Της Catherine Yang
Μετάφραση: Αλία Ζάε
Ένας συμμορίτης, που είχε περάσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του στη φυλακή, είπε ότι δεν είχε κλάψει ποτέ. Ούτε όταν έθαψε τη μητέρα του, ούτε όταν έθαψε τον πατέρα του, ούτε βλέποντας την πόρτα για το μέλλον του κλειστή, καθώς είχε καταδικαστεί σε πολυετή φυλάκιση, που θα διαρκούσε ίσως το υπόλοιπο της ζωής του. Όμως, εκεί, στη φυλακή, σε μια συναυλία μουσικής δωματίου, έκλαψε.
«Αυτός ο γεμάτος τατουάζ άντρας, σηκώθηκε όρθιος μόλις τελείωσε η συναυλία και είπε: ‘Με έχει κατακλύσει η συγκίνηση. Δεν μπορώ να σταματήσω τα δάκρυά μου αυτές τις τελευταίες δυο ώρες της συναυλίας. Δεν έχω κλάψει ποτέ στη ζωή μου. Ποτέ. Η μάνα μου πέθανε, ο πατέρας μου πέθανε, λυπήθηκα αλλά δεν έκλαψα. Τι είναι αυτό;’», αφηγείται ο Έρικ Τζίνιους [Eric Genius], ο συνθέτης και ερμηνευτής της μουσικής που άκουσε εκείνος ο άντρας.
«Θυμάμαι ότι εκείνα τα λόγια με αιφνιδίασαν», λέει ο Τζίνιους. «Ήταν ένας άντρας που είχε περάσει σχεδόν όλη του τη ζωή στη φυλακή, που καταδικάστηκε ενώ ήταν έφηβος και τώρα κόντευε τα 60. Λοιπόν, τι είναι αυτό; Είναι η ανθρώπινη καρδιά».
Ο Τζίνιους έχει συναντήσει αναρίθμητες παρόμοιες αντιδράσεις. Στη Μασαχουσέτη, ένας άλλος κρατούμενος είχε πει: «Έχω σκοτώσει πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου. Μετά από αυτό που άκουσα, κατάλαβα καλύτερα την ανθρωπιά μου. Δεν πρόκειται να ξαναπειράξω κανέναν.»
«Εκείνη η αντίδραση ήταν πραγματικά υπέροχη, αλλά τι ήταν αυτό που έκανε έναν κρατούμενο να σταθεί όρθιος και να εκδηλώσει την τρωτότητά του μπροστά στους άλλους κρατούμενους; Ήταν κάτι απροσδόκητο, σωστά; Να σηκωθεί μετά από την παράσταση και να δηλώσει «Να πόσο ψυχρός ήμουν στη ζωή μου, έκανα αυτά κι αυτά και δεν με επηρέασαν», λέει ο Τζίνιους.
«Υπήρχε κι ένας άλλος άντρας, 90 ετών, με πι. Είπε: ‘Ζω με τον πόνο που προκάλεσα όταν ήμουν 19.’»
«Οι συναυλίες μου προκαλούν βαθιά συναισθήματα», παραδέχεται ο πιανίστας. «Αλλά είναι η μουσική που το προκαλεί αυτό. Δεν είναι ότι εγώ πηγαίνω και τους μιλάω και νιώθουν άνετα μαζί μου. Είναι η μουσική που σπάει τα φράγματα, η μουσική είναι αφοπλιστική. Τους επιτρέπει να ανακαλύψουν την ίδια την ανθρωπιά τους, πράγματα που ίσως είχαν μείνει θαμμένα μέσα τους για πάντα και τα οποία κατά κάποιο τρόπο ανασταίνονται, και τα ξανασκέφτονται, και από τα οποία θεραπεύονται.»
Στην αρχή της καριέρας του, ο Τζίνιους είχε αποφασίσει να πηγαίνει οπουδήποτε ζητούσαν τη μουσική του. Έχει δώσει ιδιωτικές συναυλίες για αστέρες του κινηματογράφου και έχει παίξει κάτω από μια γέφυρα για άστεγους βετεράνους πολέμου. Η φιλοσοφία που ακολουθά είναι να γράφει όμορφη μουσική, μουσική που δίνει ελπίδα, και δουλεύει ακούραστα για να τη μεταφέρει σε άλλους ανθρώπους γιατί έχει δει ότι την έχουν ανάγκη.
