Η Γερμανία επιβεβαίωσε ότι δεν ισχύουν πλέον περιορισμοί ως προς το βεληνεκές των δυτικών όπλων που παραδίδονται στην Ουκρανία, με τη Μόσχα να χαρακτηρίζει την εξέλιξη ως πιθανό πλήγμα στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
Ο καγκελάριος της Γερμανίας, Φρήντριχ Μερτς, δήλωσε στις 26 Μαΐου, κατά τη διάρκεια φόρουμ της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης WDR, ότι η Ουκρανία είναι πλέον ελεύθερη να χρησιμοποιεί τα δυτικά όπλα που διαθέτει για να πλήττει στρατιωτικούς στόχους βαθιά στο έδαφος της Ρωσίας.
Ο ίδιος υπογράμμισε πως το Κίεβο οφείλει να μπορεί να στοχεύει στρατιωτικές υποδομές της Μόσχας, ιδίως όταν η Ρωσία επιτίθεται σε ουκρανικούς αμάχους, σημειώνοντας ότι μια χώρα που μπορεί να αντιμετωπίζει έναν επιτιθέμενο μόνο εντός της επικράτειάς της, δεν αμύνεται επαρκώς.
Η δήλωση Μερτς ήρθε λίγες ώρες μετά από μαζική αεροπορική επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα ξημερώματα της 25ης Μαΐου, με εκτόξευση 367 drone και πυραύλων – η μεγαλύτερη σε αριθμό επιθέσεων από την έναρξη του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022. Τουλάχιστον δώδεκα άνθρωποι σκοτώθηκαν.
Η επίθεση σημειώθηκε λίγο πριν από την τρίτη και τελευταία ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ των δύο πλευρών, στο πλαίσιο προσπαθειών αποκλιμάκωσης. Η ανταλλαγή θεωρήθηκε το μοναδικό απτό αποτέλεσμα πρόσφατης συνόδου στην Τουρκία, η οποία σηματοδότησε την επανεκκίνηση των απευθείας επαφών Ρώσων και Ουκρανών διαπραγματευτών.
Παρά τις αρχικές προσδοκίες – και σχετικές δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ – ότι θα παρίσταντο οι πρόεδροι Βλαντίμιρ Πούτιν και Βολοντίμιρ Ζελένσκι, οι δύο ηγέτες τελικά απείχαν, έπειτα από την αιφνίδια απόφαση του Πούτιν να μην παραστεί, κάτι που οδήγησε και τον Ουκρανό πρόεδρο να αποσυρθεί.
Οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν από χαμηλόβαθμους αξιωματούχους και κατέληξαν στην ανταλλαγή αιχμαλώτων, χωρίς συμφωνία για κατάπαυση του πυρός.
Ο Τραμπ, ο οποίος προσπαθεί να ενθαρρύνει τις δύο πλευρές να τερματίσουν τον πόλεμο μέσω διαλόγου, δήλωσε πρόσφατα ότι επικοινώνησε τηλεφωνικά τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Ζελένσκι, προσθέτοντας ότι και οι δύο συμφώνησαν να συνεχίσουν τις επαφές. Παράλληλα, άφησε να εννοηθεί πως οι ΗΠΑ σκοπεύουν να μειώσουν τον ρόλο τους ως ενδιάμεσου στις διαπραγματεύσεις.
Σε δηλώσεις του, στις 25 Μαΐου, λίγο μετά το νέο κύμα ρωσικών επιθέσεων στην Ουκρανία, ο Τραμπ εξέφρασε την έκπληξή του για την απόφαση του Πούτιν να κλιμακώσει τη σύγκρουση, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν σε εξέλιξη ειρηνευτικές συνομιλίες. Όπως ανέφερε σε δημοσιογράφους στο αεροδρόμιο του Νιου Τζέρσεϋ, δεν είναι ικανοποιημένος από τη στάση του Ρώσου προέδρου, και δεν καταλαβαίνει «τι του συνέβη».
Η αντίδραση του Κρεμλίνου στις δηλώσεις Μερτς ήταν άμεση. Ο εκπρόσωπος Τύπου Ντμίτρι Πεσκόφ προειδοποίησε στις 16 Μαΐου –πριν από την επίσημη επιβεβαίωση του Βερολίνου– ότι τέτοιες αποφάσεις αποτελούν απειλή για τη διαδικασία ειρήνευσης. Όπως είπε, αν πράγματι έχουν ληφθεί τέτοιες αποφάσεις, είναι σε απόλυτη αντίθεση με τις ρωσικές επιδιώξεις για πολιτική διευθέτηση και είναι «επικίνδυνες».
Αν και δεν ανέφερε συγκεκριμένα πιθανά αντίμετρα, το Κρεμλίνο έχει στο παρελθόν αφήσει να εννοηθεί ότι η διεύρυνση της δυτικής εμπλοκής ή οι επιθέσεις της Ουκρανίας εντός ρωσικού εδάφους ενδέχεται να προκαλέσουν ευρύτερες στρατιωτικές αντιδράσεις.
Ο Μερτς απέφυγε να διευκρινίσει αν η Γερμανία σκοπεύει πλέον να παραδώσει στην Ουκρανία τους πυραύλους Taurus, όπλα μεγάλου βεληνεκούς με δυνατότητα πλήγματος έως και 500 χιλιομέτρων. Ως αρχηγός της αντιπολίτευσης, είχε ασκήσει πιέσεις στην προηγούμενη κυβέρνηση Σολτς για να εγκρίνει την αποστολή τους.
Η σημερινή γερμανική κυβέρνηση δεν αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τα οπλικά συστήματα που παρέχει στην Ουκρανία, επικαλούμενη λόγους επιχειρησιακής ασφάλειας.
Ο Ζελένσκι, από την πλευρά του, έχει κατ’ επανάληψη ζητήσει από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ να άρουν τους περιορισμούς στη χρήση όπλων μεγάλου βεληνεκούς, υποστηρίζοντας ότι η δυνατότητα στοχεύσεων εντός Ρωσίας θα άλλαζε τα δεδομένα υπέρ της Ουκρανίας και θα εξανάγκαζε τη Μόσχα να διαπραγματευτεί.
Αν και ο Ουκρανός πρόεδρος δεν σχολίασε άμεσα τις δηλώσεις Μερτς, τη Δευτέρα κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να επιβάλει «νέες και ισχυρές κυρώσεις» κατά της Ρωσίας, εκτιμώντας ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εγγύηση για κατάπαυση του πυρός και «επίδειξη σεβασμού» από τη ρωσική πλευρά.
Σε ερώτηση για τις επικρίσεις του Τραμπ προς τον Πούτιν, ο Πεσκόφ απάντησε ότι το Κρεμλίνο είναι ευγνώμον στους Αμερικανούς – και προσωπικά στον Τραμπ – για τη συμβολή τους στην οργάνωση της διαπραγματευτικής διαδικασίας, αποφεύγοντας να σχολιάσει την επίθεση. Παρατήρησε, πάντως, ότι η παρούσα φάση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και επιβαρυμένη συναισθηματικά για όλους τους εμπλεκομένους.
Με τη συμβολή της Aldgra Fredly και πληροφορίες από το Reuters