Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι μία από τις σημαντικότερες εορτές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, αφού η Παρθένος κατέχει μία ξεχωριστή θέση στην παράδοσή μας.
Ο ρόλος της στη χριστιανική ιστορία ως φορέα της ενανθρώπισης του Κυρίου την ανύψωσε πάνω από το ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό εκφράζεται ξεκάθαρα στην αναχώρησή της από τον κόσμο: απαλλαγμένη από τη φθορά, ‘κοιμήθηκε’. Ο Χριστός μετά αγγέλων και προφητών κατέβηκε για να παραλάβει την ψυχή της, ενώ τρεις ημέρες μετά αναλήφθηκε και το σώμα της στον ουρανό, με την υπόσχεση της ανάστασης να υλοποιείται για μία ακόμη φορά.
Οι περιγραφές και θεολογικές ερμηνείες για την Κοίμηση και τη Μετάσταση της Θεοτόκου δεν παρέχονται από την επίσημη εκκλησιαστική παράδοση, δηλαδή τα Τέσσερα Ευαγγέλια. Αναπτύχθηκαν κυρίως μετά την κοίμησή της, ενώ κατά τα βυζαντινά χρόνια μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εντρύφησαν στη μορφή της Θεοτόκου και τη σπουδαιότητά της για τη χριστιανοσύνη, αινώντας τη Μητέρα του Θεού και ερμηνεύοντας τον ρόλο της στη σωτηρία των ανθρώπων. Γράφτηκαν πολλά τροπάρια, ύμνοι και κείμενα για τα υπερφυσικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της, βασισμένα κατά κύριο λόγο στα Απόκρυφα, θεολογικά κείμενα που παρήγαγε η λαϊκή ορθόδοξη παράδοση τα οποία κάλυπταν το κενό των επίσημων εκκλησιαστικών κειμένων.
Η τιμή που της περιποιούν οι γραπτές μαρτυρίες δεν θα μπορούσε να μην αντανακλάται στην εικονογραφική παράδοση. Με την πάροδο των ετών, ιδίως όταν η εορτή θεσπίστηκε επισήμως επί Ιουστινιανού, η Βυζαντινή αγιογραφία ανέπτυξε τους δικούς της κώδικες ώστε να μεταφέρει στους πιστούς αφ’ ενός την ιερότητα του προσώπου της Παναγίας και αφ’ ετέρου τη μυσταγωγία των υπερφυσικών γεγονότων του βίου της.
Συγκεκριμένα για την Κοίμηση, υπάρχει μία αρκετά τυποποιημένη εικονογραφία, η οποία περιέχει πλήθος συμβολισμών. Με τον στυλιζαρισμένο τρόπο της (ο οποίος όμως παρέχει και πολλά περιθώρια για παρεκκλίσεις από τον κανόνα), αποτυπώνει τα σημαντικότερα γεγονότα: την Κοίμηση, τον Ενταφιασμό και τη Μετάσταση της Παναγίας, ενίοτε μαζί σε μία εικόνα.
Τα στοιχεία που επιστρατεύουν οι αγιογράφοι είναι συγκεκριμένα και γι΄αυτό εύκολα αναγνωρίσιμα από τους πιστούς· αυτός είναι και ο στόχος, άλλωστε. Να ‘διαβάζεται’ η εικόνα εύκολα, και να εμπνέει το δέος και τη συγκίνηση στην ψυχή.
Ο Δημήτρης Τσιάντας, πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αγιογράφων, ανέλυσε για την Epoch Times μερικά από τα εικονογραφικά και θεολογικά στοιχεία των εικόνων της Κοιμήσεως, βοηθώντας μας να τις αποκρυπτογραφήσουμε, να εμβαθύνουμε στο νόημά τους, και να συνδέσουμε το παρελθόν με το παρόν και το φυσικό με το υπερφυσικό.