«Υπάρχει κάτι μυστηριώδες στην ομορφιά, και γι’ αυτό όλοι θα έπρεπε να βυθιζόμαστε σε αυτήν», λέει.
Στερημένοι ομορφιάς
Για περίπου τρεις δεκαετίες, ο Τζίνιους πήγαινε τη μουσική του σε μέρη χωρίς ελπίδα – κέντρα επανένταξης, φυλακές, σχολεία σε υποβαθμισμένες γειτονιές – στον ελεύθερο χρόνο του και με δικά του έξοδα, χρησιμοποιώντας τα έσοδα από τις κανονικές του συναυλίες. Λίγα χρόνια πριν, κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό κι έτσι ξεκίνησε το ίδρυμα Concerts for Hope για να προάγει την αποστολή του.
Δηλώνει ότι έχει δώσει σχεδόν 1.000 συναυλίες σε φυλακές από τότε που ξεκίνησε. Αυτό σημαίνει ότι έχει παίξει και σε εκατοντάδες φυλακές ανηλίκων.
Σε έναν χώρο με 300 κρατούμενους, όλους δικασμένους και καταδικασμένους στην εφηβεία τους σε κάθειρξη πολλών δεκαετιών, ο Τζίνιους θυμάται έναν νεαρό αρχηγό συμμορίας που καθόταν μπροστά-μπροστά. Δεν φαινόταν να τον ενδιαφέρει να παρακολουθήσει μια συναυλία κλασικής μουσικής, αλλά όταν η μουσική άρχισε, το βιολί τον μάγεψε.
«Έβαλε το χέρι του στην καρδιά, έριξε πίσω το κεφάλι και είπε: ‘Αυτό είναι το πιο όμορφο πράγμα’», λέει ο Τζίνιους. «Είπε: ‘Γιατί δεν το είχα ακούσει ποτέ πριν;’»
«Τώρα ζούμε στην εποχή του ίντερνετ, έτσι αυτό το αγόρι μπορεί να ακούσει οτιδήποτε θέλει, όποτε θέλει. Εμείς, ως γονείς, και ως ενήλικοι, και ως δάσκαλοι, και ως εκπαιδευτικοί, και ως θρησκευτικοί ποιμένες – όλοι οι επικεφαλείς της κοινότητας που έχουμε πρόσβαση σε αυτό το αγόρι, τι του δώσαμε; Ξέρει τα πάντα για την γκάνγκστερ ραπ, αλλά ποτέ κανένας δεν του έδειξε κάτι που πηγαίνει βαθύτερα και αγγίζει την καρδιά και ανυψώνει το ανθρώπινο στοιχείο μας και φέρνει το δέος και την κατάπληξη και τη δημιουργικότητα στη ζωή και του δίνει αξία ώστε να συνειδητοποιήσει την υπέροχη αξιοπρέπεια που έχει ως άτομο. Αυτή είναι η επίδραση της ομορφιάς».
Στις ΗΠΑ, περίπου 2.300.000 άνθρωποι είναι φυλακισμένοι. Σε ολόκληρη τη χώρα υπάρχουν πολιτισμικοί θύλακες που περιστρέφονται γύρω από τις φυλακές. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι λένε στον Τζίνιους ότι κανένας δεν θα νοιαζόταν αν φυλακιζόταν. Ένας του είπε πως αν ποτέ έμπαινε στη φυλακή το μόνο που θα τον ρωτούσαν θα ήταν το πώς και δεν μπήκε νωρίτερα. Μιλώντας με νέους ενήλικες τους ρώτησε για τα σχέδιά τους όταν βγουν από τη φυλακή και του απάντησαν ότι θα ξαναμπούν μέσα σε χρόνο ρεκόρ. Και αν καταφέρουν και προκαλέσουν σημαντική ζημιά σε μια αντίπαλη συμμορία [όσο θα είναι έξω], σκοτώνοντας ίσως κάποιο από τα μέλη της, αυτό θα ενισχύσει το κύρος τους όταν θα είναι και πάλι μέσα.
«Κανείς δεν νοιάζεται γι’ αυτούς, κανείς δεν τους φροντίζει», λέει ο Τζίνιους. «Υπάρχει ένας ολόκληρος πληθυσμός ξεχασμένος και εγκαταλελειμμένος, χωρίς καθοδήγηση, χωρίς αγάπη, χωρίς συμβουλές, τίποτα».
