Παρά την προσωρινή ανάπαυλα στο μέτωπο των δασμών με τις ΗΠΑ, το Πεκίνο αντιλαμβάνεται την ευπάθεια της οικονομίας του σε έναν ενδεχόμενο εμπορικό πόλεμο. Αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις, έχει ξεκινήσει μια διπλωματική εκστρατεία παγκοσμίως, εστιάζοντας ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, την παραδοσιακή «αυλή» της Ουάσιγκτον.
Βασικό εργαλείο αυτής της στρατηγικής είναι το Φόρουμ Κίνας–CELAC (Κοινότητα Κρατών Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής), το οποίο το Πεκίνο εγκαινίασε το 2015. Στην πρόσφατη υπουργική σύνοδο του Μαΐου, ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ υπενθύμισε στους αντιπροσώπους των 30 χωρών την εντυπωσιακή αύξηση του εμπορίου μεταξύ Κίνας και CELAC, το οποίο το 2024 έφτασε τα 515 δισ. δολάρια. Αν και το ποσό υπολείπεται του εμπορίου Κίνας-ΗΠΑ, παραμένει ιδιαίτερα σημαντικό.
Ο Σι προώθησε επίσης την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative – BRI) και ανακοίνωσε μια νέα πιστωτική γραμμή 66 δισ. γιουάν (περίπου 9,2 δισ. δολάρια) για έργα υποδομής, ποσό ιδιαίτερα ελκυστικό για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της περιοχής. Ωστόσο, σε μια ένδειξη των βαθύτερων οικονομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Κίνα, η νέα αυτή δέσμευση ήταν λιγότερο από το ήμισυ της αντίστοιχης του 2015.
Πέρα από τις γενικές δεσμεύσεις, ο Σι προχώρησε και σε στοχευμένες προσφορές. Υποσχέθηκε τόσο στη Βραζιλία όσο και στην Κολομβία ότι η Κίνα θα αυξήσει τις εισαγωγές των προϊόντων τους, ενθαρρύνοντας παράλληλα τις κινεζικές εταιρείες —κρατικές και ιδιωτικές— να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους εκεί. Η Βραζιλία, ειδικότερα, υποδέχθηκε θερμά τις δεσμεύσεις, καθώς ο πρόεδρος Λούλα ντα Σίλβα επιδιώκει να τοποθετήσει στρατηγικά τη χώρα του ως βασικό προμηθευτή αγροτικών προϊόντων στην Κίνα, σε περίπτωση που ένας εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ αναγκάσει το Πεκίνο να στραφεί αλλού.
Ενισχύοντας αυτή την εμπορική προσέγγιση, ο Σι ανακοίνωσε την παροχή ετήσιας άδειας εισόδου χωρίς βίζα για τους πολίτες πέντε χωρών: της Αργεντινής, της Βραζιλίας, της Χιλής, του Περού και της Ουρουγουάης. Η επιλογή δεν είναι τυχαία, καθώς όλες αποτελούν σημαντικούς εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων.
Αναμφίβολα, μια σημαντική επιτυχία για τον Σι ήταν η ανακοίνωση ότι η Κολομβία προσχωρεί επίσημα στην BRI. Η υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Λάουρα Σαραμπία, χαρακτήρισε την απόφαση «το πιο τολμηρό βήμα της Κολομβίας εδώ και δεκαετίες». Η κίνηση αυτή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, δεδομένου ότι η Κίνα είναι ήδη ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κολομβίας. Ωστόσο, η νίκη αυτή για το Πεκίνο μετριάζεται από την πρόσφατη ανακοίνωση του Παναμά ότι προτίθεται να αποχωρήσει από την πρωτοβουλία με τη λήξη της συμμετοχής του σε δύο χρόνια. Ενώ το Πεκίνο αποδίδει την απόφαση σε αμερικανική πίεση, η τάση αυτή αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη απογοήτευση ορισμένων χωρών που διαπιστώνουν ότι οι δεσμεύσεις της BRI συνοδεύονται από επαχθείς όρους.
Σε διπλωματικό επίπεδο, το φόρουμ μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία για το Πεκίνο. Παρότι η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική δεν μπορούν να αναπληρώσουν πλήρως μια ενδεχόμενη απώλεια της αμερικανικής αγοράς, η Κίνα δείχνει να κάνει βήματα για τη μείωση της οικονομικής της εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει αντιδράσει δημόσια ούτε στις κινήσεις της Κίνας, ούτε στη στάση των χωρών της CELAC.
Ωστόσο, από καθαρά οικονομική σκοπιά, το αποτέλεσμα δεν συνιστά θρίαμβο. Οι δεσμεύσεις του Σι επιβαρύνουν μια ήδη πιεσμένη κινεζική οικονομία, ενώ από την άλλη πλευρά, οι αποφάσεις του φόρουμ δεν είναι νομικά δεσμευτικές για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ενδεικτική ήταν η στάση του προέδρου της Βραζιλίας, ο οποίος, ακόμη και από το Πεκίνο, δεν δίστασε να συμβουλεύσει τους ομολόγους του να αποφεύγουν την υπερβολική εξάρτηση από οποιαδήποτε δύναμη, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας.
Milton Ezrati
Οι απόψεις που διατυπώνονται στο παρόν άρθρο είναι προσωπικές του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τη θέση της Epoch Times.