Ένα πρόσωπο απαλλαγμένο από τη φθορά
Μια τυπική εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αναπαριστά συνήθως το σώμα της ξαπλωμένο σε μία κλίνη σκεπασμένη με μακρύ, όμορφο ύφασμα, στο κέντρο της σύνθεσης και χαμηλά, με τον Χριστό δίπλα της να κρατά την ψυχή της που απεικονίζεται σαν βρέφος. Δεξιά και αριστερά βρίσκονται οι άγιοι Απόστολοι και Ιεράρχες, από πίσω τους διάφορος κόσμος, άντρες και γυναίκες, ενώ πίσω από τη μορφή του Χριστού φαίνονται άγγελοι που έρχονται να συνοδεύσουν το σώμα της στον ουρανό.

Ανάλογα με τη δυνατότητα του χώρου – εφόσον οι εικόνες αυτές δημιουργούνται για να τοποθετηθούν σε ένα δεδομένο σημείο μίας εκκλησίας – απεικονίζονται και προφήτες, καθώς και οι δώδεκα Απόστολοι στον ουρανό, μέσα σε σύννεφα, μερικές φορές συνοδευόμενοι από αγγέλους. Ψηλά, διακρίνονται ανοικτές οι πύλες του ουρανού. Περιλαμβάνονται επίσης και οι τρεις από τους τέσσερις Ιεράρχες που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση.
Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία αυτών των εικόνων είναι το πρόσωπο της Παναγίας, το οποίο πάντα απεικονίζεται άχρονο και απαλλαγμένο από κάθε είδους φθορά. Με ροδαλό χρώμα στα μάγουλα, γαλήνια έκφραση, μερικές φορές και με ένα υπομειδίαμα στα χείλη, το πρόσωπο αυτό είναι ο πιο εύγλωττος μάρτυρας του γεγονότος της υπέρβασης του θανάτου και κάθε επίγειου πόνου. Επίσης, το κεφάλι της είναι πάντα λίγο ανασηκωμένο, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι έτοιμη να ξυπνήσει και να σηκωθεί. Αποτέλεσμα αυτών των εικονογραφικών στοιχείων είναι μία αίσθηση διόλου πένθιμη, αλλά ζωηρή, έντονη, χαρούμενη.

Η ζωηρότητα της εικόνας ενισχύεται από τα πλήθη που έρχονται για να αποχαιρετήσουν ή να καλωσορίσουν τη Θεοτόκο. Από τη μία οι άνθρωποι, που συνωστίζονται δεξιά και αριστερά της κλίνης γεμίζοντας ασφυκτικά τη σύνθεση σε αυτά τα σημεία. Από την άλλη, οι άγγελοι, οι απόστολοι, οι προφήτες.
Ως μία από τις πιο αξιόλογες παραστάσεις της Κοιμήσεως, ο κος Τσιάντας αναφέρει εκείνη στον Ναό του Πρωτάτου, στο Άγιο Όρος, του Εμμανουήλ Πανσέληνου (13ος αι.), του μέγιστου αγιογράφου από τη Θεσσαλονίκη. Για τον Δ. Τσιάντα, το έργο του στο Πρωτάτο είναι ισάξιο του Παρθενώνα ως προς την αξία του σαν μνημείο της βυζαντινής ζωγραφικής.
Ο Χριστός
Δίπλα της στέκει πάντα ο Χριστός, ο οποίος έχει έρθει για να παραλάβει την ψυχή της, η οποία βρίσκεται ήδη στα χέρια Του. Τα ενδύματά του είναι συχνά στο χρώμα της ώχρας, σε αντιδιαστολή με τα μπλε και πορφυρά που φορά σε άλλες εικόνες. Η χρυσαφένια ώχρα δημιουργεί αντίθεση με τα σκούρα της Θεοτόκου και την γκρίζα φιάλη που ενίοτε βρίσκεται πίσω Του, και ενισχύει τη φωτεινότητα της μορφής Του. Ο Θεοτοκόπουλος χρησιμοποιεί την ώχρα για να Τον συνδέσει με το σώμα των αγγέλων, ενώ ορισμένοι αγιογράφοι, όπως ο Μιχαήλ Αστραπάς (13ος αιώνας, Θεσσαλονίκη), επιλέγουν να Τον περιβάλουν και με μία ολόσωμη άλω.
