Ηχηρή παρέμβαση στο μέλλον της αυτοκίνησης στην Ευρώπη κάνει το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), καλώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναθεωρήσει τη συνολική απαγόρευση πώλησης νέων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης από το 2035. Σύμφωνα με την ισχύουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία, από το 2035 και μετά καμία νέα ταξινόμηση αυτοκινήτου δεν θα επιτρέπεται αν το όχημα εκλύει διοξείδιο του άνθρακα (CO2), γεγονός που οδηγεί ουσιαστικά εκτός αγοράς τα νέα συμβατικά αυτοκίνητα βενζίνης και πετρελαίου.
Σε δηλώσεις του στους Financial Times στις 16 Απριλίου, ο επικεφαλής του ΕΛΚ, Μάνφρεντ Βέμπερ, επεσήμανε πως οι αγοραστές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα επιλογής ακόμη και συμβατικών οχημάτων, αρκεί να αντισταθμίζουν τις εκπομπές άνθρακα. «Χρησιμοποιώ έναν κλασικό κινητήρα με συμβατικά καύσιμα, αλλά πληρώνω για να αποθηκεύεται το παραγόμενο CO2 στο υπέδαφος — ίσως αυτή να είναι μια επιχειρηματική λύση του μέλλοντος», τόνισε χαρακτηριστικά.
Η Epoch Times απηύθυνε ερώτηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με το εάν εξετάζεται το ενδεχόμενο να αρθεί η απαγόρευση μελλοντικά, σε περίπτωση που υπάρξει τεχνολογία που θα συλλαμβάνει το CO2 από τα καυσαέρια των οχημάτων. Το ΕΛΚ, η ισχυρότερη πολιτική οικογένεια της Ευρώπης στην οποία ανήκει και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει διατυπώσει επανειλημμένα τη διαφωνία του με την οριζόντια απαγόρευση και ζητά αναθεώρηση.
Ήδη από τον Οκτώβριο 2024, το ΕΛΚ είχε προειδοποιήσει ότι αν παραμείνουν ως έχουν οι σχεδιασμοί, θα υπάρξει αλματώδης αύξηση του κόστους για τους Ευρωπαίους οδηγούς, ενώ ο κλάδος της αυτοκινητοβιομηχανίας κινδυνεύει να μεταφερθεί μαζικά στην Κίνα και αλλού, με απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας. Φέτος, η Κομισιόν πρότεινε ηπιότερους στόχους για τις εκπομπές νέων οχημάτων, ωστόσο προς το παρόν παραμένει σταθερή στην απαγόρευση των κινητήρων εσωτερικής καύσης από το 2035.
Η ευρωπαϊκή νομοθεσία τονίζει την αρχή της «τεχνολογικής ουδετερότητας», επιτρέποντας κάθε λύση, όπως τα συνθετικά καύσιμα (e-fuels), που ανταποκρίνεται στους στόχους μείωσης των εκπομπών. Ήδη, από την 1η Ιανουαρίου, ισχύει νέα δέσμευση για μείωση κατά 15% των εκπομπών CO2 σε αυτοκίνητα και ελαφρά φορτηγά, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2021. Η φον ντερ Λάιεν δήλωσε στις 4 Μαρτίου πως η Επιτροπή σχεδιάζει να δώσει τρία χρόνια αντί για ένα στη βιομηχανία για να πιάσει τους στόχους: «Οι στόχοι παραμένουν ίδιοι, αλλά δίνουμε περισσότερο χρόνο στη βιομηχανία», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Μέχρι στιγμής, οι προτάσεις της προέδρου δεν έχουν εγκριθεί, καθώς απαιτείται έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των κρατών-μελών, τα οποία έχουν δικαίωμα να προτείνουν και άλλες αλλαγές. Όσο πλησιάζουν τα χρονικά ορόσημα για τη μείωση των εκπομπών, οι φωνές για αναθεώρηση της απαγόρευσης πληθαίνουν.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ιταλού υπουργού Ενέργειας, Τζιλμπέρτο Πικέτο Φρατίν, ο οποίος από το επιχειρηματικό φόρουμ της Cernobbio χαρακτήρισε την ευρωπαϊκή απαγόρευση «παράλογη» και ζήτησε ρητά την επανεξέτασή της. Την ίδια ώρα, η Volkswagen στη Γερμανία εξετάζει για πρώτη φορά το ενδεχόμενο λουκέτων σε εργοστάσια, με τη διοίκηση να προτάσσει στόχο εξοικονόμησης 11 δισ. δολαρίων έως το 2026, εν όψει της στροφής στα ηλεκτρικά οχήματα και της έντονης πίεσης από τα φθηνότερα κινεζικά μοντέλα.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Ένωσης Ευρωπαίων Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ACEA), για το 2024 η Κίνα παραμένει η μεγαλύτερη πηγή εισαγωγών νέων αυτοκινήτων στην ΕΕ με μερίδιο αγοράς 17,2%. Στην ACEA εκπροσωπούνται 15 κορυφαίοι κατασκευαστές, μεταξύ των οποίων οι BMW, Ford, Mercedes-Benz και Volkswagen.
Δύσκολο το πέρασμα στην εποχή των «μηδενικών εκπομπών»
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ACEA έχει επισημάνει επανειλημμένα πως από την ευρωπαϊκή πολιτική λείπουν κρίσιμες προϋποθέσεις για ουσιαστική μετάβαση στην παραγωγή και την υιοθέτηση οχημάτων μηδενικών εκπομπών. Ανάμεσα στα προβλήματα που εντοπίζει είναι το ελλιπές δίκτυο φόρτισης και ανεφοδιασμού με υδρογόνο, η ανάγκη ανταγωνιστικού βιομηχανικού περιβάλλοντος, η παροχή «προσιτής καθαρής ενέργειας», τα επαρκή κίνητρα για αγορά και φορολογία, αλλά και η διασφάλιση πρώτων υλών, υδρογόνου και μπαταριών.
«Ούτε η οικονομική ανάπτυξη ούτε η αποδοχή του καταναλωτή ούτε η εμπιστοσύνη στις υποδομές έχουν εξελιχθεί στον βαθμό που απαιτείται. Ως εκ τούτου, η μετάβαση στα μηδενικών εκπομπών οχήματα παραμένει εξαιρετικά απαιτητική, με αυξανόμενους φόβους για την επίτευξη των στόχων μείωσης εκπομπών για το 2025», επισημαίνει η ACEA.
«Η σημερινή νομοθεσία δεν λαμβάνει υπ΄όψιν τις τεράστιες αλλαγές στο γεωπολιτικό και οικονομικό τοπίο τα τελευταία χρόνια, ενώ η αδυναμία προσαρμογής της στα δεδομένα της πραγματικής αγοράς διαβρώνει περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα του κλάδου», υπογραμμίζει η Ένωση. «Υπάρχει έτσι το ενδεχόμενο είτε για επιβολή δυσβάσταχτων προστίμων δισεκατομμυρίων — πόροι που θα μπορούσαν να επενδυθούν στη μετάβαση — είτε για επιπλέον περικοπές στην παραγωγή, απώλεια θέσεων εργασίας και υποβάθμιση της ευρωπαϊκής εφοδιαστικής αλυσίδας, τη στιγμή που ο ανταγωνισμός από άλλες αγορές οχημάτων εντείνεται συνεχώς», καταλήγει.