Η συμμετοχή του Ρίτσαρντ Λι, γιου του δισεκατομμυριούχου Λι Κα-σινγκ, σε οικονομικό φόρουμ στο Πεκίνο στις 23-24 Μαρτίου έχει πυροδοτήσει έντονες εικασίες και συζητήσεις σχετικά με τις προσπάθειες να εξομαλυνθούν οι σχέσεις μεταξύ της εταιρείας του πατέρα του, CK Hutchison, και της κινεζικής κυβέρνησης, μετά την απόφαση του ομίλου να πωλήσει λιμενικές εγκαταστάσεις στρατηγικής σημασίας δίπλα στη Διώρυγα του Παναμά.
Ο Λι συμμετείχε στο Ετήσιο Συνέδριο του Φόρουμ Ανάπτυξης της Κίνας 2025, που διοργανώθηκε από το κέντρο έρευνας ανάπτυξης του Κρατικού Συμβουλίου της Κίνας υπό τον τίτλο «Απελευθερώνοντας την αναπτυξιακή δυναμική για σταθερή ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας». Στο φόρουμ, όπου κεντρική ομιλία απηύθυνε ο κινέζος πρωθυπουργός Λι Τσιανγκ, συμμετείχαν πάνω από 100 ηγέτες και στελέχη πολυεθνικών επιχειρήσεων, όπως ο Τιμ Κουκ της Apple και ο Κριστιάνο Αμόν της Qualcomm.
Το ταξίδι του Ρίτσαρντ Λι έρχεται στον απόηχο της ανακοίνωσης της CK Hutchison, της εταιρείας συμφερόντων του 96χρονου μεγιστάνα Λι Κα-σινγκ, ότι θα πωλήσει το μεγαλύτερο μέρος των λιμενικών επιχειρήσεών της σε 43 χώρες –συμπεριλαμβανομένων των λιμανιών εκατέρωθεν της Διώρυγας του Παναμά– σε κοινοπραξία υπό την αμερικανική επενδυτική εταιρεία BlackRock έναντι 22,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε την έντονη οργή της κινεζικής κυβέρνησης και πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις στον φιλοκυβερνητικό Τύπο του Χονγκ Κονγκ. Η φιλοκινεζική εφημερίδα Ta Kung Pao δημοσίευσε περισσότερα από 10 άρθρα που χαρακτήρισαν τον Λι Κα-σινγκ «προδότη που ξεπούλησε τη χώρα και τον κινεζικό λαό», ενώ η υπηρεσία Υποθέσεων Χονγκ Κονγκ και Μακάο της κινεζικής κυβέρνησης αναδημοσίευσε ορισμένα εξ αυτών στην ιστοσελίδα της.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η εμφάνιση του Ρίτσαρντ Λι στο Πεκίνο, μέσω του επενδυτικού του ομίλου Pacific Century Group, πιθανότατα επιχειρεί να κατευνάσει τις εντάσεις που προκάλεσε η πώληση των λιμενικών εγκαταστάσεων. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας και ειδικός σε θέματα Κίνας, Φρανκ Τιάν Σιε, δήλωσε: «Η απόφαση του Λι Κα-σινγκ ήταν καθαρά επιχειρηματική και δεν είχε πιθανώς προηγηθεί επικοινωνία με την κινεζική κυβέρνηση. Το Πεκίνο αντέδρασε έντονα γιατί θεωρεί τέτοιες επενδύσεις στρατηγικής σημασίας και τις προσεγγίζει υπό το παραδοσιακό δόγμα ‘όλος ο κόσμος ανήκει στον αυτοκράτορα’».
Η διαμάχη αυτή αναδεικνύει και βαθύτερα ζητήματα σχετικά με την πολιτική «μία χώρα, δύο συστήματα» που υποσχέθηκε το καθεστώς του Πεκίνου μετά την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ στην κινεζική κυριαρχία το 1997, αλλά έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε αυξανόμενες ανησυχίες σχετικά με τον αυξανόμενο έλεγχο του Πεκίνου και την αποδυνάμωση της αυτονομίας της πόλης.
Ο καθηγητής Σιε θεωρεί πάντως ότι το Πεκίνο δεν θα μπορέσει να ανατρέψει την απόφαση για την πώληση, καθώς αυτή φαίνεται άμεσα συνδεδεμένη με τις βλέψεις των ΗΠΑ, και ειδικότερα της κυβέρνησης του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που επιθυμούν να επανακτήσουν τον έλεγχο της Διώρυγας του Παναμά.
«Η απόφαση του Λι Κα-σινγκ σημαίνει, ουσιαστικά, ότι είτε θα πουλήσει τα λιμάνια και θα ανακτήσει χρήματα είτε, αν αρνηθεί να πουλήσει, μπορεί εν τέλει να χάσει τα πάντα», συμπλήρωσε ο Σιε.
Η πώληση των λιμανιών και οι εξελίξεις που ακολούθησαν αναμένεται να έχουν ευρύτερες συνέπειες σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η οικονομική στρατηγική του Πεκίνου, καθώς και οι σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ, βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο έντονης παγκόσμιας προσοχής, ενώ η έκβαση της υπόθεσης θα έχει καθοριστική σημασία για το μέλλον των κινεζικών επενδύσεων στον δυτικό ημισφαίριο.