Μια πολυβραβευμένη σκηνοθέτρια και συγγραφέας έδωσε τη δική της εξήγηση για τη σιωπή που φαίνεται να επικρατεί σε δυτικά μέσα ενημέρωσης αναφορικά με τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα.
Όπως επισημαίνουν παρατηρητές των εξελίξεων στην Κίνα, τα μέσα που κάποτε ήταν ιδιαίτερα επικριτικά για θέματα όπως η καταστολή στο Χονγκ Κονγκ, οι διώξεις των ασκουμένων του Φαλούν Γκονγκ και η κατάσταση στο Σιντζιάνγκ, πλέον σπανίως αναφέρονται σε αυτά.
Η Κέι Ρούμπατσεκ, σκηνοθέτρια, συγγραφέας και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με καταγωγή από την Αυστραλία —η οποία έχει στο παρελθόν συλληφθεί για μικρό χρονικό διάστημα από τις κινεζικές αρχές— δήλωσε πως οι δημοσιογράφοι των δυτικών μέσων βρίσκονται σε «εξαιρετικά δύσκολη θέση».
Όπως ανέφερε σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο ABC Brisbane, εάν ένας δημοσιογράφος καλύψει ένα θέμα που θεωρείται ευαίσθητο από το καθεστώς, κινδυνεύει να απελαθεί και να του απαγορευτεί η είσοδος στη χώρα, κάτι που έχει συμβεί επανειλημμένως. Η ίδια πρόσθεσε ότι ακόμη και όταν ένα ρεπορτάζ αγγίζει ένα «λάθος» θέμα τη «λάθος» χρονική στιγμή, μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των αρχών. Ειδικοί λόγοι απέλασης, σύμφωνα με τη Ρούμπατσεκ, περιλαμβάνουν την κάλυψη της πνευματικής άσκησης Φάλουν Γκονγκ, της διαφθοράς σε κάποια τοπική κοινότητα, ή ζητημάτων περιβαλλοντικής υποβάθμισης.
Η σκηνοθέτρια υποστήριξε επίσης πως σε κάποιες περιπτώσεις οι κινεζικές αρχές χρησιμοποιούν τους δημοσιογράφους ως «πιόνια» σε ένα παιχνίδι ανταλλαγών, παρακολουθώντας και παρεμποδίζοντας την πορεία ενός ρεπορτάζ από την αρχή ως το τέλος, κάτι που -όπως είπε- συμβαίνει συχνά. Για τον λόγο αυτό, τα μέσα εμφανίζονται εξαιρετικά επιφυλακτικά.
Χαρακτηριστική περίπτωση θεωρείται η αυθαίρετη κράτηση της Αυστραλής δημοσιογράφου Τσενγκ Λέι, η οποία εργαζόταν για το κινεζικό τηλεοπτικό δίκτυο CGTN και συνελήφθη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ως αντίποινα για την έκκληση της αυστραλιανής κυβέρνησης να διεξαχθεί έρευνα για την προέλευση του κορωνοϊού.

Η Ρούμπατσεκ ανέφερε ακόμη έναν λόγο για τη σιωπή των δυτικών μέσων: τη διαφημιστική επιρροή του Πεκίνου. Σύμφωνα με την ίδια, η εφημερίδα China Daily —ένα από τα μεγαλύτερα κρατικά αγγλόφωνα έντυπα της Κίνας— έχει κατά καιρούς συμπεριλάβει ένθετα σε αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, παρέχοντας σημαντικά ποσά διαφημιστικών εσόδων που προέρχονται άμεσα από το κινεζικό καθεστώς. Όπως σημείωσε, αντίστοιχα φαινόμενα έχουν καταγραφεί και σε ραδιόφωνο, τηλεόραση, έντυπο Τύπο και κινηματογράφο.
Κατά την άποψή της, η Κίνα ασκεί ισχυρή επιρροή με τρόπο που στοχεύει όσους ήδη διακατέχονται από φόβο, γνωρίζοντας πώς να «πιέζει τα κατάλληλα κουμπιά».
Το 2024, δύο Αμερικανοί γερουσιαστές κάλεσαν εννέα μεγάλα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης —μεταξύ των οποίων οι Los Angeles Times και USA Today— να διακόψουν κάθε συνεργασία με την China Daily. Στην επιστολή τους κατηγόρησαν την εφημερίδα ότι επιχειρεί να εξωραΐσει τη γενοκτονία των Ουιγούρων στη Σιντζιάνγκ και να δικαιολογήσει τη χρηματοδότηση της Ρωσίας από το Πεκίνο για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Υποστήριξαν επίσης ότι όσα μέσα συνεχίζουν να συνεργάζονται με την εφημερίδα, λειτουργούν ως κανάλια προπαγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας προς το αμερικανικό κοινό.
Το ίδιο έτος, η China Daily επαίνεσε τον Αυστραλό πρωθυπουργό Άντονι Αλμπανέζι για την ικανότητά του να «διατηρεί ισορροπία» μεταξύ της στρατηγικής σχέσης με την Ουάσιγκτον και των οικονομικών συμφερόντων με το Πεκίνο, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκε τις παγκόσμιες πολιτικές ανακατατάξεις που προέκυψαν μετά τη δεύτερη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Η Ρούμπατσεκ, τέλος, υπογράμμισε τη σημασία του να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην Κίνα ως χώρα, τον κινεζικό λαό και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Όπως είπε, η ίδια έχει επισκεφθεί τη χώρα, την οποία περιέγραψε ως έναν υπέροχο τόπο με μακρά ιστορία και έναν λαό γεμάτο καλοσύνη —όπως σε κάθε χώρα, όταν υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός. Κατά την άποψή της, όμως, το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει εξελιχθεί σε μία «παραβατική οντότητα» με τρόπο λειτουργίας που προκαλεί έντονο προβληματισμό.