Την Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025, ο πρωθυπουργός της Ταϊβάν , Τσο Τζουνγκ-τάι, προέβη σε δηλώσεις που υπογραμμίζουν την ξεκάθαρη άρνηση του νησιού να ενωθεί με την Κίνα υπό τους όρους του Πεκίνου. Όπως σημείωσε, «για τα 23 εκατομμύρια άτομα του έθνους μας, η ‘επιστροφή’ δεν αποτελεί επιλογή· αυτό είναι πολύ σαφές».
Η δήλωση έγινε κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, κατά την οποία ο πρώτος επεσήμανε ότι η επανένωση της Ταϊβάν με την Κίνα αποτελεί μέρος του οράματός του για τη διεθνή τάξη. Η Ταϊβάν είναι ένα νησί που χωρίζεται από την Κίνα από το Στενό της Ταϊβάν. Η Κίνα ισχυρίζεται ότι η Ταϊβάν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επικράτειάς της, αν και ποτέ δεν έχει κυβερνήσει το νησί.
Η κυβέρνηση της Ταϊβάν, επίσημα γνωστή ως Δημοκρατία της Κίνας (ΔΚ / Republic of China), επιμένει ότι είναι μία πλήρως κυρίαρχη, ανεξάρτητη χώρα, αντίθετα με όσα υποστηρίζει η Κίνα. Ο πρωθυπουργός επανέλαβε τη θέση ότι η «επιστροφή» δεν είναι επιλογή για τον λαό της.
Το πλαίσιο στο οποίο γίνονται αυτές οι δηλώσεις περιλαμβάνει:
1. Τις διεκδικήσεις της Κίνας πως η Ταϊβάν αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της επικράτειάς της. Το 1979, η ηγεσία της Κίνας άλλαξε την πολιτική της για την Ταϊβάν από την «ένοπλη απελευθέρωση», προτείνοντας μια νέα εποχή «ειρηνικής συνύπαρξης» και αποσύροντας τις τακτικές στρατιωτικές ασκήσεις στο στενό της Ταϊβάν. Ωστόσο, η Κίνα δεν αποκήρυξε ποτέ τη χρήση βίας εάν ήταν απαραίτητο για την επίτευξη επανένωσης .
2. Την άρνηση της κυβέρνησης της Ταϊβάν να αποδεχθεί το μοντέλο «μία χώρα, δύο συστήματα» που η Κίνα προτείνει ως λύση για το νησί.
3. Ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατιωτικής, οικονομικής και διπλωματικής πίεσης από το Πεκίνο προς το νησί.
Η σχέση μεταξύ της Κίνας και της Ταϊβάν χαρακτηρίζεται από δεκαετίες πολιτικών, νομικών και εθνικο-ιστορικών διαχωρισμών.
Η Ιαπωνία παρέδωσε το νησί της Ταϊβάν στη Δημοκρατία της Κίνας το 1945. Μετά την ήττα των εθνικιστικών δυνάμεων της χώρας από τους κομμουνιστές το 1949, οι δημοκρατικοί κατέφυγαν στο νησί.
Η Ταϊβάν ή Δημοκρατία της Κίνας, όπως την ορίζει επίσημα το σύνταγμά της, είναι πλέον ένα νησί 24 εκατομμυρίων κατοίκων, με δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης. Η μετάβασή της στη δημοκρατία είναι αρκετά πρόσφατη. Μεταξύ 1949 και 1987, η Ταϊβάν βρισκόταν υπό στρατιωτικό νόμο, και διεξήγαγε τις πρώτες προεδρικές εκλογές μόλις το 1996. Τελικά, εξελίχθηκε σε πλήρως δημοκρατική πολιτεία με ξεχωριστή πολιτική κουλτούρα.
Για την Κίνα, το ζήτημα της Ταϊβάν αποτελεί θέμα κυριαρχίας και εθνικής ενότητας. Ωστόσο, η πλειονότητα του νησιωτικού πληθυσμού σήμερα δεν εμπιστεύεται τη λύση της επανένωσης υπό τους όρους του Πεκίνου.
Βασικές προκλήσεις που αναδύονται
Καθώς η Κίνα ισχυροποιείται οικονομικά και στρατιωτικά και γίνεται ένας πιο σημαντικός περιφερειακός και παγκόσμιος παράγοντας, το ποιοτικό πλεονέκτημα της Ταιβάν έναντι της ηπειρωτικής χώρας τίθεται σε κίνδυνο. Η Κίνα είναι αποφασισμένη να ανατρέψει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν και να πραγματοποιήσει την ένωση του νησιού με την ηπειρωτική χώρα.
Η στρατιωτική δραστηριότητα της Κίνας γύρω από την Ταϊβάν έχει ενταθεί, γεγονός που η Ταϊβάν αντιλαμβάνεται ως στρατηγικό ρίσκο για την ασφάλειά της. Ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής της Κίνας παραμένει η «αρχή της μίας Κίνας», που σημαίνει ότι η ηπειρωτική χώρα και η Ταϊβάν αποτελούν μέρος της Κίνας και ότι η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της Κίνας δεν μπορούν να διασπαστούν.
Η Κίνα έχει προτείνει στην Ταϊβάν το μοντέλο «Μία χώρα, δύο συστήματα», το οποίο όμως δεν έτυχε υποστήριξης από κανένα κυρίαρχο πολιτικό κόμμα της Ταϊβάν και έχει απορριφθεί από τον πρόεδρο Λάι Τσινγκ-τε.
Η θέση της κυβέρνησης της Ταϊβάν αντανακλά και την άποψη ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας που απορρίπτει την επανένωση και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού της υπογραμμίζουν ότι το νησί δε προτίθεται να εγκαταλείψει την αυτόνομη πορεία του παρά την πίεση του Πεκίνου, ενισχύουν δε το μήνυμα προς το διεθνές περιβάλλον ότι η Ταϊβάν δεν είναι απλώς ένα διαφιλονικούμενο έδαφος, αλλά μια δημοκρατική κοινωνία με δικά της κυριαρχικά δικαιώματα.
Καθώς η Κίνα θεωρεί την Ταϊβάν «την πιο σημαντική και ευαίσθητη διπλωματική της υπόθεση», η ανάγκη για διεθνή παρακολούθηση της κατάστασης στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού εντείνεται. Η στρατηγική επιλογή των μεγάλων δυνάμεων, ειδικά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, στο πώς θα αντιμετωπίσουν το ζήτημα της Ταϊβάν, αλλά και τη γενικότερη ασφάλεια στο Στενό της Ταϊβάν και την περιοχή, αναμένεται να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντας στις εξελίξεις.
Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού της Ταϊβάν αποτελούν σαφή αποδοκιμασία του μοντέλου «επιστροφής» και μια επίσημη καταγραφή της χώρας ως κυρίαρχης οντότητας στη διεθνή σκηνή — μια θέση που πιθανώς θα δοκιμαστεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.