Είχε γνωρίσει κάποτε έναν 23χρονο που αστειευόταν για το ότι είχε καταδικαστεί τρεις φορές ισόβια. Ο Τζίνιους τον ρώτησε αν ήταν εντάξει με αυτό και ο νέος απάντησε ότι δεν τον ένοιαζε καθόλου.
«Ήταν τόσο εξοικειωμένος με αυτό, τόσο άνετος, τόσο μη-συντετριμμένος που σκέφτηκα πως ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού δεν θεωρεί καταστροφικό το να χαραμίσει τη ζωή του, ίσως γιατί εσωτερικά και συναισθηματικά την έχουν ήδη χαραμίσει». Σε αυτά τα μέρη των ξεχασμένων ανθρώπων χωρίς ελπίδα, οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει την ανθρωπιά τους και δεν έχει πια αξία για αυτούς.
«Αυτό που επιδιώκω λοιπόν είναι να τους ανυψώσω και να τους δώσω ελπίδα», λέει ο Τζίνιους. «Τον Δεκέμβριο του 2019, μια νέα γυναίκα στη Νότια Καρολίνα σηκώθηκε όρθια στο τέλος της συναυλίας και είπε: ‘Βρίσκομαι στο χαμηλότερο σημείο της ζωής μου, ήμουν εδώ, είχα ξεχάσει πώς ήταν να νιώθω άνθρωπος. Τώρα νιώθω άνθρωπος’. Έτσι, ναι, η ομορφιά ανυψώνει την ανθρωπιά». Αφού η γυναίκα αποφυλακίστηκε, του έγραψε ένα γράμμα μιλώντας για την ανανεωμένη της ελπίδα προσθέτοντας: ‘Αυτό είναι ένα σημείο καμπής’.
Λέει ο Τζίνιους: «Αυτό θέλω, να πάω και να ανυψώσω την ανθρωπιά των ανθρώπων, να τους θυμίσω την ανθρωπιά τους».
Μετά από την πανδημία, σκοπεύει να παίξει περισσότερο σε σχολεία και να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα για παιδιά με τίτλο «Παράκαμψη» ελπίζοντας να αλλάξει την κουλτούρα τους. «Θέλω να τους βγάλω από την πορεία της φυλακής, να τους αλλάξω την ιδέα ότι η φυλακή είναι απλώς μέρος της ζωής».
Για την ανύψωση της ψυχής
Ο Κομφούκιος είχε πει ότι αν κάποιος θέλει να γνωρίσει την ηθική ενός έθνους, «η ποιότητα της μουσικής του θα παρέχει την απάντηση. Και ο Πλάτων είχε πει ότι «η μουσική είναι ένας ηθικός νόμος. Δίνει ψυχή στο σύμπαν, φτερά στον νου, ύψος στη φαντασία, γοητεία και ευθυμία στη ζωή και σε όλα».
«Πιστεύω ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν δίκιο», λέει ο Τζίνιους. «Πιστεύω ότι η μουσική είναι μια γλώσσα που μιλά στην καρδιά, στο μυαλό και στην ψυχή με τρόπους που οι λέξεις ποτέ δεν θα φτάσουν. Η μουσική και η ομορφιά έχουν την ικανότητα – είναι μια γλώσσα, επικοινωνεί – να ανυψώνουν το μυστήριο πίσω από τον άνθρωπο, να ανυψώνουν εκείνη την ουσία, να ανυψώνουν αυτό που δίνει [στους ανθρώπους] ζωή – την ψυχή, αν θέλετε – να τους ανυψώνει και να τους συγκινεί.»
Η μουσική μπορεί να προκαλέσει τέτοιο δέος και θαυμασμό στη φαντασία των ανθρώπων, που νομίζω πως είναι αποφασιστικής σημασίας στη διαμόρφωση των νέων το ‘βάπτισμά’ τους στην ομορφιά. Υπάρχει χώρος και για τη διασκέδαση στη μουσική, αλλά αυτό δεν πρέπει να γίνεται εις βάρος της ομορφιάς, την οποία τόσοι πολλοί άνθρωποι στον σύγχρονο πολιτισμό μας στερούνται».
Σε κάποια άλλη ζωή, ίσως ο Τζίνιους να είχε παραμείνει καθηγητής της Φυσικής, και να ήταν τώρα ένας ευχαριστημένος συνταξιούχος.