Ενδιαφέρον είναι ότι η μορφή Του δεν εγκαταλείπει το πλευρό της Θεοτόκου ούτε στις εικόνες που αναπαριστούν τη μεταφορά της κλίνης.
Άγγελοι, απόστολοι, προφήτες
Στις εικόνες της Κοιμήσεως, χαρακτηριστική είναι και η γενικευμένη προσέλευση όντων – θνητών και αθανάτων – που σπεύδουν να παραβρεθούν στο γεγονός της Κοιμήσεως, υπογραμμίζοντας τόσο την εξέχουσα σημασία του προσώπου της Παναγίας όσο και της Μετάστασης που επίκειται.
Στην πραγματικότητα, η σκηνή που μας παρουσιάζουν οι αγιογραφίες είναι μία δυναμική σκηνή, διόλου στατική. Δεν παρατηρούμε ένα τετελεσμένο γεγονός, αλλά μία διαδικασία εξαιρετική, και παρακολουθούμε με αγωνία και θαυμασμό την εξέλιξή της, παρόλο που τη γνωρίζουμε.
Πολλές φορές το πλήθος των αγγέλων ξεπερνά σε αριθμό αυτό των ανθρώπων. Κατεβαίνουν από τον ουρανό, γεμίζοντας τον χώρο πίσω από τον Χριστό ή διακρίνονται κολλητά ο ένας με τον άλλο σε έναν ειδικά ζωγραφισμένο χώρο, τη ‘φιάλη’, πάλι πίσω από τον Χριστό· άλλοι περιμένουν στις πύλες του ουρανού· άλλοι πάλι συνοδεύουν τους προφήτες ή τους αποστόλους που «έρχονται εν νεφέλαις εκ περάτων» – καταφτάνουν δηλαδή από μακριά, επιβαίνοντας σε σύννεφα που τους περικλείουν σαν κοχύλια.

Άλλες φορές, πάλι, αναλόγως τον χώρο που έχει διαθέσιμος ο αγιογράφος, μπορεί να απεικονίσει τους Αποστόλους και τους αγγέλους δίπλα στην κλίνη, όπως έκανε ο Πανσέληνος στην Κοίμηση του Πρωτάτου: τοποθέτησε δεξιά της κλίνης τους μεν, αριστερά τους δε, και συμπλήρωσε τα κενά εκατέρωθεν με κόσμο.


Τυπική είναι και οι απεικόνιση των τριών εκ των τεσσάρων Ιεραρχών που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση: του Ιακώβου του Αδελφοθέου, του Ιεροθέου, του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και του Τιμοθέου. Ο Ιερόθεος δεν εικονίζεται. Οι μορφές τους διακρίνονται από τους μεγάλους σταυρούς που φέρουν στα ενδύματά τους, και τοποθετούνται μεταξύ των ανθρώπων, συνήθως στην επάνω σειρά.
Αν υπάρχει χώρος, περιλαμβάνονται στην εικόνα και οι προφήτες που προφήτευσαν για την Παναγία: ο Ιεζεκιήλ, ο Βαλαάμ, ο Ζαχαρίας, κ.ά. Επίσης οι ποιητές Κοσμάς και Δαμιανός, που έγραψαν ύμνους για την Παναγία. Οι προφήτες αναγνωρίζονται από το ιδιαίτερο σύμβολο που έχει αποδοθεί στον κάθε ένα, ανάλογα με τις προφητείες του, και το οποίο απεικονίζεται δίπλα του. Παραδείγματος χάριν, ο Σολομών έχει τον Ναό του, ο Βαλαάμ το άστρο, ο Δανιήλ τον δράκο, ο Ιεζεκιήλ μία πόρτα, ο Ζαχαρίας την επτάφωτο λυχνία. Συχνά κρατούν γραφές: τις προφητείες τους.
