Η Κίνα ανακοίνωσε νέους ελέγχους στις εξαγωγές τεχνολογιών κρίσιμων για την παραγωγή μπαταριών και την επεξεργασία στρατηγικών ορυκτών, προχωρώντας σε μια κίνηση που είχε προαναγγείλει ήδη από την πρώιμη φάση της εμπορικής αντιπαράθεσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε κοινή ανακοίνωση που εκδόθηκε στις 15 Ιουλίου, το υπουργείο Εμπορίου και το υπουργείο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Κίνας παρουσίασαν την αναθεωρημένη έκδοση του Καταλόγου Τεχνολογιών που Απαγορεύονται ή Περιορίζονται προς Εξαγωγή.
Ο κατάλογος αυτός, μαζί με δύο επιπλέον λίστες διπλής χρήσης, αποτελεί βασικό εργαλείο της κινεζικής πολιτικής εξαγωγικών ελέγχων. Χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: τεχνολογίες που απαγορεύεται πλήρως να εξαχθούν και τεχνολογίες των οποίων η εξαγωγή επιτρέπεται μόνο υπό καθεστώς ειδικής άδειας. Όλες οι τεχνολογίες της δεύτερης κατηγορίας απαιτούν κρατική έγκριση πριν εξαχθούν.
Στη νεότερη έκδοση προστέθηκε μια νέα εγγραφή: η τεχνολογία παρασκευής καθόδων για μπαταρίες, η οποία αφορά ειδικά την παραγωγή φωσφορικού σιδήρου λιθίου (LFP), φωσφορικού μαγγανίου σιδήρου λιθίου (LMFP) και φωσφορικών πρόδρομων υλικών. Τα εν λόγω υλικά είναι θεμελιώδη για τη βιομηχανία μπαταριών ιόντων λιθίου, που χρησιμοποιούνται κυρίως στα ηλεκτρικά οχήματα.
Ο κατάλογος περιλαμβάνει επίσης αυστηρότερους περιορισμούς στην ενότητα για τη μη σιδηρούχα μεταλλουργία, επεκτείνοντας τις απαγορεύσεις σε τεχνολογίες εξαγωγής μετάλλων όπως το λίθιο και το γάλλιο – υλικό κρίσιμο για την παραγωγή ημιαγωγών.
Η παρούσα αναθεώρηση είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση τον Ιανουάριο, λίγο πριν από τη δεύτερη ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε δεσμευτεί να αξιοποιήσει δασμούς και άλλα μέσα για την προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας και την επαναφορά της ισορροπίας στο παγκόσμιο εμπόριο.
Αν και η εμπορική διένεξη ΗΠΑ–Κίνας βρίσκεται σήμερα σε μια φάση άτυπης εκεχειρίας, έχει «παγώσει» η εκτελεστική εντολή της 2ας Απριλίου του Τραμπ, η οποία προέβλεπε την επιβολή δασμών έως και 145% σε κινεζικά προϊόντα.
Η Κίνα εξακολουθεί να κυριαρχεί στην εξόρυξη και κατεργασία τόσο του λιθίου όσο και του γαλλίου παγκοσμίως. Η Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία (USGS) έχει χαρακτηρίσει και τα δύο υλικά ως κρίσιμα για την εθνική ασφάλεια και την οικονομική ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με έκθεση της USGS που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καμία εγχώρια παραγωγή για 31 βασικά στρατηγικά ορυκτά και μπορούν να επεξεργαστούν εμπορικά μόνο ένα: το βηρύλλιο. Η Κίνα, αντίθετα, είναι ο βασικός προμηθευτής για 8 από τα εν λόγω υλικά και σχεδόν αποκλειστικός πάροχος για 17 από αυτά.
Το γάλλιο ήταν ένα από τα 3 υλικά στα οποία το Πεκίνο επέβαλε ελέγχους εξαγωγών τον Δεκέμβριο του 2024. Παράλληλα, κοιτάσματα υψηλής καθαρότητας γαλλίου που εντοπίστηκαν στη Μοντάνα έχουν ήδη λάβει ταχεία έγκριση αδειοδότησης υπό τη διοίκηση Τραμπ, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας για τον επαναπατρισμό της παραγωγής στρατηγικών πρώτων υλών.
Την εξόρυξη του κοιτάσματος έχει αναλάβει η εταιρεία U.S. Critical Materials, με έδρα τη Γιούτα. Ο εκτελεστικός της διευθυντής, Χάρβεϊ Κέι, δήλωσε κατά τη διάρκεια ακρόασης στην Επιτροπή Μικρών Επιχειρήσεων της Βουλής ότι η εξόρυξη του γαλλίου θα προηγηθεί άλλων δραστηριοτήτων.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, η εταιρεία σκοπεύει να ξεκινήσει την εξόρυξη εντός του έτους, ώστε –κατά την έκφρασή του– να μπορεί «να σταθεί στα σκαλοπάτια του Λευκού Οίκου ή/και του Κογκρέσου με μια σακούλα γαλλίου από τη Μοντάνα, επεξεργασμένου με αμερικανική τεχνολογία και διαθέσιμου για την άμυνα της χώρας και του ελεύθερου κόσμου».
Του Bill Pan