«Όταν όμως ήμουν στην τάξη, συχνά έγραφα μελωδίες και μετά το μάθημα πήγαινα στη βιβλιοθήκη για να ακούσω Μπετόβεν», μας λέει. Ο Τζίνιους είναι ένας ταλαντούχος πιανίστας, αλλά σε αντίθεση με τους περισσότερους ερμηνευτές, οδηγήθηκε στη σύνθεση.
«Απλώς έγραφα και έγραφα και έγραφα», λέει. «Ποτέ δεν σκέφτηκα να το κάνω επαγγελματικά, ή ότι μπορεί κάποτε να τα έπαιζα [όσα έγραφα] σε κοινό, απλώς έγραφα επειδή ευχαριστιόμουν να γράφω μουσική.»
Γνώριζε ότι αυτό ήταν ένα χάρισμα. Πίστευε ότι ήταν κάτι σπουδαίο που του είχε δοθεί για να το μοιραστεί, κι έτσι ακολούθησε το κοινό. Ανακάλυψε ότι υπήρχε μεγάλη ανάγκη για όμορφη μουσική και ένιωσε την υποχρέωση να αφιερωθεί πλήρως σε αυτό.
«Δεν είναι για τη φήμη ή κάτι τέτοιο, είναι για τη σύνδεση με τους ανθρώπους. Άρχισα να παίζω παντού». Ύστερα, προσκλήθηκε στη φυλακή και σκέφτηκε, γιατί όχι;
«Και τότε, όταν είδα όλους αυτούς τους κατεστραμμένους ανθρώπους να αντιδρούν τόσο έντονα, εντυπωσιάστηκα».
Ο Τζίνιους έχει αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες για να πάει τη μουσική του στους ανθρώπους.
Μια ημέρα του μπορεί να ξεκινά με το μεταμεσονύχτιο μάζεμα της συναυλίας, να συνεχίζει με τρεις ώρες οδήγηση προς την πόλη όπου βρίσκεται η φυλακή που τον έχει προσκαλέσει για την επόμενη συναυλία, με έναν υπνάκο στη μέση του ταξιδιού σε κάποια στάση, να ακολουθά νωρίς το πρωί έλεγχος στη φυλακή για να βάλει μέσα τον εξοπλισμό του, τρεις συναυλίες μέσα στη φυλακή, μάζεμα αργά το απόγευμα και προετοιμασία για τη βραδινή του συναυλία στην πόλη σχεδόν αμέσως.
«Πηγαίνω σε πολλά σκοτεινά μέρη του κόσμου», λέει. «Είναι πολύ δύσκολο, δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσες φορές οδηγώντας στις 3:00 π.μ. από το ένα μέρος στο άλλο εξαντλημένος έχω σκεφτεί: ‘Μα τι κάνω; Θα έπρεπε να είμαι στο σπίτι μου τώρα και να κοιμάμαι!’ Και μετά αρχίζουν οι αμφιβολίες για όλα. Υπάρχει νόημα; Και ποιο είναι αυτό;»
Αλλά ο Τζίνιους παραμένει θετικός, και πιστεύει απόλυτα ότι όλα συνοψίζονται στη μουσική.
«Είναι το καλύτερο πράγμα που έχω να προσφέρω και θα μετακινήσω ακόμα και βουνά για να το προσφέρω».
«Μέσω αυτής της μουσικής μπόρεσα να ζήσω σύμφωνα με τα πιστεύω μου», λέει. «Νιώθω πως είναι σαν ένα δώρο για εμένα και την ανθρωπιά μου το να το προσφέρω , νιώθω πολύ τυχερός. Η ζωή είναι σύντομη, για αυτόν τον λίγο χρόνο λοιπόν μπορώ να μοιραστώ αυτήν τη μουσική».
Όταν συνθέτει ο Τζίνιους στόχος του είναι η ελπίδα. Είναι ένας συνδυασμός δέους και κατάπληξης, σαν αυτό που νιώθει ένα παιδί που πιάνει ένα τουβλάκι και βλέπει [με τη φαντασία του] ένα κάστρο, μας εξηγεί. «Αυτό είναι η ελπίδα, γιατί το δέος και η κατάπληξη για τη ζωή, ‘Ω, αναρωτιέμαι τι μπορώ να φτιάξω με αυτά τα Lego’, οδηγεί στο ‘Ω, τι θα συναντήσω άραγε στη ζωή μου;’»
«Όλο αυτό το δέος και η έκπληξη και η ελπίδα, αυτό είναι ανθρωπιά, αυτό είναι ζωή. Όταν αυτό συντρίβεται σε ένα 10χρονο παιδί και τίποτα πια δεν έχει σημασία, όπως για τον 23χρονο [που έλεγε για την τρεις φορές ισόβια ποινή του], η ελπίδα του έχει πεθάνει πια εδώ και καιρό.» Αλλά αν δείξει κάποιος στους ανθρώπους την ελπίδα, μπορεί να τους θυμίσει την ανθρωπιά τους, και η μουσική – απλά εφήμερα ηχητικά κύματα – το πετυχαίνει αυτό με έναν τρόπο που οι λέξεις δεν μπορούν.