Όλες αυτές οι παρουσίες γεμίζουν δόξα την εικόνα και την κάνει να δονείται. Το βλέπουμε και το νιώθουμε. Νιώθουμε την παρουσία του θαυμαστού, βλέπουμε την παρουσία του θαυμαστού, χωρίς να είμαστε σίγουροι τι προηγείται και τι έπεται στην προκειμένη περίπτωση: η όραση ή η αίσθηση;
Σε ορισμένες εικόνες, οι άγγελοι και γενικότερα ο ουράνιος κόσμος διαφοροποιούνται έντονα από τον γήινο. Η μέθοδος της φιάλης είναι ένας τρόπος, η χρήση διαφορετικής χρωματικής παλέτας ένας δεύτερος, που λειτουργεί συμπληρωματικά με τον πρώτο. Άλλοι αγιογράφοι επιλέγουν να ενοποιούν τους δύο κόσμους: οι άγγελοι αποδίδονται με τα ίδια χρώματα που χρησιμοποιούνται για τους ανθρώπους και τίποτα δεν φαίνεται να χωρίζει τους μεν από τους δε. Αυτές οι παραλλαγές δείχνουν την ευελιξία της βυζαντινής αγιογραφικής παράδοσης, επιτρέποντάς μας να διαπιστώσουμε ότι η στυλιστική αυστηρότητα αφορά ένα ορισμένο επίπεδο. Όταν εμβαθύνουμε, βλέπουμε ότι εντός του δεδομένου πλαισίου, ο βυζαντινός αγιογράφος έχει τη δική του ελευθερία.
Αυτό παρατηρείται ιδίως στα πρόσωπα των μορφών, τα οποία μπορούν να αποδοθούν είτε πιο ζωντανά, εκφραστικά και διαφοροποιημένα είτε πιο ομοιόμορφα και τυποποιημένα – κάτι που σύμφωνα με τον κο Τσιάντα εναπόκειται αποκλειστικά στον αγιογράφο.

Κοίμηση – Ενταφιασμός – Μετάσταση
Το γεγονός της Κοιμήσεως στην Ορθόδοξη παράδοση δεν είναι μεμονωμένο, αλλά συνδέεται με τον Ενταφιασμό και τη Μετάσταση, τα οποία ορισμένες φορές μπορεί και να αναπαρίστανται εντός της ίδιας εικόνας ταυτόχρονα. Αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί σε μία τοιχογραφία. Όπως λέει ο Δημήτρης Τσιάντας, «δεν υπάρχει χρόνος και χώρος στην αγιογραφία».
Προηγείται η αναγγελία του γεγονότος από την ίδια την Παναγία στις φίλες της, καθώς είχε γνώση αυτού, επεισόδιο που ορισμένοι αγιογράφοι όπως ο Μιχαήλ Αστραπάς έχουν περιλάβει στο πλαίσιο μίας διευρυμένης αφήγησης.
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, σε μία από τις βυζαντινές αγιογραφίες που ζωγράφισε πριν μεταβεί στην Ιταλία, συνδύασε την Κοίμηση με τη Μετάσταση, ενσωματώνοντας την παράσταση της Αγίας Ζώνης, τη στιγμή δηλαδή οποία η Παναγία παραδίδει τη ζώνη της στον Ιωάννη, ενώ ανεβαίνει στον ουρανό.

