υποσχέθηκε στον αμερικανικό λαό τη μέγιστη διαφάνεια και λογοδοσία», προσθέτοντας πως η Υπηρεσία είναι αποφασισμένη να υλοποιήσει το όραμα του προέδρου και να επικεντρώσει την Κοινότητα Πληροφοριών στην αποστολή της.
Η Τούλσι Γκάμπαρντ, πρώην βουλευτής των Δημοκρατικών από τη Χαβάη, είχε εγκριθεί από τη Γερουσία τον Φεβρουάριο με ψήφους 52 υπέρ και 48 κατά — με τον γερουσιαστή Μιτς Μακόνελ (R-Ky.) να είναι ο μόνος Ρεπουμπλικανός που καταψήφισε τον διορισμό της.
Κατά την πρώτη της ακρόαση στο Κογκρέσο μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, η Γκάμπαρντ ρωτήθηκε σχετικά με μια ομάδα συνομιλιών στην εφαρμογή Signal, στην οποία συμμετείχαν μέλη του Λευκού Οίκου του Τραμπ και ανταλλάχθηκαν μηνύματα για επιθέσεις στην Υεμένη. Η ίδια απάντησε ότι δεν είχε διαβιβάσει διαβαθμισμένες πληροφορίες εκτός των επίσημων διαύλων.