«Τους φέρνεις την ελπίδα και τους κάνεις να συνειδητοποιήσουν ότι είναι άνθρωποι. Ακόμα κι αν πρέπει κάποιος να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στη φυλακή, μπορεί να διαβάσει βιβλία, μπορεί να ανακαλύψει πράγματα, μπορεί πάντα να ανυψώσει την ανθρωπιά του. Δεν θα το κάνει για κάποιο οικονομικό όφελος, αλλά για την πνευματική, τη διανοητική και τη συναισθηματική πρόκληση.»
«Όλοι οι άνθρωποι αναγνωρίζουμε την ομορφιά όταν την αντικρύζουμε, και αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε να συζητήσουμε ή να περιγράψουμε ή να σχολιάσουμε. Είναι μια γλώσσα πέρα από αυτούς τους τρόπους. Μια γλώσσα πέρα από τις λέξεις, που απλώνεται και μας συνδέει και αυτό το αναγνωρίζουμε.»
«Όταν συναντάμε κάτι όμορφο ενώ είμαστε σε ευάλωτη κατάσταση, όπως όταν πονάμε και υποφέρουμε, χωρίς άλλα πράγματα να αποσπούν την προσοχή μας – ενώ αν είμαστε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι και απασχολημένοι με χίλια δυο πράγματα, πιθανόν η ομορφιά να μην μας συγκλονίσει – αλλά όταν είμαστε ήρεμοι και στοχαστικοί και η ομορφιά μας εξυψώνει, τότε το γνωρίζουμε, και αυτό γίνεται ακούσια, χωρίς να το ελέγχουμε.»
«Σαν αυτό το αγόρι [που συγκινήθηκε από το βιολί] που έχει στερηθεί τόσο την ομορφιά, έτσι είναι και όλοι οι άλλοι. Το ερώτημα είναι γιατί δεν τους την προσφέρουμε; Πηγαίνω και παίζω στα Πανεπιστήμια, και δεν ξέρουν καν τι είναι το τσέλο. Πάντα υπήρχε το στοιχείο της ψυχαγωγίας [στη μουσική], αλλά ποτέ δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα έπρεπε να είναι».
«Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος σαν μια σπηλιά γεμάτη διαμάντια, ένας ολόκληρος κόσμος που δεν έχουμε ακόμα εξερευνήσει στην εκπαίδευση των παιδιών μας…Και το αποτέλεσμα είναι αυτό το αγόρι που βάζει το χέρι του πάνω στην καρδιά και ρωτά: ‘Γιατί δεν το έχω ξανακούσει αυτό ποτέ;’ Ήταν σαν να ικέτευε για την ανθρωπιά του. ‘Γιατί δεν μπόρεσα να νιώσω το ποιος είμαι;’»
«Μου είπε: ‘Έχω κάνει πολλά φρικτά πράγματα στον πόλεμο για τα οποία φοβάμαι ότι θα πρέπει να πληρώσω. Δεν νιώθω ότι μπορώ να λάβω συγχώρεση ή ότι μπορώ εγώ ο ίδιος να συγχωρέσω τον εαυτό μου. Δεν θυμάμαι καν πώς είναι να νιώθω ανθρώπινα ή να νιώθω ο εαυτός μου’», διηγείται ο Τζίνιους. «Και ύστερα, πρόσθεσε: ‘Θυμάμαι όμως ποιος είμαι ακριβώς τώρα. Δεν θέλω να το αφήσω. Φοβάμαι πως αν το αφήσω, θα το ξαναξεχάσω’.»
«Είναι μια ιστορία οδύνης αλλά και λύτρωσης. Και ποιος δεν χρειάζεται τη λύτρωση; Όλοι τη χρειαζόμαστε και θα έπρεπε όλοι να αναζητούμε την αλήθεια για να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να φέρουμε την ελπίδα και τη λύτρωση στη ζωή των ανθρώπων».