Μία άλλη ιδιαιτερότητα αυτής της εικόνας του είναι η συνεχής ροή των αγγέλων, χρωματικά ενωμένη με τον Χριστό, που συνδέει τα ουράνια με τη γη. Στο μέσον αυτού του φωτεινού ποταμού ο Θεοτοκόπουλος τοποθετεί ένα δεύτερο σώμα της Παναγίας, αναπαριστώντας τη στιγμή της Μετάστασής της ταυτόχρονα με τη στιγμή της Κοιμήσεως. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι με αυτόν τον τρόπο υπαινίσσεται πως στις άλλες διαστάσεις – όπως και στην αγιογραφία – ισχύουν διαφορετικοί νόμοι.
Το κάτω μέρος τους σώματος της Παναγίας είναι και αυτό ενωμένο χρωματικά με τη χρυσαφένια ροή των ουράνιων όντων, ενώ λίγο πάνω από το κεφάλι του Χριστού διακρίνεται το Άγιο Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού· μία απάνια απεικόνιση, κατά τον κο Τσιάντα, και ένα ακόμη τόλμημα του Θεοτοκόπουλου.
Άλλη καινοτομία σε αυτήν τη φαινομενικά παραδοσιακή εικόνα είναι η απαλή κλίση που έχει η μορφή του Χριστού πάνω από το προσκέφαλο της Παναγίας, «λες και παίρνει ο ίδιος την ψυχή από το σώμα της», η οποία προσδίδει κίνηση, ζωντάνια και συναίσθημα στη σκηνή.
Ο Θεοτοκόπουλος έχει περιλάβει και την έλευση των δώδεκα Αποστόλων, τους οποίους τοποθέτησε σε δύο σύννεφα, μοιρασμένους ανά έξι, να καταφτάνουν από αριστερά και από δεξιά. Στο βάθος διακρίνονται κτήρια.
Το πιο φωτεινό σημείο της εικόνας είναι το φωτοστέφανο της Κεκοιμημένης Παναγίας. Εκεί τοποθετείται η έμφαση, θυμίζοντάς μας ότι αυτή είναι κατ΄αρχήν μία εικόνα για την Κοίμησή της.
Από τη συγκεκριμένη εικόνα του Θεοτοκόπουλου εμπνεύστηκε και ο ίδιος ο Δημήτρης Τσιάντας, αξιοποιώντας ορισμένα στοιχεία και καινοτομίες του παλιού δασκάλου, σε συνδυασμό με άλλα από διαφορετικές σχολές. Η εικόνα του, με τα απαλά και φωτεινά της χρώματα, είναι γιορτινή σχεδόν και μεταδίδει έντονα την αίσθηση του εξαιρετικού. Εδώ, η παράσταση της Αγίας Ζώνης, στο επάνω μέρος της σύνθεσης, έχει πιο έντονη παρουσία.

Άλλες εικονογραφικές λεπτομέρειες, μορφές και σύμβολα
Όπως προαναφέρθηκε, η βυζαντινή αγιογραφία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε σύμβολα και στερεότυπα στοιχεία, τα οποία με τον τρόπο τους απελευθερώνουν τον αγιογράφο και διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ αυτού και των πιστών.
Άλλες μορφές που τείνουν να επαναλαμβάνονται στις εικόνες της Κοιμήσεως, εκτός από όσες αναφέραμε προηγουμένως, είναι η μορφή του Αγίου Παύλου, σκυμμένου πάνω από την κλίνη της Θεοτόκου, σε προφίλ, καθώς και η μορφή ενός άντρα με κομμένα χέρια: του τα έκοψε ένας άγγελος με το μακρύ σπαθί του όταν προσπάθησε να αγγίξει το σώμα της Παναγίας. Αυτή η λεπτομέρεια, όπως εξηγεί ο κος Τσιάντας, άρχισε να εμφανίζεται μετά τον 14ο αιώνα, ίσως και λίγο αργότερα. Στις παλαιοχριστιανικές εικόνες δεν υπήρχε.

Αργότερα, κατά τα βυζαντινά χρόνια, εμφανίστηκε και το χρυσό στο φόντο, το οποίο επίσης δεν υπήρχε νωρίτερα, καθώς και το πορφυρό χρώμα στα ενδύματα της Παναγίας, η οποία στα πρωτοχριστιανικά χρόνια φορούσε μόνο μπλε. Η πορφύρα προστέθηκε ίσως για να προσδώσει μεγαλοπρέπεια στο πρόσωπό της, αφού στο Βυζάντιο η πορφύρα συνδεόταν με τη βασιλική οικογένεια. Στα Απόκρυφα, μάλιστα, υπάρχει παράσταση κατά την οποία η Παναγία λαμβάνει την Πορφύρα από τους ιερείς. Από την άλλη, το μπλε συμβολίζει την πνευματικότητα και τη γαλήνη.
Το μπλε υπάρχει και στα ενδύματα του Χριστού, σε συνδυασμό με το κόκκινο-μωβ, το οποίο θα μπορούσε να συμβολίζει το μαρτύριο και τη θυσία.
Ο Άγιος Παύλος είναι πάντα ντυμένος στα μωβ, ο Άγιος Πέτρος πάντα με ώχρα και ο Ιωάννης πάντα στα πρασινωπά. Ο Λουκάς συνήθως με μωβ και κοκκινωπό, ο Ανδρέας με λαδί και ο Θωμάς με κόκκινο, πληροφορεί ο Δ. Τσιάντας.
Μία αινιγματική λεπτομέρεια που εμφανίζεται σε πολλές εικόνες της Κοιμήσεως είναι τα πανιά που σκεπάζουν μέρος των κτηρίων που μπορεί να υπάρχουν στο φόντο. Μία ερμηνεία περί αυτών είναι ότι συμβολίζουν την Ένωση των Εκκλησιών. Άλλη ότι αποτελούν διακοσμητικά στοιχεία. Τα κτήρια τα ίδια παρουσιάζουν αρκετά στοιχεία από την αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική, όπως τα κορινθιακά κιονόκρανα, αλλά και διακοσμητικά μοτίβα που κατάγονται από εκείνη την εποχή, όπως ο μαίανδρος.
Η εικόνα της Κοιμήσεως περιλαμβάνεται σε κάθε ναό. Ο προσανατολισμός της, δηλαδή το πού ‘κοιτάζει’ το κεφάλι της Παναγίας, αποτελεί ιδιαίτερο ζήτημα.
Σε ορισμένες εικόνες είναι προς τα δεξιά, ενώ σε άλλες προς τα αριστερά. Αυτό συνδέεται με τη θέση της εικόνας μέσα στον ναό, σε περίπτωση που είναι τοποθετημένη σε νότιο ή βορινό τοίχο, γιατί το κεφάλι της Θεοτόκου δεν πρέπει να κοιτάζει στη Δύση, όπως το κεφάλι των νεκρών κατά την ταφή τους. Πολλές φορές όμως η εικόνα της Κοιμήσεως βρίσκεται στον δυτικό τοίχο, απέναντι από το ιερό, έτσι ο προσανατολισμός της κεφαλής δεν έχει σημασία.
Άλλη συνηθισμένη θέση για την εικόνα της Κοιμήσεως είναι στη αριστερή όπως μπαίνουμε μεριά της εκκλησίας – τη μεριά των γυναικών – ή κάτω από τους γυναικωνίτες. Αν όμως πρόκειται για ναό της Παναγίας, όπως ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως στα Τουρκοβούνια, η Κοίμηση μπορεί να μπει και δεξιά, και τότε όλος ο ναός κοσμείται με σκηνές από τη ζωή της, από τη γέννησή της και τα πρώτα της χρόνια – π.χ. τη λεγόμενη ‘κολακεία’ της Παναγίας, δηλαδή το κανάκεμά της από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα – μέχρι τη Μετάσταση.
* * * * *
Ορισμένες πληροφορίες στην αρχή του άρθρου έχουν αντληθεί από τον ιστότοπο ‘Πεμπτουσία’